Προπαγάνδα, πολιτική και συμμαχίες
Πώς η Βρετανία προσπάθησε να προσεγγίσει τα αντιστασιακά κινήματα σε Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία την περίοδο της Κατοχής
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ελληνοβρετανικές σχέσεις έχουν παρελθόν βαθύ, καθώς το Λονδίνο υπήρξε κομβικός παίκτης σε κρίσιμες καμπές της Ιστορίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Το Brexit δοκιμάζει τις σχέσεις της Βρετανίας με την ΕΕ σε επίπεδο κεντρικό αλλά και σε επίπεδο κρατών-μελών. Οι σχέσεις όμως Αθηνών – Λονδίνου δεν μπορούν ούτε να αγνοήσουν το παρελθόν ούτε το παρόν.
Για να προχωρήσει όμως κάποιος προς το μέλλον πρέπει να γνωρίζει καλά το παρελθόν του. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρωτοβουλία της πρεσβείας της Βρετανίας στην Αθήνα να εγκαινιάσει πριν από περίπου μία εβδομάδα τον κύκλο «Διαλέξεων Βενιζέλου» θέλει να υπηρετήσει αυτόν ακριβώς τον σκοπό – σε μια άσκηση «ήπιας ισχύος». Η δε επιλογή της πραγματοποίησης των διαλέξεων αυτών στην αίθουσα όπου στεγάζεται η ξύλινη βιβλιοθήκη του Ελευθερίου Βενιζέλου, στην πρεσβευτική κατοικία, προσδίδει μια διαφορετική αίγλη. Οπως μάλιστα υπογράμμισε στην εισαγωγή της η πρεσβευτής της Βρετανίας στην Ελλάδα Κέιτ Σμιθ, ο νέος θεσμός έχει σκοπό να ενισχύσει την παρουσία της χώρας της στους τομείς του πολιτισμού και της διανόησης, πέραν των πρωτοβουλιών σε άλλους τομείς, όπως η επιχειρηματικότητα ή η μετανάστευση.
Η πρώτη διάλεξη έλαβε χώρα το απόγευμα της Παρασκευής 15 Φεβρουαρίου. Ομιλητής ήταν ο καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ιωάννης Στεφανίδης. Η θεματική της διάλεξης αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο η Βρετανία προσπάθησε, κατά την περίοδο 1941-1944 να ασκήσει την αντιναζιστική της προπαγάνδα στα Βαλκάνια – με έμφαση, πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα και στη Γιουγκοσλαβία – ώστε να μπορέσει να διαμορφώσει τις συνθήκες που θα επέτρεπαν την επικράτηση των Συμμάχων εναντίον του Αξονα στην περιοχή.
Ο ακριβής τίτλος της διάλεξης του κ. Στεφανίδη ήταν «Staying in the Game: Britain and Political Warfare in the Balkans, 1941-1944». Οπως είπε ο ίδιος λίγο πριν από τη διάλεξή του, αυτή βασίζεται στο βιβλίο του «Υποκατάστατο Ισχύος: Η βρετανική προπαγάνδα στα Βαλκάνια 1939-1944». Πρόκειται για ένα θέμα λιγότερο γνωστό, αλλά όχι λιγότερο συναρπαστικό από άλλες, γνωστότερες, πτυχές της βρετανικής εμπλοκής στη Βαλκανική. Η βρετανική προπαγάνδα στόχευε στην κάμψη του ηθικού του αντιπάλου και στην τόνωση εκείνου των συμμάχων που βρίσκονται υπό κατοχή. Ελαβε, όπως τόνισε ο κ. Στεφανίδης, διάφορες όψεις. Ηταν τόσο δημόσια όσο και μυστική, ενώ είχε και την «γκρίζα» πτυχή της, διοχετευόμενη μέσω κωδικοποιημένων μηνυμάτων. Οι βρετανικές Ενοπλες Δυνάμεις ήταν σκεπτικές για την αποτελεσματικότητά της, αλλά το 1941 αποφασίστηκε η σύσταση του «Εκτελεστικού Γραφείου Προπαγάνδας» (Political Warfare Executive), που υπαγόταν στο Foreign Office και είχε ως αντικείμενο την προπαγάνδα στις κατεχόμενες χώρες.
Ο αρχικός στόχος των Βρετανών ήταν η διατήρηση υψηλού φρονήματος στους κόλπους των αντιστασιακών κινημάτων, αλλά όχι η εκδήλωση πρόωρων εξεγέρσεων εναντίον του Αξονα. Δεν είχε δοθεί εντολή για γενικό σαμποτάζ, διότι υπήρχε πάντοτε ο φόβος και για μαζικά αντίποινα εκ μέρους των Γερμανών και των συμμάχων τους. Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονείται ότι η βρετανική διπλωματία κοιτούσε πιο μπροστά, στη μεταπολεμική αποκατάσταση της βρετανικής επιρροής στην περιοχή.
Από το 1943 οι προτεραιότητες μεταβάλλονται. Οι Βρετανοί κινητοποιούν τα αντιστασιακά κινήματα που έχουν προσεκτικά καλλιεργήσει το προηγούμενο διάστημα, αν και υπάρχει διάκριση στον τρόπο προσέγγισης Ελλάδος και Γιουγκοσλαβίας. Προσεγγίζουν τους παρτιζάνους του Τίτο, όχι όμως και το ΕΑΜ. Ο σκοπός ήταν να υποχρεώσουν το Βερολίνο να τραβήξει δυνάμεις από το δυτικό μέτωπο. Παράλληλα όμως στο «πίσω μέρος» του «μυαλού» του Λονδίνου βρισκόταν και η επόμενη ημέρα. Οι Βρετανοί αντιλαμβάνονταν ότι δεν θα μπορούσαν να ελέγξουν τα Βαλκάνια απέναντι στη Ρωσία, θα μπορούσαν όμως να διατηρήσουν υπό τον στρατηγικό τους έλεγχο τη μεταπολεμική Ελλάδα.

