Το προεκλογικό, έτσι κι αλλιώς, πολιτικό σκηνικό πήρε στην κυριολεξία φωτιά μετά την παρουσίαση στη Βουλή των στοιχείων – των αποδείξεων όπως λέει ο κ. Τσίπρας – για τις επίσημες πια, «νόμιμες» κατά την κυβέρνηση, παρακολουθήσεις υπουργών, ανωτάτων αξιωματικών, δημοσιογράφων και οικονομικών παραγόντων και την επακολουθήσασα πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ σε βάρος της κυβέρνησης.

Στη Βουλή άναψαν τα αίματα, περίσσεψαν οι εντάσεις και οι αντιπερισπασμοί, βεβαιώνοντας τους πάντες ότι η πορεία προς τις διπλές, κατά τα φαινόμενα, κάλπες μόνο σπαρμένη με ροδοπέταλα δεν θα είναι. Αντιθέτως, όλοι αναμένουν σύγκρουση άνευ προηγουμένου, αντίστοιχη εκείνων που εξελίχθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές του ’90.

Η επιμονή Τσίπρα για τις υποκλοπές

Οι εμπειρότεροι των πολιτικών παρατηρητών προέβλεπαν ότι ο κ. Τσίπρας θα αντιδράσει, ότι δεν αφήσει τον κ. Μητσοτάκη να κατέλθει βέβαιος νικητής, σχεδόν τροπαιούχος στον εκλογικό στίβο, με τις δημοσκοπήσεις να του δίδουν ασφαλές προβάδισμα και να του επιτρέπουν να διεκδικεί και να αναμένει ακόμη και την κατάκτηση της πολυπόθητης από εκείνον αυτοδυναμίας. Υπήρχαν άλλωστε τα σχετικά σημάδια στην ατμόσφαιρα.

Εδώ και μήνες, από τον περασμένο Αύγουστο ακόμη, από τότε που επιβεβαιώθηκε η παρακολούθηση Ανδρουλάκη, ο κ. Τσίπρας επέμεινε συστηματικά και οργανωμένα να υποστηρίζει τις όποιες αποκαλύψεις και να διεκδικεί την ενεργό συμμετοχή των ανεξάρτητων αρχών στην έρευνα. Πίστευε ακράδαντα ο κ. Τσίπρας ότι η «μοντέρνα» εκδοχή διακυβέρνησης διά του επιτελικού κράτους που υιοθέτησε εξαρχής ο κ. Μητσοτάκης περιελάμβανε και τη διαχείριση ευαίσθητων πληροφοριών.

Το χτίσιμο του πεδίου αντιπαράθεσης

Ηταν, κατά την εκτίμησή του, κρίσιμος κρίκος του επιτελικού σχεδίου του και γι’ αυτό έλαβε το ρίσκο να αναλάβει προσωπικά την ευθύνη της ΕΥΠ και να αναθέσει τη διαχείρισή της σε πρόσωπα απολύτου εμπιστοσύνης. Οταν λοιπόν αποκαλύφθηκε η δραστηριότητα των κ.κ. Δημητριάδη και Κοντολέοντος μετέφερε σχεδόν όλο το ενδιαφέρον της πολιτικής αντιπαράθεσης σε αυτό το πεδίο, παρότι υπήρχαν ενδείξεις ότι άλλα απασχολούσαν και συγκινούσαν τον ελληνικό λαό.

Με την επιμονή του ωστόσο «έχτισε» το δικό του γήπεδο εκλογικής αντιπαράθεσης, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του και ικανό να τροφοδοτεί τις πολιτικές του επιδιώξεις και στοχεύσεις. Είναι χωρίς αμφιβολία πιο κοντά στην κοσμοθεωρία του τα άυλα αγαθά της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των δικαιωμάτων, παρά εκείνα της οικονομίας, των αγορών και της παραγωγής νέου πλούτου, όπου ο κ. Μητσοτάκης έχει με τον καιρό κερδίσει την εμπιστοσύνη τους και μαζί το προνόμιο της εκπροσώπησης.

Ο ρόλος της ΑΔΑΕ και οι πιέσεις

Η αλήθεια είναι πάντως ότι κ. Τσίπρας βρήκε υποστηρικτές στην προσπάθειά του αυτή. Οι ανεξάρτητες αρχές και ιδιαιτέρως η στοχοπροσήλωση του ανώτερου δικαστικού, προέδρου της ΑΔΑΕ κ. Χρ. Ράμμου στο εκπορευόμενο εκ της θέσης του καθήκον τον βοήθησαν. Πίεσε όσο μπορούσε και αυτός προς πολλές κατευθύνσεις. Ιδιαιτέρως προς τους άμεσα εμπλεκόμενους παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.

Θρυλείται ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Δεκέμβριο διεκδίκησε, για να μην πούμε απαίτησε, από ανώτερα στελέχη μεγάλων τηλεπικοινωνιακών εταιρειών με έντονο τρόπο να διευκολύνουν την έρευνα του κ. Ράμμου και να του δώσουν τα στοιχεία που αναζητούσε. Πληροφορίες αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι ο κ. Τσίπρας επικοινώνησε με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Cosmote κ. Μιχάλη Τσαμάζ, ο οποίος φέρεται αρχικώς να επικαλέστηκε το απόρρητο των επικοινωνιών, αλλά στη συνέχεια άλλαξε γνώμη όταν του κατέστη σαφές ότι θίγονται θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα και οφείλει να πράξει τα δέοντα, αλλιώς θα κινδυνεύσει να αντιμετωπίσει την κατηγορία της συνενοχής και της συμμετοχής σε εγκλήματα κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Η προσωποποίηση των ευθυνών

Με άλλα λόγια ο κ. Τσίπρας διακινδύνευσε και διεκδίκησε την αποκάλυψη, δεν υπήρξε απλός θεατής των εξελίξεων. Και έτσι εξηγείται η δριμύτητα των κατηγοριών σε βάρος του Πρωθυπουργού και η πλήρης προσωποποίηση των ευθυνών του. Πράγμα που σημαίνει ότι η υπόθεση των υποκλοπών δεν θα εξαντληθεί στην τριήμερη συζήτηση στη Βουλή, παρά θα συνοδεύει την πολιτική ζωή της χώρας καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Μπορεί ο κ. Μητσοτάκης να δήλωσε ότι δεν επιζητεί τη σύγκρουση, παρά θα διεκδικήσει τη σύγκριση των δύο κυβερνητικών περιόδων, της δικής του και εκείνης του κ. Τσίπρα, αλλά πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι το σκάνδαλο των υποκλοπών θα παράγει συνεχώς γεγονότα και μαζί θα διαμορφώνει νέες βάσεις πολιτικών εξελίξεων.

Οι ευκαιρίες του ΣΥΡΙΖΑ και ο λεκές

Στην Κουμουνδούρου θεωρούν ότι το σκάνδαλο και η αποκάλυψή του, όπως και οι βαριές κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο κ. Μητσοτάκης, δημιουργούν ευκαιρίες διεύρυνσης των πολιτικών στόχων. Οι πιο ευφάνταστοι των συνεργατών του κ. Τσίπρα υποστηρίζουν ότι πλέον «υπάρχουν οι πολιτικές προϋποθέσεις να οικοδομηθεί ένα ευρύτερο μέτωπο αντιπαράθεσης με τον κ. Μητσοτάκη». Λένε χαρακτηριστικά ότι «είναι ευκαιρία για πιο μεγάλα πράγματα, για τη διαμόρφωση μιας μεγάλης δημοκρατικής συμμαχίας, που θα ξεπερνά τα όρια του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠαΣοΚ και θα διαμορφώνει συνθήκες σαν εκείνες που επικράτησαν το 1989, αλλά αυτή τη φορά από την ανάποδη». Λένε συγκεκριμένα ότι «ο λεκές που απλώθηκε πάνω στο σώμα της δημοκρατίας επιβάλλεται να εκκαθαριστεί ακόμη και από μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού, σύντομης διάρκειας, τριών μηνών, έργο της οποίας θα είναι να αποκαθάρει την ΕΥΠ και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος δικαίου και στη δημοκρατία». Οι θιασώτες αυτής της ιδέας αποδέχονται και «τρίτο πρόσωπο για πρωθυπουργό, κοινής αποδοχής», που θα αναλάβει το συγκεκριμένο έργο.

Οι προτροπές για την οικονομία

Ο κ. Τσίπρας δεν υιοθετεί επί του παρόντος τέτοιες ιδέες, αλλά η διακίνησή τους και μόνο δηλώνει το προχωρημένο των συζητήσεων που γίνονται αυτή την ώρα στους κόλπους του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι πιο συντηρητικοί πάντως θεωρούν ανέφικτα τα παραπάνω σενάρια και προτρέπουν τον κ. Τσίπρα να αρχίσει να κινείται δυναμικότερα και στο πεδίο της Οικονομίας. Ητοι να διαμορφώσει και να παρουσιάσει εγκαίρως συνεκτικό και ολοκληρωμένο σχέδιο, ικανό να προσελκύσει τους πιο δύσπιστους των ψηφοφόρων και δι’ αυτού βεβαίως να κατευνάσει τους φόβους και τις ανησυχίες των κεντρώων ψηφοφόρων, οι οποίοι διατηρούν ακόμη μνήμες μεγάλης απογοήτευσης από την πρώτη κυβέρνηση του 2015.

Στη βάση των παραπάνω, πέραν των άλλων, προτρέπουν τον κ. Τσίπρα να έλθει σε απευθείας επικοινωνία και επαφή τόσο με την κυρία Λαγκάρντ όσο και με τον κ. Τζεντιλόνι που προΐσταται της ευρωπαϊκής οικονομίας στις Βρυξέλλες και να παράσχει διαβεβαιώσεις εφαρμογής δημοσιονομικά συνετής πολιτικής και μαζί να υποστηρίξει επενδυτικά σχήματα και σχέδια που θα επιτρέπουν στη χώρα να βαδίσει τον δρόμο της παραγωγικής ανασύνταξης και ανασυγκρότησης. Επιπλέον ο κ. Τσίπρας δέχεται εισηγήσεις να συναντήσει εκπροσώπους των μεγάλων δανειστών της χώρας και ισχυρών διεθνικών σχημάτων, προκειμένου να τους βεβαιώσει ότι θα δεσμευτεί να κάνει ό,τι χρειαστεί για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Στην ίδια λογική του προτείνεται να επικοινωνήσει με τους ισχυρότερους των παραγωγών στη χώρα, ακριβώς για να μεταδώσει προς πάσα κατεύθυνση ότι θα υποστηρίξει εμπράκτως την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου.

Κοινώς, όσοι πιστεύουν ότι οι επερχόμενες εκλογές θα είναι υγιεινός περίπατος για τη Νέα Δημοκρατία και τον κ. Μητσοτάκη απλώς λαθεύουν. Η μάχη θα είναι σκληρή, τα επεισόδιά της πολλά και οι εκπλήξεις στον δρόμο προς τις κάλπες ακόμη περισσότερες…