Ρωσοκινεζική «συμμαχία» με αστερίσκους
Στη λογική της ρήσης «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» φαίνεται να κινείται, αλλά με προσοχή, το Πεκίνο, το οποίο έχει μεγάλα οικονομικά συμφέροντα στην Ευρώπη – Η στενή οικονομική συνεργασία με τη Μόσχα, τα γεωπολιτικά σχέδια της κινεζικής ηγεσίας και το «αγκάθι» της Ταϊβάν
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Η εισβολή του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία δεν αποτελεί μόνο απόδειξη της ραγδαίας επιδείνωσης των διεθνών σχέσεων, αλλά εγκαινιάζει και μια νέα εποχή ξεκάθαρης αμφισβήτησής τους. Η ωμή στρατιωτική βία, η παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας, η απειλή χρήσης πυρηνικών καταστρατηγούν διεθνείς κανόνες και συνθήκες, ανατρέπουν άρδην την τάξη πραγμάτων και βάζουν σε αχαρτογράφητα νερά ολόκληρο τον πλανήτη.
Σε αυτή την επικίνδυνη εποχή που έχει ανατείλει, τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι πολλά. Τι είδους γεωπολιτικές ορέξεις ανοίγει η επίδειξη σκληρής ισχύος του Πούτιν για άλλες χώρες πέραν του εξ ανατολών, δικού μας γείτονα; Θα μπορούσε η κρίση στην Ουκρανία να προκαλέσει ντόμινο στην Ασία, μια περιοχή όπου έχει μετατοπιστεί το γεωπολιτικό ενδιαφέρον ΗΠΑ και δυτικών συμμάχων; Πώς θα διαμορφωθούν οι σχέσεις της απομονωμένης πια Ρωσίας με μια Κίνα που διεκδικεί δυναμικά καίρια θέση στο διεθνές στερέωμα;
Σχέση συμφέροντος
Ανατρέχοντας στην Ιστορία, μόνιμος στρατηγικός εφιάλτης των ΗΠΑ ήταν μια ενδεχόμενη συμμαχία Ρωσίας – Κίνας. Σε μεγάλο βαθμό, στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η Ουάσιγκτον είχε πετύχει να κρατά σε απόσταση τις δύο χώρες. Μεταξύ τους άλλωστε, υπήρχε ελάχιστη συνεργασία ή ευθυγράμμιση και τα συμφέροντά τους ήταν αντικρουόμενα.
Η οικονομική άνοδος της Κίνας στις αρχές του 21ου αιώνα που συνέπεσε με την προεδρία του Πούτιν στη Ρωσία, άλλαξε άρδην τα δεδομένα. Ο ασιατικός γίγαντας απαιτούσε μεγάλες ποσότητες ορυκτών καυσίμων που του εξασφάλιζε η Μόσχα, ενώ το Πεκίνο ήταν ανεκτικό στο γεγονός ότι ο Πούτιν διεκδικούσε μεγαλύτερη επιρροή στην πρώην ζώνη της Ανατολικής Ευρώπης. Οι δύο χώρες ήρθαν κοντά και αυτή η προσέγγιση πριμοδοτήθηκε και από τη συνάφεια των πολιτικών τους συστημάτων – ρητά αυταρχικό της Κίνας, κατ’ επίφαση δημοκρατικό για τη Ρωσία.
Εξι μέρες πριν από την έναρξη της στρατιωτικής επιχείρησης του Πούτιν στην Ουκρανία, η Μόσχα σφράγισε τις σινο-ρωσικές σχέσεις με την πώληση 100 εκατομμυρίων τόνων άνθρακα στην Κίνα. Οταν δε, ανακοινώθηκαν οι δυτικές κυρώσεις κατά της Μόσχας, η εταιρεία φυσικού αερίου Gazprom υπέγραψε σύμβαση-μαμούθ με το Πεκίνο για την προμήθεια φυσικού αερίου. Το μήνυμα της Ρωσίας ήταν ξεκάθαρο. Η χώρα δεν φοβάται τον οικονομικό στραγγαλισμό, διότι διαθέτει έναν από τους ισχυρότερους παγκόσμιους πελάτες που μπορεί να της προσφέρει «μαξιλάρι» έναντι των κυρώσεων.
Στην πραγματικότητα, ο πόλεμος στην Ουκρανία που είναι άγνωστο πότε θα τελειώσει, φέρνει σε αμηχανία την Κίνα, καθώς βλέπει να θέτει σε κίνδυνο τα οικονομικά της συμφέροντα, τα οποία περνούν μέσα από πλήθος επενδύσεων και υποδομών στην περιοχή της Ευρασίας. Ομως, στο πλαίσιο διατήρησης της στρατηγικής εταιρικής τους σχέσης, η κινεζική ηγεσία δεν είναι ανοιχτά επικριτική προς τη Μόσχα.
Το μέτωπο της Ταϊβάν
Υπό αυτό το πρίσμα, το σενάριο που ακούγεται ολοένα και πιο συχνά τις τελευταίες μέρες, ότι η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία ανοίγει τις ορέξεις στο Πεκίνο να στείλει στρατό στην αποσχισθείσα Ταϊβάν – την οποία εδώ και χρόνια απειλεί με τη χρήση στρατιωτικής βίας – δεν φαίνεται ορατό επί του παρόντος. Αν και συμπεριφορές όπως αυτή του Πούτιν δημιουργούν προηγούμενα, κινητοποιώντας τους παίκτες και βάζοντας σε σκέψη όσους επεξεργάζονται σενάρια υλοποίησης εθνικών στόχων, νηφάλιοι αναλυτές επισημαίνουν ότι η Κίνα δεν θα παρασυρθεί από τις στρατιωτικές συγκρούσεις στην Ουκρανία.
Είναι μεγάλος ο κίνδυνος να διακινδυνεύσει έναν τόσο δαπανηρό και αιματηρό πόλεμο στην περιοχή της. Να διολισθήσει σε μια σύρραξη που θα εμπλέξει άμεσα τις Ηνωμένες Πολιτείες και κατά συνέπεια να εμπλακεί σε στρατιωτικές επιχειρήσεις που θα έχουν απρόβλεπτες προεκτάσεις. Ο Ρότζερ Μπέικερ της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Stratfor προσυπογράφει τον παραπάνω συλλογισμό σε πρόσφατο άρθρο του, τονίζοντας πως «στον 21ο αιώνα, η Κίνα επιδιώκει την πολιτική εξουσία μέσω οικονομικών και όχι στρατιωτικών εργαλείων. Δεν είναι απαραίτητο να κατακτήσει γείτονες ή και πιο απομακρυσμένες περιοχές».
Παγιδευμένη στο στάτους της αναδυόμενης χώρας
Μία ημέρα μετά τον θάνατο ενός ινδού φοιτητή που σκοτώθηκε στη διάρκεια βομβαρδισμού στο Χάρκοβο της Ανατολικής Ουκρανίας, η αντιπολίτευση στην Ινδία ζητούσε μετ’ επιτάσεως από την κυβέρνηση να καταδικάσει τη ρωσική εισβολή. Δημόσια και μέχρι σήμερα τουλάχιστον, δεν το έχει πράξει. Αντίθετα, η χώρα απείχε από την ψηφοφορία στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών που καταδίκασε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Την ίδια ώρα όμως, σε μια σαφή υιοθέτηση πολιτικής ίσων αποστάσεων, ο ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι στην τηλεφωνική του επικοινωνία με τον πολωνό πρόεδρο Αντρέι Ντούντα τόνισε τη σπουδαιότητα να γίνονται σεβαστές η εθνική κυριαρχία και η εδαφική ακεραιότητα των εθνών.
Είναι γνωστό ότι οι σχέσεις Ρωσίας – Ινδίας έχουν σφυρηλατηθεί από την εποχή του Ψυχρού πολέμου, με την πρώτη να έχει επί μακρόν στηρίξει την Ινδία σε κρίσιμα ζητήματα, μεταξύ των οποίων και στη διαφιλονικούμενη περιοχή του Κασμίρ. Επίσης, μεγάλο μέρος του οπλοστασίου της Ινδίας είναι ρωσικό, η Μόσχα μοιράζεται στρατιωτική τεχνογνωσία με το Νέο Δελχί, ενώ η συνεργασία τους επεκτείνεται δυναμικά στην ενέργεια, στην έρευνα και στο εμπόριο.
Η στενή διμερής σχέση εξηγεί εν μέρει την απροθυμία Μόντι να ταχθεί απερίφραστα κατά της αναθεωρητικής πολιτικής του ρώσου προέδρου. Βλέποντας ωστόσο τη μεγάλη εικόνα πιο προσεκτικά, η Ινδία μπορεί να είναι μια παγκόσμια δύναμη και μάλιστα στο γεωπολιτικό επίκεντρο του 21ου αιώνα, αλλά βρίσκεται ακόμα παγιδευμένη στο στάτους της αναδυόμενης χώρας. Γεγονός που σημαίνει ότι είτε δεν τολμά είτε δεν επιθυμεί να αναλάβει ευθύνες σε παγκόσμιο επίπεδο.

