Σε άρνηση πραγματικότητας
Οι κινήσεις του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος μεταξύ άλλων απέλυσε τον υπουργό Αμυνας, προκαλούν ανησυχία τόσο για τις πραγματικές του προθέσεις όσο και για το αν θα γίνει ομαλά η μεταβίβαση εξουσίας
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Απέλυσε τον υπουργό Αμυνας Μαρκ Εσπερ μέσω Twitter. Διόρισε έναν έμπιστό του από τον Λευκό Οίκο σε σημαντική θέση στο Πεντάγωνο (Κας Πατέλ) και έδωσε προαγωγή σε έναν στρατηγό εν αποστρατεία (Αντονι Τάτα) ο οποίος είχε ανυπόστατα χαρακτηρίσει τρομοκράτη τον Μπαράκ Ομπάμα. Τρεις ημέρες μετά την ηχηρή του ήττα στις αμερικανικές εκλογές που χαρακτήρισε ανέντιμες, ο Ντόναλντ Τραμπ κατάφερε να καθηλώσει και πάλι την πολιτική σκηνή στην Ουάσιγκτον.
«Εάν βλέπαμε σε οποιαδήποτε άλλη χώρα έναν πρόεδρο να αρνείται να δεχθεί τα αποτελέσματα κι έπειτα να απολύει τον υπουργό Αμυνας, θα μπορούσαμε να φανταστούμε (σ.σ.: τους δημοσιογράφους) να γράφουν ότι πρόκειται για πραξικόπημα» αναφέρει η Αν Μαρί Σλότερ, πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ στους «Financial Times».
Δείχνει ότι αδυνατεί
να αποδεχθεί την ήττα
Ο Τραμπ δεν παραβιάζει κανέναν νόμο, καθότι εξακολουθεί να παραμένει αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων. Ωστόσο η υπερκινητικότητα των τελευταίων ημερών γεννά ανησυχίες στη χώρα. Η στάση του δείχνει πως αδυνατεί να συμβιβαστεί με τη δημοκρατική διαδικασία και πιστεύει ότι, όπως στις επιχειρήσεις του, μπορεί να ακολουθεί παρελκυστικές πρακτικές στη μάχη αμφισβήτησης της κάλπης.
Μέχρι σήμερα οι εκλογές δεν έχουν ολοκληρωθεί επίσημα. Οι εκλέκτορες θα συνεδριάσουν στις 14 Δεκεμβρίου για να ψηφίσουν τον νέο πρόεδρο. Στις 6 Ιανουαρίου το Κογκρέσο συνεδριάζει για να αποδεχθεί το αποτέλεσμα, ώστε στις 20 του ίδιου μήνα, όπως ορίζει το αμερικανικό Σύνταγμα, ο Τζο Μπάιντεν να ορκιστεί πρόεδρος.
Αναλυτές προβλέπουν ότι ο Τραμπ θα κάνει τα πάντα για να φρενάρει τη μετάβαση της εξουσίας η οποία θα εκκινήσει μόλις η ομοσπονδιακή αρχή GSA (Γενική Διοίκηση Υπηρεσιών) κατονομάσει τον νικητή των εκλογών.
Η GSA αναγνωρίζει έναν προεδρικό υποψήφιο ως νικητή όταν καταστεί σαφές ποιος έχει κερδίσει τις εκλογές και έτσι ξεκινάει η μετάβαση της εξουσίας. Παρά το γεγονός ότι όλα τα αμερικανικά δίκτυα ανακήρυξαν πριν από εννέα ημέρες ξεκάθαρο νικητή τον Μπάιντεν, η GSA καθυστερεί να τον αναγνωρίσει ως νικητή.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ομάδα Μπάιντεν δεν μπορεί να έχει δυνατότητα πρόσβασης ούτε σε κυβερνητικά κονδύλια ούτε σε ενημερώσεις για θέματα των μυστικών υπηρεσιών ούτε σε συναντήσεις με αξιωματούχους άλλων υπηρεσιών έτσι ώστε να προετοιμαστεί επαρκώς μέχρι την επίσημη ανάληψη των καθηκόντων.
Στο μεταξύ, εκλογικοί αξιωματούχοι σε όλη τη χώρα επαναλαμβάνουν σε όλους τους τόνους αυτό που ο Τραμπ αρνείται να ακούσει: πως δεν υφίσταται καμία απόδειξη νοθείας στις κάλπες. Από την πλευρά τους, νομικοί εμπειρογνώμονες θεωρούν ότι κάθε δικαστική προσφυγή του Τραμπ είναι καταδικασμένη να αποτύχει.
Μέχρι και σήμερα ο ίδιος όχι μόνο αρνείται να παραδεχθεί την ήττα του, αλλά εξακολουθεί να διασπείρει ανακρίβειες σχετικά με τη διαδικασία καταμέτρησης, να υποβάλλει αγωγές σε μια επίδειξη «αντιδημοκρατικής συμπεριφοράς, μια απόπειρα καταπάτησης της λαϊκής βούλησης, αγνόησης των νόμων και παράνομης κατάληψης της εξουσίας», σχολιάζει ο Ντέιβιντ Λέονχαρντ. Ο αρθρογράφος των «New York Times» εκτιμά ότι «οι προσπάθειες του Τραμπ πιθανότατα θα αποτύχουν, όμως δεν έχουν όμοιό τους σε ό,τι κι αν έχουν ζήσει οι Αμερικανοί».
Θυμίζει τακτική
αυταρχικών ηγετών
Ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Freedom House Μάικλ Αμπράμοβιτς σχολιάζει ότι «αυτό που βλέπουμε την τελευταία εβδομάδα από τον πρόεδρο μοιάζει περισσότερο με την τακτική των αυταρχικών ηγετών. Δεν φανταζόμουν ποτέ να δω κάτι τέτοιο στην Αμερική».
Ο δημοσιογράφος Αντριου Χίγκινγκς των «New York Times» το πάει ένα βήμα παραπέρα, παρομοιάζοντας τις τακτικές που έχει υιοθετήσει ο Τραμπ με αυτές δικτατόρων «όπως ο Ρόμπερτ Μουγκάμπε της Ζιμπάμπουε, ο Νικολάς Μαδούρο της Βενεζουέλας και ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς της Σερβίας»!
Ακόμα και οι σύμβουλοι του Τραμπ θεωρούν βέβαιο ότι το αποτέλεσμα των εκλογών δεν πρόκειται να αλλάξει, την ώρα που – σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Washington Post» – ο αμερικανός πρόεδρος μιλάει συνεχώς στο τηλέφωνο, προσπαθώντας «να βρει κάποιον που θα του πει καλά νέα». Η μαρτυρία ανήκει σε άτομο του περιβάλλοντός του που μίλησε ανώνυμα στην εφημερίδα, λέγοντας μάλιστα ότι ο Τραμπ εξέφρασε την πρόθεση να βάλει υποψηφιότητα ξανά το 2024. Τα στοιχήματα στο μεταξύ δίνουν και παίρνουν για το αν θα παραβρεθεί, ως είθισται, στην τελετή ορκωμοσίας του διαδόχου του. Προς το παρόν όλοι ποντάρουν πως θα λάμψει διά της απουσίας του.
Από τον συντηρητισμό στον εθνολαϊκισμό
Ο τραμπισμός δεν είναι παροδικό φαινόμενο, όπως δείχνει το ρεκόρ ψήφων που συγκέντρωσε ο Ντόναλντ Τραμπ (περίπου 72 εκατ. ψήφοι), το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ιστορία μετά τον Τζο Μπάιντεν (περίπου 77 εκατ. ψήφοι) – και οι δύο έσπασαν το ρεκόρ που κατείχε ο Μπαράκ Ομπάμα (περίπου 69 εκατ.). Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δεν μπορεί να αγνοήσει τους ψηφοφόρους του, πόσω μάλλον αν ο Τραμπ δεν αποσυρθεί από το προσκήνιο αρκούμενος σε διακριτικές παρεμβάσεις όπως οι υπόλοιποι πρώην πρόεδροι.
Πολλά θα εξαρτηθούν για το ιδεολογικό μέλλον του κόμματος από το τι θα κάνει ο Τραμπ μετά τον Λευκό Οίκο. Ανάμεσα στις προβλέψεις που κυκλοφορούν, επικρατέστερες είναι ότι θα διεκδικήσει πάλι την προεδρία το 2024 (το έχει κάνει μόνος ένας πρόεδρος στο παρελθόν, ο Γκρόβερ Κλίβελαντ το 1885 και το 1893, καθώς το Σύνταγμα αναφέρει το όριο των δύο θητειών χωρίς να προσδιορίζει ότι πρέπει να είναι συνεχόμενες) ή ότι θα ανοίξει δικό του κανάλι στα πρότυπα του Fox.
«Ο Ντόναλντ Τραμπ πήρε περισσότερες ψήφους απ’ όσες κάθε Ρεπουμπλικανός στην Ιστορία. Θα παραμείνει ισχυρή δύναμη ανάμεσα στους συντηρητικούς. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα παραμένει δικό του» έγραψαν οι «New York Times».
Επί τέσσερα χρόνια, ο Τραμπ είχε την αφοσίωση των Ρεπουμπλικανών βουλευτών, γερουσιαστών και κυβερνητών. Ακόμα και σήμερα, που έχει ηττηθεί στις εκλογές και αρνείται να το παραδεχθεί, οι περισσότεροι δεν βγαίνουν να τον αντικρούσουν.
Μερικοί παρατηρητές βλέπουν μια μάχη για τη μελλοντική κατεύθυνση του κόμματος να σιγοβράζει. Από τη μια πλευρά, μετριοπαθείς όπως ο γερουσιαστής Μιτ Ρόμνεϊ και ο κυβερνήτης του Μέριλαντ Λάρι Χόγκαν. Από την άλλη, πολιτικοί αποφασισμένοι να συνεχίσουν στον δρόμο του τραμπισμού, όπως οι γερουσιαστές Τεντ Κρουζ, Λίντσεϊ Γκράχαμ και Τομ Κότον και ο κυβερνήτης της Φλόριδας Ρον Ντε Σάντις. Ορισμένοι αναγνωρίζουν στους δεύτερους πραγματισμό: ο τραμπισμός αναμένεται να διογκωθεί στη βάση λόγω μιας δυσλειτουργικής κυβέρνησης με τον Λευκό Οίκο Δημοκρατικό και τη Γερουσία μάλλον Ρεπουμπλικανική (θα φανεί στις επαναληπτικές εκλογές για τη Γερουσία στη Τζόρτζια στις 5 Ιανουαρίου) ή, θα διογκωθεί ακόμη περισσότερο, αν η Κάμαλα Χάρις, μια μαύρη γυναίκα, διαδεχθεί τον Μπάιντεν.
Ο τραμπισμός έστριψε το κόμμα από τον παραδοσιακό συντηρητισμό στον εθνολαϊκισμό. «Το μέλλον του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος είναι αδιαχώριστο από τον Τραμπ. Διότι οι παλαιές ιδέες, ο νεοσυντηρητισμός του Τζορτζ Μπους ή ο οικονομικός φιλελευθερισμός του Ρόναλντ Ρίγκαν, το ελεύθερο εμπόριο, η εύκολη μετανάστευση, η ελεύθερη αγορά και οι μειώσεις φόρων, αυτού του είδους ο συντηρητισμός δεν πρόκειται να κερδίσει εκλογές» είπε ο ιστορικός Νίαλ Φέργκιουσον στο CNBC.
«Ο τραμπισμός, το κίνημα, θα διαρκέσει» προέβλεψε ο νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν. «Αποδεικνύεται ότι αγγίζει ορισμένες βαθιά ριζωμένες δυσαρέσκειες».
Σύγκρουση κεντρώων – αριστερής πτέρυγας
Ο Τζο Μπάιντεν πέτυχε ιστορική νίκη αλλά το Δημοκρατικό Κόμμα είναι διχασμένο ανάμεσα στη μετριοπαθή και στην αριστερή πτέρυγα. Οι δύο αυτές εσωκομματικές τάσεις έκαναν ανακωχή επί προεδρίας Ομπάμα, ιδίως τα τελευταία χρόνια που οι Ρεπουμπλικανοί είχαν πάρει τον έλεγχο της Γερουσίας και δυσκόλευαν πολύ το έργο του Δημοκρατικού προέδρου. Η ανακωχή συνεχίστηκε και προεκλογικά, καθώς όλοι εργάστηκαν για τον κοινό σκοπό να φύγει ο Τραμπ.
Δύσκολα θα κρατήσει. Ενδεικτικό είναι ότι για κόμμα που σημείωσε εκλογική νίκη τα μαχαίρια βγήκαν πολύ νωρίς. Η νίκη βέβαια δεν είναι συνολική, όπως περίμεναν: μόλις που κατάφεραν να κρατήσουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων χάνοντας αρκετές έδρες ενώ για να πάρουν τη Γερουσία χρειάζονται δύσκολη διπλή νίκη στις επαναληπτικές εκλογές για τις δύο έδρες γερουσιαστών της Τζόρτζια.
Πολλοί προοδευτικοί Δημοκρατικοί θεωρούν λανθασμένη την υποχωρητική στάση της αριστερής πτέρυγάς τους επί προεδρίας Ομπάμα και δηλώνουν αποφασισμένοι να μην επαναλάβουν το ίδιο λάθος και να απαιτήσουν από τον Μπάιντεν αριστερές πολιτικές από την αρχή. Από την άλλη πλευρά, οι μετριοπαθείς κεντρώοι του κόμματος φορτώνουν τις κακές επιδόσεις Δημοκρατικών υποψηφίων για το Κογκρέσο ακριβώς στην ύπαρξη της αριστερής πτέρυγας που τρομάζει τους κεντρώους ψηφοφόρους στους οποίους η τραμπική Δεξιά παρουσιάζει τους προοδευτικούς Δημοκρατικούς σαν «σοσιαλιστές» μπαμπούλες.
Κορυφαίοι εκφραστές της προοδευτικής πτέρυγας είναι η βουλευτής Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ και οι υπόλοιπες βουλευτίνες της λεγόμενης «Ομάδας» (Squad) Ιλχάν Ομάρ, Αγιάνα Πρέσλι και Ρασίντα Ταλίμπ καθώς και οι γερουσιαστές Μπέρνι Σάντερς και Ελίζαμπεθ Γουόρεν. Στη μετριοπαθή πτέρυγα, οι κυριότεροι εκφραστές είναι ο Μπάιντεν και η πρόεδρος της Βουλής Νάνσι Πελόζι.
Χαρακτηριστικό της εσωκομματικής κατάστασης είναι η έντονη διαφωνία που ξέσπασε ανάμεσα σε κεντρώους και προοδευτικούς Δημοκρατικούς βουλευτές στη διάρκεια τηλεδιάσκεψης για να συζητηθούν τα αποτελέσματα των εκλογών. Στη θυελλώδη αυτή τηλεδιάσκεψη, που διήρκεσε περισσότερες από τρεις ώρες, οι μετριοπαθείς κατηγόρησαν τις ιδέες των αριστερών για την απώλεια βουλευτικών εδρών.
«Η εχθροπάθεια που εκφράστηκε στην τηλεδιάσκεψη θα ενταθεί το 2021, όταν το κόμμα θα αντιμετωπίσει το δυσκολότερο έργο τού να ενωθεί για να περάσει νόμους», προβλέπει η «Washington Post».
Σύμφωνα με αμερικανούς αναλυτές, οι πρώτες ενδείξεις είναι ότι παρά τις αποτυχίες στο Κογκρέσο η εκλογή Μπάιντεν έχει ενθαρρύνει την αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών να απαιτήσει αριστερές πολιτικές στην Υγεία και στην οικονομία. Προοδευτικοί Δημοκρατικοί αναμένουν τον διορισμό δικών τους σε καίριες κυβερνητικές θέσεις και τον αποκλεισμό ατόμων που προέρχονται από τη Γουόλ Στριτ και τα διάφορα λόμπι.
Μετριοπαθείς συμβουλεύουν τον Μπάιντεν να ξεκινήσει με προτάσεις αποδεκτές και από τις δύο πτέρυγες του κόμματος, όπως την αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου στα 15 δολάρια. Αλλωστε ο Μπάιντεν πρέπει να μην «τρομάξει» τους ψηφοφόρους της Τζόρτζια με πολιτικές που οι Ρεπουμπλικανοί θα παρουσιάσουν ως «ακραία σοσιαλιστικές» στις κρίσιμες εκλογές της 5ης Ιανουαρίου.

