Η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη αγορών και επενδυτών τρεις μήνες μετά τη λήξη του δανειακού προγράμματος. Δεν μπορεί να «πουλήσει» καμία προσδοκία για τη μεταμνημονιακή εποχή και, όπως ομολογούν ακόμα και κυβερνητικά στελέχη, το κλίμα δεν βελτιώθηκε, αντίθετα χειροτέρεψε.
«Μια χώρα εκτός αγορών», όπως εξηγούν οι αναλυτές, «είναι μοιραίο να μη βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των επενδυτικών επιλογών ξένων funds ή και στρατηγικών επενδυτών για διάφορους κλάδους της οικονομίας. Αντιθέτως, οι επενδύσεις έγιναν πιο εκλεκτικές και μπήκαν πολλοί αστερίσκοι».
Εντοπίζουν το πιο σοβαρό πρόβλημα στις τράπεζες. Υπoστηρίζουν πως το funding των επιχειρήσεων είναι ανύπαρκτο, με αποτέλεσμα όχι μόνο το πάγωμα επενδυτικών σχεδίων που θα τονώσουν την απασχόληση αλλά και την αδυναμία των ελληνικών επιχειρήσεων να σταθούν απέναντι στον ανταγωνισμό. Επισημαίνουν επίσης ότι η βουτιά στην κατάταξη της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας συνεχίζεται και παρ’ όλο που είναι το πιο ηχηρό καμπανάκι, δεν το ακούει κανένας. Από την άλλη πλευρά, είμαστε από τους πρωταθλητές στην υπερφορολόγηση (6η θέση σε 35 χώρες του ΟΟΣΑ).

«Μόλις έφευγαν οι γονείς, ανάβαμε τσιγάρο»

 
Σε ένα διεθνές περιβάλλον εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, ολοκλήρωσης του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, Βrexit, κρίσης στην Ιταλία και ψαλιδισμένων προβλέψεων για τους ρυθμούς ανάπτυξης της ευρωζώνης, η Ελλάδα θα πρέπει να προσπαθεί διπλά για να μπει ξανά στα ραντάρ της επενδυτικής κοινότητας.
Οχι μόνο δεν το κάνει αλλά κάνει βήματα πίσω. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ανακοίνωσης 10.000 προσλήψεων στο Δημόσιο στη θέση ισάριθμων κληρικών που θα βγουν από το μισθολόγιο. «Η Ελλάδα θυμίζει στους ξένους τη συμπεριφορά μας όταν ήμασταν παιδιά. Μόλις φεύγανε οι γονείς από το σπίτι, ανάβαμε αμέσως τσιγάρο» λένε σκωπτικά οι ίδιοι αναλυτές.
Τη δεδομένη στιγμή δεν διαθέτουμε ελκυστικό «προϊόν» για να πουλήσουμε. Ο ρυθμός ανάπτυξης σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν το 2019 θα περιοριστεί στο 2% έναντι αρχικής πρόβλεψης 2,3%. Η ίδια επίδοση θα είναι και το 2020. Ενα σύρσιμο κυριολεκτικά της οικονομίας, η οποία ύστερα από μια δεκαετή κρίση θα έπρεπε να τρέχει με ρυθμούς ανάπτυξης 3%-4%. Η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί το 2019 μόνο 0,4% και η δημόσια 0,2%. Στον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, δηλαδή στις επενδύσεις, το 2018 θα έχουμε αρνητική μεταβολή 2,1%. Παράλληλα, σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ, τον Σεπτέμβριο κατεγράφη επιδείνωση του οικονομικού κλίματος για τη βιομηχανία και το λιανεμπόριο, γεγονός που δημιουργεί ανησυχία, αφού ο δείκτης προσδοκιών στη βιομηχανία συνιστά έναν πρόδρομο δείκτη για τη βιομηχανική παραγωγή.
Εν τω μεταξύ, το κλίμα για ελληνικά assets επιβαρύνθηκε και από την περίπτωση των πλαστών στοιχείων της Folli Follie αλλά και της Aegean Marine Petroleum. Ειδικά στην περίπτωση της δεύτερης ο θόρυβος που έχει προκαλέσει στο εξωτερικό είναι πολύ μεγάλος. Επίσης ο αντίκτυπος της υπόθεσης Παπαευαγγέλου με τα POS για τη χορήγηση της Golden Visa δεν έχει φανεί στο σύνολό του. Ακόμα και η υπεράνω υποψίας Motor Oil «τιμωρήθηκε» από τους επενδυτές, οι οποίοι ερμήνευσαν ως λανθασμένη στρατηγική την απόφαση του ΔΣ να επενδύσει με τα διαθέσιμα του διυλιστηρίου σε κανάλια και τράπεζες.
Δηλαδή δεν αγοράζει κάποιος άλλα blue chips στο ΧΑ επειδή η Folli είχε  ισολογισμούς-«μαϊμού»; θα ρωτήσει κάποιος. Οχι, αλλά ο αριθμός των ενδιαφερομένων περιορίζεται, και αυτό φαίνεται και στην καθίζηση του τζίρου και των τιμών στο Χρηματιστήριο, είναι η απάντηση.
Επίσης, deals που ήταν κοντά στην ολοκλήρωσή τους παγώνουν ή και ματαιώνονται. Σύμφωνα με πληροφορίες, η Fortress κάνει πίσω στην εξαγορά της ακτοπλοϊκής Attica Συμμετοχών από τη MIG. Το θέμα όμως δεν είναι τι κάνει η Fortress αλλά οι έλληνες επιχειρηματίες. Ολοι διατηρούν τα χρήματά τους στο εξωτερικό. Το εκμυστηρεύονται άλλωστε οι ίδιοι σε κάθε ευκαιρία.

Πώς θα αντιστραφεί η κατάσταση

Τι πρέπει να αλλάξει; Οπως αναφέρουν στο «Βήμα» αναλυτές ξένων οίκων, θα πρέπει να δοθεί ένα ισχυρό σήμα στις αγορές. Αυτό, όπως διευκρινίζουν, θα μπορούσε να είναι η εξεύρεση λύσης σχετικά με το ζήτημα της ενίσχυσης της κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας Πειραιώς, ασχέτως αν έχει εξασφαλίσει παράταση από τους επόπτες. Επίσης, εκτιμούν ότι θα πρέπει να επιχειρηθεί μια έξοδος στις αγορές, έστω κα με μια έκδοση μικρή, της τάξης του 1 δισ. ευρώ.
«Είναι απαραίτητο για την οικονομία μιας χώρας να έχει επικοινωνία με τις αγορές. Η προσφορά του προϊόντος είναι αυτή που θα ωθήσει έναν επενδυτή να πουλήσει κάτι άλλο για να αγοράσει Ελλάδα. Αλλωστε, το επιπλέον κόστος μιας έκδοσης της τάξης του 1 δισ. ευρώ με αυτά τα υψηλά επιτόκια δεν είναι πάνω από 5 εκατ. ευρώ τον χρόνο» τονίζουν χαρακτηριστικά και προσθέτουν ότι «εμβληματικές επενδύσεις όπως αυτή Ελληνικού θα πρέπει επιτέλους να εκκινήσουν ώστε να δημιουργήσουν θέσεις απασχόλησης».

Η σκοτεινή πλευρά της αγοράς

Στην αγορά αναφέρεται εξάλλου ότι δεν έχει περάσει καιρός που οι ορκωτοί ελεγκτές μπορούσαν να «πιστοποιούν» ισολογισμούς με μόνο κίνδυνο να χάσουν την άδειά τους.
Σε άλλες περιπτώσεις, αυξήσεις κεφαλαίων κατευθύνθηκαν αλλού, την ώρα που οι τσέπες αρκετών επιχειρηματιών ήταν «συνδεδεμένες με το ταμείο». Στις καλές ημέρες, αρκετοί βασικοί μέτοχοι πούλησαν τις μετοχές τους στους μικροεπενδυτές, ενώ όταν οι μετοχές απαξιώθηκαν τις αγόρασαν πίσω υποβάλλοντας δημόσιες προτάσεις κ.ά. Στο πλαίσιο αυτό, στην αγορά λέγεται ότι δεν θα πρέπει να αποτελεί «κεραυνό εν αιθρία» το σκάνδαλο Folli Follie, που ανέδειξε τη σκοτεινή πλευρά του ελληνικού επιχειρείν, κάτι που απαιτεί ρηξικέλευθες παρεμβάσεις. Από την άλλη πλευρά, η ρηχή ελληνική αγορά οδηγεί σημαντικές εταιρείες στην έξοδο.
Συνολικά, στα χρόνια της κρίσης 125 εισηγμένες εξαγοράστηκαν, συγχωνεύθηκαν, διαγράφηκαν ή πτώχευσαν, ενώ τον ίδιο δρόμο φέρεται να ακολουθούν οι Μινωικές Γραμμές και η Νexans σε μια στιγμή που η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος και το αρνητικό επενδυτικό κλίμα οδηγούν τις επιχειρήσεις σε στάση αναμονής.
Παράλληλα, η απόφαση του Τιτάνα να μεταφέρει την έδρα του στις Βρυξέλλες, ακολουθώντας τις πρακτικές των Βιοχάλκο, Coca-Cola HBC, ΦΑΓΕ, S&B κ.ά., αυξάνει τους φόβους ότι τα επόμενα χρόνια – αν δεν αλλάξουν δραματικά τα πράγματα – δύσκολα θα μείνουν στη χώρα σημαντικές επιχειρήσεις, αφού οι συνθήκες όσον αφορά το κόστος δανεισμού και τη ρευστότητα δεν μπορούν να συγκριθούν.