Μια υπερήλικη γυναίκα, με θυελλώδη ζωή, που διέσχισε τον 20ό αιώνα και είναι ακόμη… ζωντανή. Αυτή είναι η «Ρένα» που γεννήθηκε από την πένα του Αύγουστου Κορτώ (εκδόσεις Πατάκη, 2017) και τώρα μεταφέρεται στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Πόρνη από τα δώδεκά της, κόρη πόρνης, η Ρένα είναι ένα πρόσωπο αληθινό και εξωπραγματικό μαζί, μια μορφή που περπάτησε χέρι-χέρι με την Ελλάδα και δεν έχει σκοπό να το βάλει κάτω. Γιατί πολύ απλά είναι ερωτευμένη με την ίδια τη ζωή.

Η ιδέα για τη θεατρική της μεταφορά οφείλεται στην Υρώ Μανέ που διαβάζοντας το μυθιστόρημα θέλησε να βρει έναν τρόπο να την ερμηνεύσει. Τη διασκευή που ανέλαβε ο Στέλιος Χατζηαδαμίδης, και της οποίας το τελικό κείμενο προέκυψε μέσα από τις πρόβες, σκηνοθετεί η Νικαίτη Κοντούρη.

Μέσα σε έναν ενιαίο χώρο, με έπιπλα της αισθητικής του ’80, παρακολουθούμε τη Ρένα να ζωντανεύει τη ζωή της και να τη διηγείται σε τρεις νέους άνδρες που γνώρισε στο Athens Gay Parade. Κι είναι οι ίδιοι άνδρες που κατά τη διάρκεια της παράστασης θα γίνουν οι ήρωές της, ο Μάρκος, ο Αλεξανδρινός, ο Βασίλης και όλοι οι άλλοι.

«Αυτό το έργο είναι μια μεγάλη ελπίδα, η επιτομή της αισιοδοξίας για τη ζωή και μαζί η επιτομή της ήττας όλων των προοδευτικών κινημάτων στην Ελλάδα» επισημαίνει η Νικαίτη Κοντούρη. «Είναι μια περιθωριακή, εκδιδόμενη γυναίκα που αν και έχει υποφέρει πολλά, διεκδικεί το δικαίωμα να βιώσει στα άκρα συναισθήματα και δύσκολες περιστάσεις. Διεκδικεί το δικαίωμά της στη ζωή. Αθυρόστομη, όπως και ο συγγραφέας, η Ρένα δεν είναι χυδαία. Κι αν δεν ήταν τόσο ακραία η σύλληψη της ηρωίδας, θα μπορούσε να είναι και ο μέσος άνθρωπος, που λέει αλήθειες, έχοντας βιώσει στο πετσί του τον 20ό αιώνα. Μαζί σηματοδοτεί και μια πληγή που άνοιξε στην Ελλάδα και τη χώρισε στα δύο – και δεν λέει να κλείσει» καταλήγει η σκηνοθέτρια.

Ιδεολογία από έρωτα

Για την Υρώ Μανέ η Ρένα ανήκει σε αυτά τα άτομα του περιθωρίου που συναντάς μια φορά στη ζωή σου (ή ποτέ) και μπορεί να σε καθορίσουν.

«Είναι υπαρκτό πρόσωπο ή προϊόν μυθοπλασίας, αναρωτήθηκα» λέει η ηθοποιός και εξηγεί ότι «δεν είναι η ματιά ενός ανθρώπου μέσα στο σύστημα ή μέσα στο κόμμα, ούτε εκείνου που αγωνίζεται. Είναι η ματιά μιας γυναίκας που ερωτεύθηκε έναν αριστερό, τον Μάρκο, και φτιάχνει μια δική της ιδεολογία επηρεασμένη από τον έρωτά της. Τον αγάπησε βαθιά. Εκείνος την παντρεύτηκε αλλά την άφησε για να υπηρετήσει έναν μεγάλο σκοπό, μια ιδέα. Κι αυτό την εξύψωσε».

Και συμπληρώνει: «Πλάσμα του περιθωρίου, πρέπει να τη δεις μέσα από το συγκεκριμένο πρίσμα και τη συγκεκριμένη εποχή, να ακούσεις τα θέλω και τα γιατί της, την παραδοχή και τη συνειδητοποίηση ότι είναι μια αγράμματη, μια πόρνη χωρίς νταβατζή, που έζησε μέσα στα σπίτια, για να είναι προστατευμένη.

Εχει τσαμπουκά η Ρένα, και μια αισιοδοξία για τη ζωή. Ξέρει ποια είναι αλλά δεν ξεχνά και την αθωότητα που έχει πάνω της, σαν να μην την πότισε η δουλειά της πόρνης, να μην την αλλοτρίωσε. Την καθορίζει η αγάπη της για τη ζωή και ονειρεύεται να δει άλλο ένα χάραμα, να πιει τον καφέ της και να κάνει τσιγάρο. Γι’ αυτό και άντεξε, παρά τις κακουχίες. Κι όπως η ίδια διέσχισε τον 20ό αιώνα, θυμίζει την Ελλάδα, που χτυπιέται και ξανά προς τη δόξα τραβά, γιατί βγήκε νικήτρια ζώντας κάτι που την ξεπέρασε».