«Προς τον σύντροφο Στάλιν». Οταν οι ηγέτες του ΚΚΕ έλυναν τις διαφορές τους μέσω Μόσχας
Η έρευνα του ιστορικού Νίκου Παπαδάτου αποκαλύπτει άγνωστα ντοκουμέντα από τα σοβιετικά αρχεία για την περίοδο 1944-1952
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Σημαντικά πρωτογενή αρχειακά τεκμήρια της σοβιετικής περιόδου σχετικά με τις σχέσεις του ΚΚΕ με τη Μόσχα έρχονται στο φως της δημοσιότητας μέσα από το βιβλίο «Ακρως Απόρρητο. Οι σχέσεις ΕΣΣΔ-ΚΚΕ / 1944-1952» των εκδόσεων «ΚΨΜ» που μόλις κυκλοφόρησε. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη ερευνητική συμβολή στην αριστερή ιστοριογραφία του Νίκου Παπαδάτου, διδάκτορα Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Γενεύης, ιστορικού ερευνητή του Διεθνούς Ινστιτούτου Global Studies Institute (GSI, Γενεύη) και επισκέπτη καθηγητή του Κρατικού Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Μόσχας.
Στην ιστορική μελέτη περιέχονται πάνω από 190 ανέκδοτα ντοκουμέντα από τα επτασφράγιστα ρωσικά αρχεία και συγκεκριμένα από τα Αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας και από τα Κρατικά Αρχεία Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ξεχωριστό ενδιαφέρον αποτελούν οι προσωπικοί φάκελοι στελεχών του ΚΚΕ της περιόδου εκείνης, με βιογραφικά στοιχεία, ενημερωτικά σημειώματα προς την ηγεσία του ΚΚΣΕ σχετικά με τη δράση και τις αποφάσεις του κόμματος που σφράγισαν τις εξελίξεις. Ακόμη πολλές επιστολές του Μάρκου Βαφειάδη προς τους σοβιετικούς κατά του Νίκου Ζαχαριάδη, όπως και στενογραφημένες συνομιλίες και πρακτικά των ανακαταγραφών δυο κορυφαίων στελεχών που έπαιξαν κομβικό ρόλο στην ηγεσία του ΚΚΕ την περίοδο της Κατοχής, του Γιάννη Ιωαννίδη και του Βασίλη Μπαρτζιώτα, επιστολές και σημειώματα σχετικά με τις κατηγορίες και τον ρόλο που αποδίδονταν σε ηγετικά στελέχη, όπως ο Γιώργης Σιάντος και ο Κώστας Καραγιώργης κ.ά.
Το βιβλίο δεν αποτελεί μια απλή παράθεση ντοκουμέντων της τραγικής εκείνης περιόδου αλλά επιχειρεί μια βαθιά ενδοσκόπηση μέσω αυτών στις εύθραυστες – και μοιραίες – ισορροπίες μεταξύ του ΚΚΕ υπό τον Ζαχαριάδη και του ΚΚΣΕ υπό τον Στάλιν. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι εκτός των εγγράφων που απευθύνονταν προσωπικά στον Στάλιν, πλειάδα ενημερωτικών σημειωμάτων, αναφορών, αιτημάτων, επιστολών, πρακτικών συνομιλιών κ.λπ. που αποστέλλονταν στο «αδελφό» κόμμα, κατέληγαν μέσω της αρμόδιας Επιτροπής Εξωτερικής Πολιτικής της ΚΕ του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (μπολσεβίκων) προτού μετονομαστεί σε Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ενωσης (τον Οκτώβριο του 1952 στο 19ο Συνέδριο), προσωπικά στον Στάλιν και κοινοποιούνταν πάντα και στα υπόλοιπα μέλη της «επτάδας»: Μολότοφ, Μαλενκόφ, Μπέρια, Μικογιάν, Καγκανόβιτς και Μπουλγκάνιν – κάποια στιγμή προστέθηκε και ο Χρουστσόφ.
Ο Στάλιν ενημερωνόταν για τα πάντα, ακόμη και για λεπτομέρειες που αφορούσαν την εσωκομματική κατάσταση στο ΚΚΕ, τις αλληλοκατηγορίες στελεχών, κυρίως όμως τις θέσεις στα μείζονα ζητήματα που θα επηρέαζαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τους σχεδιασμούς του, όπως στο θέμα της ένοπλης σύγκρουσης του Δεκέμβρη 1944, της «λαθεμένης» Συμφωνίας της Βάρκιζας, της συμμετοχής του ΚΚΕ στο αστικό πολιτικό «παιχνίδι», της εμφύλιας σύγκρουσης, της στάσης του ΚΚΕ έναντι του Τίτο κ.λπ.
Τα ντοκουμέντα που παρατίθενται καταδεικνύουν το προσωπικό ενδιαφέρον του Στάλιν για την ελληνική υπόθεση και τον κρίσιμο ρόλο που καλούνταν να διαδραματίσει στο πλαίσιο των προτεραιοτήτων της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ στη μεταπολεμική σκακιέρα. Από αυτή την άποψη είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα τα στοιχεία που έρχονται στο φως, παρά το γεγονός, το οποίο επισημαίνει ο κ. Παπαδάτος, ότι τα πλέον κρίσιμα τεκμήρια για τη στάση και τις αποφάσεις των σοβιετικών στα θέματα καμπής παραμένουν ακόμη στο σκοτάδι.
Τα Δεκεμβριανά
και ο Στάλιν
Είναι ενδεικτική η αναφορά του συγγραφέα στην άκρως απόρρητη αναφορά της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα σχετικά με τη συμμετοχή του ΕΑΜ στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, από την οποία προκύπτει, κατά την άποψη των Βρετανών, και ο ρόλος που έπαιζαν οι σοβιετικοί στις εξελίξεις: «Μέσα σε έναν μήνα από την άφιξη της αποστολής του Ποπόφ (σ.σ.: του στρατιωτικού και διπλωμάτη επικεφαλής της Στρατιωτικής Αποστολής της ΕΣΣΔ στην Αθήνα το 1944) στο Γενικό Αρχηγείο του ΕΛΑΣ, τα μέλη της ΠΕΕΑ (σ.σ. της «Κυβέρνησης του Βουνού») ανακοίνωσαν την απόφασή τους να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση Παπανδρέου, την οποία σταθερά κατήγγελλαν από τη Συνδιάσκεψη του Λιβάνου μέχρι τότε». Βέβαια στην ίδια αναφορά διαπιστωνόταν ότι «η ρωσική παρέμβαση δεν μπορεί να θεωρείται ως απολύτως αποδεδειγμένη, αλλά είναι πολύ πιο σίγουρη από ό,τι σε οιαδήποτε άλλη περίπτωση».
Πιθανότατα, όπως παρατηρεί ο κ. Παπαδάτος στην εκτενή εισαγωγή του, η βρετανική ανάλυση να προσεγγίζει την απόλυτη αλήθεια, όμως οι διαπιστώσεις αυτές δεν μπορούν να διασταυρωθούν καθώς τα σχετικά αρχεία του αρμόδιου φορέα πληροφοριών του υπουργείου Αμύνης της ΕΣΣΔ παραμένουν αυστηρά απόρρητα. Οπως προκύπτει από επιστολή της 8ης Ιανουαρίου 1945 που εστάλη στον Μολότοφ από τον συνταγματάρχη Μπολτένκο και τον ταγματάρχη Φιλάτοφ, η Σοβιετική Στρατιωτική Αποστολή είχε στείλει τον Δεκέμβριο του ’44 στη Μόσχα από την Αθήνα σειρά κρυπτογραφημένων μηνυμάτων.
Σε αυτά περιέχονταν άκρως απόρρητες πληροφορίες που όταν κάποτε αποχαρακτηριστούν θα αποκαλύψουν πολλά για τη θέση των σοβιετικών στην ένοπλη σύγκρουση των κομμουνιστών με τους Βρετανούς και συνακόλουθα θα είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε αυτό που επισημαίνει ο συγγραφέας: πώς θα μπορούσαν να συμβιβαστούν οι ειδικότεροι αντικειμενικοί στόχοι του ΚΚΕ στην Ελλάδα (κατάληψη της εξουσίας) με τους γενικότερους στόχους των Συμμάχων (για συντριβή της ναζιστικής Γερμανίας), αλλά και σε προέκταση των ειδικότερων επιδιώξεων των σοβιετικών μέσω του απελευθερωτικού αγώνα που διεξήγαγαν τα κομμουνιστικά κόμματα.
Διαθέσεις ενάντια
στην Αγγλία
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός που παρατίθεται στο βιβλίο σχετικά με την προσπάθεια του ΚΚΕ να διερευνήσει τα περιθώρια βοήθειας σε όπλα και τρόφιμα καθώς και τις διαθέσεις της Σοβιετικής Ενωσης αφού, όπως σημείωνε ο Πέτρος Ρούσσος σε επιστολή του, «η ανοιχτή επέμβαση της Αγγλίας βάζει τον αγώνα μας σε πολύ σοβαρή κατάσταση», προειδοποιώντας ότι «οι διαθέσεις των πλατιών μαζών είναι ενάντια στην Αγγλία». Το ΚΚΕ ζητούσε μέσω της Σόφιας ενημέρωση «αν μπορούμε να περιμένουμε από τους φίλους μας ενεργό παρέμβαση ενάντια στην επέμβαση της Αγγλίας και σε ποιον βαθμό» και επίσης αγωνιούσε να μάθει στην περίπτωση που η Σοβιετική Ενωση «απέχει στην παρούσα φάση της άμεσης παρέμβασης, ποια είναι η συγκεκριμένη συμβουλή σας στη μία ή στην άλλη περίπτωση».
Ο Ντιμιτρόφ, βούλγαρος κομμουνιστής ηγέτης και επικεφαλής μέχρι τη διάλυσή της το 1943 της τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς, ενημέρωσε τη Μόσχα και συγκεκριμένα τον Μολότοφ διατυπώνοντας την άποψη ότι «για να είμαστε προσεκτικοί, δεν πρέπει να απαντήσουμε στο αίτημα του σ. Ρούσσου, αλλά (…) να του δώσουμε να καταλάβει ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας δεν μπορεί να περιμένει άμεση και ενεργή βοήθεια»! Ο Μολότοφ ενημερώνει τον Στάλιν και στο σχετικό έγγραφο υπάρχει η επισήμανση: «Προς τον σ. Στάλιν. Νομίζω ότι δεν πρέπει να δώσουμε απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Β. Μολότοφ. 9/ΧΙΙ/ 44».
Αξίζει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τα βρετανικά αρχεία που επικαλείται ο κ. Παπαδάτος ως δευτερογενείς αρχειακές πηγές στο βιβλίο του, ο Ρούσσος μετέβη στη Σόφια στις 13 Δεκεμβρίου, ενώ στις 18 Δεκεμβρίου «τέθηκε υπό κατ’ οίκον περιορισμό από το Ρωσικό Γενικό Επιτελείο στη Σόφια και την 21η Δεκεμβρίου επέστρεψε, περνώντας τα σύνορα υπό (την επιτήρηση) ρωσικής φρουράς». Οπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας, «το έγγραφο αυτό είναι κομβικής σημασίας, καθώς ο Ρούσσος αποτελούσε πολιτικό καθοδηγητή του ΚΚΕ».
Η λυσσαλέα σύγκρουση Βαφειάδη – Ζαχαριάδη
Οσο λυσσαλέο αγώνα έδινε ο ηγέτης του ΔΣΕ Μάρκος Βαφειάδης κατά του Ζαχαριάδη με τον οποίο είχε συγκρουστεί καταγγέλλοντάς τον ως πράκτορα αρχικά της «αγγλοαμερικανικής κατασκοπείας» και ακολούθως, μετά τη ρήξη Στάλιν – Τίτο, ως συνεργάτη της «συμμορίας του Τίτο», στις πολλές επιστολές που έστελνε στην καθοδήγηση του ΚΚΣΕ και περιέχονται στο εν λόγω βιβλίο, άλλο τόσο επίμονη ήταν η προσπάθεια του Ζαχαριάδη να ξεκαθαριστεί το θέμα των κατηγοριών εναντίον του από τον Στάλιν.
«Από το 1950, όταν οι Βαφειάδης και Παρτσαλίδης διέδωσαν τη γνωστή, λαθεμένη, συκοφαντία εναντίον μου και όταν η ειδική επιτροπή της ΚΕ του ΚΚΣΕ μελέτησε αυτό το ζήτημα, σχεδόν κάθε χρόνο σας κάνω έκκληση και αιτούμαι το ξεκαθάρισμα αυτού του ζητήματος» έγραφε πολύ αργότερα, όταν πια η μοίρα του είχε προσδιοριστεί. Μετά τον θάνατο του Στάλιν και το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ υπό τον Χρουστσόφ, ο Ζαχαριάδης αποκαθηλώθηκε από την ηγεσία του κόμματος, απομονώθηκε και εξορίστηκε στη Σιβηρία όπου και αυτοκτόνησε το 1973.
Ο επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικής Πολιτικής της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ.) Γκριγκοριάν ενημερώνει τον Στάλιν στις 10 Νοεμβρίου 1950 σε άκρως απόρρητο έγγραφο ότι ο Ζαχαριάδης «ζητά την επανεξέταση του ζητήματος των κατηγοριών του Μάρκου Βαφειάδη», ενημερώνοντας τους σοβιετικούς ότι η 3η Συνδιάσκεψη του κόμματος που πραγματοποιήθηκε στο Βουκουρέστι τον προηγούμενο μήνα «συζήτησε το ζήτημα και αναγνώρισε ως αβάσιμες τις κατηγορίες εναντίον του σ. Ζαχαριάδη» και αποφάσισε «να παραπέμψει τον Μάρκο στο στρατοδικείο». «Ο σ. Ζαχαριάδης ζητά να εξεταστεί η υπόθεση του Μάρκου στη Μόσχα» αναφέρει στον Στάλιν ο Γκριγκοριάν. Η απάντηση στον Ζαχαριάδη από τους σοβιετικούς ήταν η ακόλουθη: «Δεδομένου ότι η 3η Συνδιάσκεψη του ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος συζήτησε τα ζητήματα που τίθενται στο γράμμα του σ. Ζαχαριάδη, η ΚΕ του ΠΚΚ (μπ.) δεν θεωρεί σκόπιμη την επανεξέταση αυτών των ζητημάτων και επαναλαμβάνει την άποψή της ότι ο σύντροφος Ζαχαριάδης ως ηγέτης πρέπει να εκπληρώνει τα καθήκοντά του στο ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα». Ενώ σημειωνόταν: «Η ΚΕ του ΠΚΚ (μπ.) δεν βρίσκει κανένα λόγο να διερευνηθεί δικαστικά η υπόθεση του Μάρκου Βαφειάδη».
Οταν ο Γιάννης Ιωαννίδης βρέθηκε στο στόχαστρο του αρχηγού
Ο Ιωαννίδης ήταν οργανωτικός γραμματέας του ΚΚΕ την περίοδο της Κατοχής και αποτελούσε με τον Σιάντο το ηγετικό δίδυμο του κόμματος εκείνη τη μοιραία περίοδο. Στην «ανακαταγραφή» που έγινε το 1952 (μια διαδικασία από την οποία πέρασαν χιλιάδες στελέχη και μέλη του ΚΚΕ που μετά την ήττα του ΔΣΕ βρέθηκαν στην πολιτική προσφυγιά) ο Ιωαννίδης βρέθηκε στο στόχαστρο του Ζαχαριάδη.
«Εγώ τον Σιάντο άργησα να πειστώ ότι είναι χαφιές» έλεγε στη συνεδρίαση της ΚΕ του κόμματος όπου ο Ιωαννίδης πέρασε από κανονική ανάκριση. Αν και, όπως σημείωνε, διαπίστωσε την περίοδο της συνεργασίας τους ότι «είναι μέτριας αξίας άνθρωπος, κουτοπόνηρος, εγωιστής, πεισματάρης, φιλόδοξος, από τον τρόπο που δούλευε, που εκδηλωνόταν», ωστόσο δήλωνε: «Αλλά να βάλω με το μυαλό μου ότι είναι ύποπτος σε καμία περίπτωση δεν μπορούσα να το φανταστώ». Ο Ζαχαριάδης, ο οποίος είχε καταγγείλει τον Σιάντο ως πράκτορα των Βρετανών (αποκαταστάθηκε από το κόμμα μετά την καθαίρεση του Ζαχαριάδη το 1956), αντιμετώπισε τον Ιωαννίδη με άτεγκτο τρόπο. «Οταν γύρισε ο Νίκος από το Νταχάου (σ.σ. τον Μάιο του 1945) και μου έβαλε τέτοιο ζήτημα, εγώ του είπα: Δεν πιστεύω Νίκο. Δεν πείστηκα» επέμενε ο Ιωαννίδης. Είχε προηγηθεί η συντριβή του ΕΛΑΣ στη σύγκρουση του Δεκέμβρη και η ενδοτική Συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945). Για τον Ζαχαριάδη τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα: «Λες ότι πολιτικά τον Σιάντο τον κατάλαβες μέτριο. Πώς τον διατηρούσες αρχηγό του ΕΛΑΣ, του Κόμματος, της κυβέρνησης;» ρωτά τον Ιωαννίδη. «Είχα την ευθιξία. Δεν ήθελα να φανώ ότι ήθελα να γίνω εγώ γραμματέας» του απαντά εκείνος.
Επειτα από πολλές ερωτήσεις που δέχθηκε από τα παριστάμενα μέλη της ΚΕ, μεταξύ των οποίων ο Καρράς, ο Μπαρτζιώτας, ο Γιώτης (Φλωράκης), ο Ρούσσος, ο Βλαντάς, ο Στρίγκος, ο Υφαντής, ο Πολύδωρος, ο Πορφυρογέννης, ο Γκρόζος, η Κουκούλου κ.ά., ήρθε η σειρά των τοποθετήσεων. Ο λόγος του Ζαχαριάδη ήταν καταπέλτης κατά του Ιωαννίδη: «Αν θέλεις να τα συνοψίσεις, όλη του η ζωή, όλη η δράση είναι ένας οπορτουνισμός, σοσιαλδημοκρατισμός, που μπλέχτηκε πιο πολύ τα τελευταία χρόνια, όταν πια απόκτησε εξουσία και μπορούσε να κουμαντάρει και περιπλέκεται με στοιχεία κομματικής αποσύνθεσης». Και συνέχιζε παρακάτω: «Εργάτης ο Γιάννης. Κουρέας. Μικροαστική ψυχολογία. Και καταντάει ένα σύνολο οπορτουνιστικό». Τον κατηγόρησε δε ευθέως ότι: «Τον Σιάντο εσύ τον κάλυψες. Του έδωκες κομματικό μανδύα. Και κάτω από εκεί τα έκανε όλα αυτά».

