Με μια επικοινωνιακή καταιγίδα, ενδεικτική της αγωνίας του Αλέξη Τσίπρα να διαμορφώσει μια προεκλογική ατζέντα, άρχισε ουσιαστικά την προηγούμενη εβδομάδα η αντίστροφη μέτρηση προς τις εκλογές. Σε αυτό το πλαίσιο ο Πρωθυπουργός εμφανίζεται αποφασισμένος «να τινάξει την μπάνκα στον αέρα».
Μέσα σε ένα 24ωρο την προηγούμενη Τετάρτη και Πέμπτη, ο κ. Τσίπρας συναντήθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, και παρουσίασαν μια αμφιλεγόμενη συμφωνία για την εκκλησιαστική περιουσία και τις μισθοδοσίες των κληρικών· εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά στην Βουλή, προκειμένου να υποστηρίξει την τροπολογία για την επιστροφή των αναδρομικών στους ενστόλους και να επιτεθεί στα… κενά έδρανα της αντιπολίτευσης· και έδωσε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στον Alpha.
Σε αυτήν, έδειξε πως επιδιώκει και σχεδιάζει μια ολική επαναφορά στον παλιό καλό του εαυτό του τού 2014, υποσχόμενος προσλήψεις και παροχές, υπερασπιζόμενος κατά τα αναμενόμενα τον Παύλο Πολάκη και διατυπώνοντας το δικό του και ενδεχομένως μοιραίο «λεφτά υπάρχουν». Αυτή ήταν η απάντηση του Πρωθυπουργού στην ερώτηση πού θα εξευρεθούν οι πόροι για τις χιλιάδες προσλήψεις τις οποίες εξήγγειλε: «Μην ανησυχείτε, θα βρούμε τους πόρους. Θα βρούμε τους πόρους για να κάνουμε προσλήψεις» δήλωσε.

Είναι ο Τσακαλώτος Τσοβόλας;

Με αυτή την εκδοχή ενός σημερινού «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα», ο κ. Τσίπρας επιχειρεί να διαμορφώσει το κλίμα εν όψει εκλογών, πιστεύοντας μάλιστα ότι με μια εξόφθαλμη μεθόδευση θα μπορέσει να κρατήσει ως «ομήρους» τους χιλιάδες υποψηφίους προς πρόσληψη με την υπόσχεση του διορισμού το… 2020. Πλην όμως, υπάρχει μια εκκρεμότητα: θα είναι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος διατεθειμένος να παίξει τον ρόλο του νέου Τσοβόλα;
Με τον συνδυασμό των δύο αυτών… ιστορικών δογμάτων του ΠαΣοΚ της τελευταίας 30ετίας, ο κ. Τσίπρας εμφανίζεται σήμερα και όσο η ελληνική οικονομία καρκινοβατεί να υπόσχεται:
l Συνέχιση της μισθοδοσίας 10.000 κληρικών από τα δημόσια ταμεία, αλλά επί της ουσίας μετατάσσοντάς τους σε καθεστώς ΔΕΚΟ.
l Πρόσληψη 10.000 νέων δημοσίων υπαλλήλων στη θέση τους, με μισθολογικό κόστος 200 εκατ. ευρώ.
l Πρόσληψη άλλων 18.500 δημοσίων υπαλλήλων το 2020, δηλαδή μετά τις εκλογές.
l Επιστροφή αναδρομικών της τάξεως των 1,2 δισ. ευρώ (μεικτά), τα οποία αντιστοιχούν σε 820 εκατ. ευρώ καθαρών αποδοχών στις εξής κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων: στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, γιατρούς του ΕΣΥ, επίκουρους γιατρούς και ειδικευόμενους, μέλη ΔΕΠ των πανεπιστημίων, μέλη ΔΕΠ των ΤΕΙ, δικαστικούς λειτουργούς και μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
l Επιστροφή με επόμενες ρυθμίσεις και τροπολογίες άλλων περίπου 600 εκατ. ευρώ με άλλες μορφές σε διάφορες ομάδες.
l Μη περικοπή των συντάξεων.
Οσο εξαγγέλλει όλα αυτά, ο κ. Τσίπρας καταφεύγει και στην υιοθέτηση ενός επικοινωνιακού στυλ, το οποίο παραπέμπει ευθέως σε άλλες εποχές και πρότυπα. Εμφανίζεται περισσότερο από ποτέ εριστικός, αλαζών και επιθετικός και απευθύνεται στην αντιπολίτευση λέγοντας, π.χ.: «Αποφασίσαμε σήμερα να ξεκινήσουμε να φέρνουμε ένα προς ένα τα μέτρα του τέταρτου μνημονίου που αφιερώνω στον κ. Μητσοτάκη και τους βουλευτές της ΝΔ. Πρώτο μέτρο του τέταρτου μνημονίου είναι επιστροφή αναδρομικών. Ερχονται κι άλλα. Είναι όλα όσα εξήγγειλα στη ΔΕΘ και θα το πιείτε και αυτό το ποτήρι και θα λέτε «ναι σε όλα»».
Ανέφερε δε επίσης ότι σύντομα η αντιπολίτευση θα κληθεί να ψηφίσει και τη μη περικοπή των συντάξεων, την οποία ωστόσο ο ίδιος και οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αρνήθηκαν να ψηφίσουν όταν η αντιπολίτευση κατέθεσε τη σχετική τροπολογία το προηγούμενο καλοκαίρι.

Μπούμερανγκ η συμφωνία με τον Αρχιεπίσκοπο;

Σε ένα άλλο επίπεδο, ο κ. Τσίπρας επιχειρεί να εμφανιστεί ως θεσμικός μεταρρυθμιστής, με κινήσεις όμως οι οποίες προδίδουν προχειρότητα και βιασύνη. Η συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο ήταν το αποκορύφωμα της προσπάθειας του Μεγάρου Μαξίμου να δείξει ότι επιχειρείται μια τολμηρή τομή στις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας. Λίγες ώρες διήρκεσε η ευφορία και πολύ νωρίς αναδείχθηκαν τα προβληματικά πεδία της συμφωνίας. Πέραν των αμφισβητούμενων νομικών πτυχών, σε καθαρά πολιτικό πεδίο καταδείχθηκε ότι ο Πρωθυπουργός και ο Αρχιεπίσκοπος λογάριασαν χωρίς τον ξενοδόχο, κοινώς δίχως να λάβουν υπόψη τις αντιδράσεις των κληρικών, οι οποίοι άκουσαν από τηλεοράσεως ότι επί της ουσίας θα απολυθούν και θα επαναπροσληφθούν με άλλο και άγνωστο καθεστώς, προκειμένου η κυβέρνηση να μπορέσει να διορίσει άλλους στις θέσεις τους.
Αυτό το οποίο δεν συνυπολόγισε όμως το Μέγαρο Μαξίμου ήταν η δυσφορία της Ιεραρχίας, αλλά και των ιερέων, των οποίων το σώμα των 9.000 διαθέτει δυνατότητα παρέμβασης και επηρεασμού του ποιμνίου. Υπό την έννοια αυτή, η «ιστορική συμφωνία» ενδέχεται να μετατραπεί σε ωρολογιακή βόμβα για την κυβέρνηση ή, σε μια καλύτερη εκδοχή, σε φιάσκο, το βάρος του οποίου θα φέρει ούτως ή άλλως ο Πρωθυπουργός, καθώς έχει μπροστά του μια εκλογική δοκιμασία.

Επικοινωνιακό blitzkrieg

Το επικοινωνιακό blitzkrieg το οποίο επιχείρησε να εξαπολύσει ο κ. Τσίπρας δεν έχει μέχρι στιγμής τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Και από έναν συνδυασμό εξαγγελιών, αναφορών και περιστατικών, αναδείχθηκε το ιδιότυπο τρίπτυχο στο οποίο με τη δική του εκδοχή και αντίληψη καταφεύγει ο ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία του προς τις κάλπες: Πατρίς, θρησκεία και… ταξί.
Είναι σαφές ότι οι εξαγγελίες της κυβέρνησης γίνονται όχι με κριτήρια κοινωνικά ή οικονομικά, αλλά με γνώμονα την εκλογική παγίδευση συγκεκριμένων επαγγελματικών και άλλων ομάδων.
Ετσι, ο επικεφαλής της κυβέρνησης της Αριστεράς εμφανίζεται έπειτα από τη μνημονιακή της μετάλλαξη και τη μετατροπή του σε «αγαπημένο του κατεστημένου της ΕΕ» (κατά τους «Financial Times») να ευνοεί και να χαϊδεύει πολιτικά πολύ συγκεκριμένα στρώματα, τα οποία δεν μπορεί να χαρακτηριστούν προνομιακά για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Κατ’ αρχάς τους στρατιωτικούς και τους δικαστικούς. Η τροπολογία των αναδρομικών της προηγούμενης Πέμπτης ήταν η πρώτη προς ψήφιση και αφορά χιλιάδες υπαλλήλους των συγκεκριμένων κατηγοριών, οι οποίες κατά την ορολογία του ΣΥΡΙΖΑ σε προηγούμενες περιόδους θα περιγράφονταν ως το «βαθύ κράτος» και θα αποτελούσαν ακροατήριο των πολιτικών δυνάμεων του πολιτικού «κατεστημένου» (ΝΔ και ΠαΣοΚ). Σήμερα, είναι οι πρώτοι τους οποίους σπεύδει να ικανοποιήσει ο κ.
Τσίπρας και κατά τις εκτιμήσεις πολιτικών στελεχών αυτό οφείλεται και σε κάτι ακόμα. Στη διάθεση του Πρωθυπουργού να κάνει άλλο ένα πολιτικό χατίρι στον Πάνο Καμμένο, με τον οποίο οι εναγκαλισμοί και οι φιλοφρονήσεις δεν έλειψαν την προηγούμενη Πέμπτη στη Βουλή, όσο κατά τα άλλα αναμένεται η έξοδός του από την κυβέρνηση.

Σύμμαχοι στη μάχη της κάλπης

Η κυβέρνηση και προσωπικά ο Πρωθυπουργός εμφανίζονται σε συνεργασία και συνεννόηση με την ηγεσία της Εκκλησίας. Ενώ ο κ. Τσίπρας είχε ξεκινήσει να διακηρύττει τον διαχωρισμό της από το κράτος, στη συνέχεια μετρίασε τις προσδοκίες μιλώντας για «διακριτούς ρόλους» και σήμερα κατέληξε να μιλά για «εξορθολογισμό» των σχέσεων. Δείχνει έτσι ότι προτιμά μία αρμονική σχέση με την Εκκλησία και ότι δεν είναι σε θέση να φέρει εις πέρας αυτά τα οποία είχε υποσχεθεί στο «προοδευτικό» του ακροατήριο. Παρά ταύτα, η ταχεία υποχώρηση του Αρχιεπισκόπου και οι διευκρινίσεις του ότι πρόκειται για πρόθεση συμφωνίας φανέρωσαν ότι οι αντιδράσεις του κλήρου δεν είχαν εκτιμηθεί σωστά.
Μία ακόμα ομάδα, την οποία η κυβέρνηση έδειξε εμπράκτως ότι θέλει να έχει υπό την προστασία της και να την αγκαλιάσει πολιτικά, είναι οι ιδιοκτήτες ταξί. Η παρουσία του υπουργού Μεταφορών Χρήστου Σπίρτζη ως μάρτυρα υπεράσπισης στην εκδίκαση της αγωγής κατά του προερχόμενου από τη ΝΔ αρχισυνδικαλιστή των ταξιτζήδων Θύμιου Λυμπερόπουλου για συκοφαντική δυσφήμηση διέλυσε κάθε αμφιβολία: ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ έχουν επιλέξει τους συμμάχους στους οποίους θα ποντάρουν πολλά εν όψει εκλογικών αναμετρήσεων.