Προτεραιότητα στη «γεωργία ακριβείας» και στα ποιοτικά προϊόντα
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Η επέκταση του υποδείγματος της βιομηχανικής γεωργίας, αφού δοκιμάστηκε στις αναπτυγμένες χώρες του Δυτικού κόσμου επεκτείνεται σήμερα, με πολύ πιο βίαιο τρόπο, σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες. Οι υιοθετούμενες μέθοδοι και τρόποι παραγωγής βρίσκονται ανοιχτά πια σε μια εντεινόμενη σχέση αλληλεπίδρασης με την κλιματική αλλαγή και την καταστροφή οικοσυστημάτων.
Πέραν από την περιβαλλοντική τους διάσταση οι εξελίξεις αυτές ασκούν όλο και μεγαλύτερες επιδράσεις στην δημόσια υγεία. Είναι πλέον γνωστό πως ασθένειες όπως η Εμπολα, η SARS, o HIV και πιθανότατα η COVID-19 αποτελούν ασθένειες οι οποίες έχουν προκληθεί από το πέρασμα ιώσεων οι οποίες πρώτα εμφανίστηκαν στα ζώα χωρίς αναγκαστικά να επηρεάζουν τη δική τους υγεία και στη συνέχεια μεταδόθηκαν στον άνθρωπο. Παράγοντες όπως η κλιματική αλλαγή και η καταστροφή των οικοσυστημάτων στους οποίους αναφερθήκαμε έχουν ευνοήσει τη στενότερη επαφή παθογόνων μηχανισμών και ζωονόσων με τον άνθρωπο και οδηγήσει στην εμφάνιση νέων ασθενειών.
Οι συνεχώς αυξανόμενες διατροφικές ανάγκες του παγκόσμιου πληθυσμού και η προϊούσα ενσωμάτωση αναπτυσσόμενων χωρών του τρίτου κόσμου στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, σε συνδυασμό με τις δυνατότητες ανάπτυξης του τεράστιου παραγωγικού δυναμικού που διαθέτουν, οδήγησαν σε μεθόδους παραγωγής εξαιρετικά εντατικές με ελάχιστο ή και μηδενικό σεβασμό στο περιβάλλον. Είναι γνωστό πως σήμερα σε περιοχές του κόσμου, κλασικό παράδειγμα η Βραζιλία αλλά όχι και το μόνο, έχουμε μια ραγδαία επέκταση της αγροτικής παραγωγής. Μαζί όμως με την εξέλιξη αυτή συντελείται και ένα μοναδικό στην ιστορία περιβαλλοντικό έγκλημα με επιπτώσεις στην παγκόσμια περιβαλλοντική ισορροπία αλλά και όπως φαίνεται στη δημόσια υγεία. Η επιδιωκόμενη στις χώρες αυτές αύξηση της παραγωγής είτε μέσω της αύξησης των πόρων που διαθέτουν (αποδάσωση και επέκταση της καλλιεργήσιμης γης) είτε με την αλόγιστη χρήση φαρμάκων, ζιζανιοκτόνων, αντιβιοτικών και ορμονών, με στόχο την αύξηση των αποδόσεων και της παραγωγής, παραγωγικότητας έχει εξαιρετικά υψηλό κόστος για το περιβάλλον, για το κλίμα, για τη βιοποικιλότητα και τη βιοασφάλεια.
Σε κάποια απόσταση από τις εξελίξεις αυτές στον ευρωπαϊκό χώρο έχει ανοίξει εδώ και τρεις τουλάχιστον δεκαετίες η συζήτηση για μια πιο φιλική προς το περιβάλλον γεωργική δραστηριότητα. Η συζήτηση για την αγροτική πολιτική και ειδικότερα για την αγροτική παραγωγή αφορά την οργάνωση και ανάπτυξή τους με τρόπους, οι οποίοι θα συνδράμουν στη σταθεροποίηση του κλίματος, την προστασία της βιοποικιλότητας και την ενίσχυση της οικολογικής ισορροπίας. Η ικανοποίηση αυτών των επιδιώξεων προφανώς αποβλέπει σε θετικές επιδράσεις στη δημόσια υγεία.
Στην Ελλάδα τα προβλήματα είναι ακόμα μικρότερα, διότι αν εξαιρέσουμε ορισμένους κλάδους της κτηνοτροφίας, κατά κύριο λόγο την πτηνοτροφία και λιγότερο τη χοιροτροφία, η γεωργική παραγωγή γίνεται με συγκριτικά λιγότερο εντατικές μορφές. Παρ’ όλα αυτά η χώρα αντιμετωπίζει το πρόβλημα αφενός μεν της διατήρησης της μαζικής παραγωγής βασικών ομοιογενών προϊόντων (μεγάλες καλλιέργειες) ειδικά στις πεδινές περιοχές της χώρας, αλλά από την άλλη έχει και τη δυνατότητα της περαιτέρω ενίσχυσης της παραγωγής διαφοροποιημένων ποιοτικών προϊόντων, κάτι που συνήθως αποτελεί αντικείμενο παραγωγής των μικρότερων γεωργικών εκμεταλλεύσεων.
Σε σχέση με αυτό το δίπολο που χαρακτηρίζει την ελληνική γεωργία, δηλαδή μαζική παραγωγή ομογενοποιημένων προϊόντων έναντι της παραγωγής διαφοροποιημένων γεωργικών προϊόντων, η χώρα μπορεί να ακολουθήσει μια πολιτική κατά κύριο λόγο μείωσης του κόστους για την πρώτη κατηγορία παραγωγής και περαιτέρω ενίσχυσης πολιτικών υποστήριξης της παραγωγής ποιοτικών προϊόντων με γεωγραφική ένδειξη και ονομασία προέλευσης για τη δεύτερη.
Σήμερα, μετά την επέλαση της πανδημίας COVID-19 αλλά και τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης με σκοπό την αντιμετώπιση των επιπτώσεών της στην οικονομία, ανοίγονται νέες δυνατότητες για στήριξη της ελληνικής αγροτικής παραγωγής και στους δύο τομείς στους οποίους αναφερθήκαμε, τόσο στη μαζική παραγωγή ομοιογενών προϊόντων όσο και στην παραγωγή διαφοροποιημένων προϊόντων με συγκεκριμένη γεωγραφική ένδειξη και πιστοποιημένη ταυτότητα.
Οσον αφορά την πρώτη κατηγορία, η χρήση νέων τεχνολογιών και κυρίως οι μέθοδοι «γεωργίας ακριβείας» μπορούν να συμπιέσουν το κόστος παραγωγής και ταυτόχρονα να μειώσουν το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της παραγωγικής διαδικασίας. Με μεθόδους «γεωργίας ακριβείας» μπορούμε να πετύχουμε μικρότερη σε ποσότητες, αλλά ταυτόχρονα και ουσιαστικότερη σε αποτέλεσμα άρδευση αλλά και λιγότερη χρήση φαρμάκων, λιπασμάτων, ζιζανιοκτόνων. Με τον τρόπο αυτόν πετυχαίνουμε μικρότερη αρνητική περιβαλλοντική επίδραση και ταυτόχρονα μείωση του κόστους σε συνδυασμό με αύξηση των αποδόσεων.
Η δεύτερη κατηγορία, αφορά κλάδους παραγωγής με καλύτερη σχέση όσον αφορά τη χρήση φυσικών πόρων, το κλίμα, τη διατήρηση του φυσικού τοπίου και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής της υπαίθρου. Αφορούν την παραγωγή προϊόντων, υψηλής προστιθέμενης αξίας, που απευθύνονται σε καταναλωτές υψηλού εισοδήματος. Δεδομένης της στροφής των καταναλωτών στις χώρες κυρίως στις οποίες εξάγουμε γεωργικά προϊόντα στην κατανάλωση περισσότερο υγιεινών προϊόντων, οι προοπτικές ανάπτυξης της παραγωγής τέτοιων προϊόντων είναι εξαιρετικά θετικές.
Το νέο Ταμείο Ανάκαμψης, απότοκο προϊόν της πανδημίας του κορωνοϊού στην Ευρώπη, θέτει σε προτεραιότητα την ενίσχυση δράσεων και πρακτικών οι οποίες χρησιμοποιούν ψηφιακές τεχνολογίες ή/και έχουν ισχυρή πράσινη διάσταση. Αμφότεροι οι τομείς παραγωγής στους οποίους αναφερθήκαμε μπορούν να κάνουν χρήση των δυνατοτήτων του νέου Ταμείου. Και αυτό γιατί ο στόχος της αποκατάστασης της περιβαλλοντικής ισορροπίας αποτελεί διακηρυγμένη επιλογή πρώτιστης σημασίας. Το ίδιο ισχύει και για μεθόδους παραγωγής οι οποίες επικεντρώνονται σε νέες ψηφιακές τεχνολογίες.
Οι δυνατότητες που ανοίγει για τον αγροτικό τομέα της χώρας μας η δημιουργία του νέου Ταμείου δεν πρέπει να μείνουν ανεκμετάλλευτες.
Ο καθηγητής Στέλιος Δ. Κατρανίδης είναι πρύτανης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

