Οι προειδοποιήσεις από μεγάλους παγκόσμιους οργανισμούς για το ενδεχόμενο πανδημίας από άγνωστους ιούς και των επιπτώσεών της ήταν αρκετές τα τελευταία χρόνια, αλλά οι πολιτικές ηγεσίες δεν λάμβαναν μέτρα και κινούνταν με τη λογική του άτρωτου που δεν κινδύνευε να πληγεί. Εκτός όμως από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας που χτυπούσε έγκαιρα το καμπανάκι σε υγειονομικό επίπεδο, υπάρχουν και άλλοι οργανισμοί, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που έστελνε προειδοποιητικά μηνύματα για τις οικονομικές επιπτώσεις, χωρίς, όπως φάνηκε, ανταπόκριση από τα κράτη.

Ανάλυση από το καλοκαίρι του 2018

Σε ανάλυση που υπογράφουν ο David E. Bloom (καθηγητής Οικονομικών και Δημογραφίας) και οι ερευνητές Daniel Cadarette και Jp Sevilla, μέλη της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ – και υπάρχει στην ηλεκτρονική βιβλιοθήκη του ΔΝΤ από το καλοκαίρι του 2018 -, περιγράφεται πώς οι νέες και ανερχόμενες μολυσματικές ασθένειες μπορεί να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις.

Στην ανάλυσή τους επισημαίνουν το κόστος για το σύστημα υγείας, τόσο το δημόσιο όσο και το ιδιωτικό, για την ιατρική περίθαλψη των μολυσμένων ατόμων και για τον έλεγχο της επιδημίας. «Ενα μεγάλο ξέσπασμα μιας πανδημίας μπορεί να συντρίψει το σύστημα υγείας, περιορίζοντας την ικανότητα αντιμετώπισης των γνωστών προβλημάτων υγείας, και να επιδεινώσει το πρόβλημα» σημειώνουν. Αναφερόμενοι στη μείωση της παραγωγικότητας, «προφητεύουν» ουσιαστικά αυτά που ήδη γίνονται:

«Ο φόβος της μόλυνσης μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνική αποστασιοποίηση ή κλείσιμο σχολείων, επιχειρήσεων, εμπορικών και μεταφορικών κέντρων, αλλά και δημόσιων υπηρεσιών, διαταράσσοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα».

Η μείωση του παγκόσμιου εμπορίου

Το άλλο θέμα που θέτουν είναι η μείωση του παγκόσμιου εμπορίου και υπενθυμίζουν ότι η απαγόρευση που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Ενωση στις εξαγωγές βρετανικού βόειου κρέατος διήρκεσε 10 χρόνια μετά την εμφάνιση της ασθένειας των τρελών αγελάδων στο Ηνωμένο Βασίλειο, παρά τη σχετικά χαμηλή μετάδοσή της στους ανθρώπους.

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη μεγάλη μείωση στον τουρισμό και στην αποθάρρυνση των άμεσων ξένων επενδύσεων, ενώ παράλληλα υπογραμμίζεται ότι θα επωφεληθούν οι φαρμακευτικές εταιρείες που παράγουν εμβόλια, αντιβιοτικά ή άλλα προϊόντα που χρειάζονται για την αντιμετώπιση της επιδημίας.

Τα «υποκείμενα νοσήματα»

Οι ερευνητές υποστήριζαν ότι εκτός από την παγκοσμιοποίηση, το επιδημιολογικό ζήτημα αυξάνεται από τα δίδυμα φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής και της αστικοποίησης. Συγκεκριμένα, γίνεται αναφορά στην αλλαγή του κλίματος που επεκτείνει τους οικοτόπους διαφόρων φορέων ασθενειών, αλλά και στην αστικοποίηση που σημαίνει ότι περισσότεροι άνθρωποι ζουν κοντά (άρα μειωμένη κοινωνική απόσταση), ενισχύοντας τη μεταδοτικότητα της νόσου.

Πριν από ενάμιση χρόνο σημείωναν ότι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση είναι μια σειρά επιδημιών, συμπεριλαμβανομένων και όσων είναι άγνωστες. Επίσης, γίνεται μνεία στην αργή αντίδραση κρατών όπου εμφανίστηκε επιδημία, όπως π.χ. ο SARS, με την αναφορά ότι η διαχείριση θα μπορούσε να ήταν καλύτερη εάν η Κίνα είχε αναφέρει την αρχική εστία στον ΠΟΥ.

Οι περιορισμοί και τα δικαιώματα

Το εξίσου ενδιαφέρον σημείο είναι η επισήμανση στα όσα καταγράφονται σήμερα με τον περιορισμό της κυκλοφορίας: «Στην περίπτωση εξαιρετικά μολυσματικών και μεταδοτικών ασθενειών, οι καραντίνες ενδέχεται να είναι απαραίτητες, αν και μπορούν να δημιουργήσουν ανησυχίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ομοίως, μπορεί να είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθούν βιοϊατρικά αντίμετρα εάν οι προμήθειες είναι περιορισμένες» σημείωναν.

Σε άλλο σημείο της έρευνας προβάλλεται η ανάγκη χρηματοδότησης των ερευνών για εμβόλια, με την επισήμανση όμως πως θα είναι λιγότερο χρήσιμα εάν οι κυβερνήσεις δεν διασφαλίσουν ότι οι πληθυσμοί που βρίσκονται σε κίνδυνο θα έχουν πρόσβαση σε αυτά, ενώ γίνεται προτροπή για μελλοντικές δράσεις ώστε να περιοριστούν οι συνέπειες.

Ο πόλεμος του COVID-19 και η μεγάλη πρόκληση

Σε εσωτερική ανάλυσή του για τον κορωνοϊό, το ΔΝΤ κάνει λόγο για «πόλεμο». Οι συγγραφείς Giovanni Dell’ Ariccia, Paolo Mauoro, Antonio Spilimbergo και Jeromin Zettelmeyer υπογραμμίζουν ότι σε αυτή την κρίση τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα και αναδεικνύεται ο αυξημένος ρόλος του δημόσιου τομέα. Με βάση τη μελέτη, που έχει ημερομηνία 1η Απριλίου 2020, η επιτυχία του ρυθμού ανάκαμψης θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές που αναλήφθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης.

«Η μεγαλύτερη παρέμβαση του δημόσιου τομέα δικαιολογείται από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εφόσον εξακολουθούν να υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις, αλλά πρέπει να παρέχονται με διαφανή τρόπο και με σαφείς ρήτρες λήξης ισχύος» σημειώνεται, ενώ υπογραμμίζεται πως οι πολιτικές στήριξης των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και του χρηματοπιστωτικού τομέα θα πρέπει να περιλαμβάνουν έναν συνδυασμό μέτρων ρευστότητας (παροχή πίστωσης, αναβολή χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων) και μέτρα φερεγγυότητας.

Στο σημείο αυτό δίνονται και λύσεις, όπως π.χ. εάν οι μεταβιβάσεις ή τα επιδοτούμενα δάνεια χορηγούνται σε μια μεγάλη εταιρεία, αυτά θα πρέπει να εξαρτώνται από τη διατήρηση των θέσεων εργασίας και τον περιορισμό της αποζημίωσης των διευθυντικών στελεχών (CEO), των μερισμάτων κ.ά., ενώ προβάλλεται ως λύση, εάν υπάρχει πρόβλημα ρευστότητας, η χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα ή άλλους κρατικούς χρηματοπιστωτικούς φορείς.

Ο ρυθμός ανάπτυξης

Κατά την ομάδα ανάλυσης του ΔΝΤ, η επιτυχία του ρυθμού ανάκαμψης θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές που αναλήφθηκαν ή θα αναληφθούν κατά τη διάρκεια της κρίσης. «Αν οι πολιτικές διασφαλίσουν ότι οι εργαζόμενοι δεν θα χάσουν τη δουλειά τους, οι μισθωτές και οι ιδιοκτήτες σπιτιών δεν θα εκδιωχθούν λόγω οικονομικών δυσκολιών, οι εταιρείες θα αποφύγουν την πτώχευση και διατηρηθούν τα δίκτυα των επιχειρήσεων και του εμπορίου, η ανάκαμψη θα συμβεί νωρίτερα και πιο ομαλά» σημειώνεται, ενώ γίνεται αναφορά και στην έκρηξη της ανεργίας παγκοσμίως.

Αύξηση των δαπανών

Το ενδιαφέρον είναι η προβολή του επιχειρήματος ότι η μεγάλη πρόκληση για τις προηγμένες οικονομίες είναι οι κυβερνήσεις να μπορούν εύκολα να χρηματοδοτήσουν μια έκτακτη αύξηση των δαπανών, ακόμη και όταν μειώνονται τα έσοδά τους. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην ενεργοποίηση – μια μορφή επίταξης, αν και δεν χρησιμοποιείται ο συγκεκριμένος όρος – από τα κράτη των επιχειρήσεων μέσω παρεμβατικών ενεργειών για την παροχή βασικών προμηθειών.

Στο σημείο αυτό επισημαίνεται η ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα στις δημόσιες συμβάσεις για κρίσιμες εισροές αγαθών (μάσκες, αναπνευστήρες κ.ά.) και τις επιλεκτικές εθνικοποιήσεις. «Εάν επιδεινωθεί η κρίση, θα μπορούσε κανείς να φανταστεί την ίδρυση ή την επέκταση μεγάλων κρατικών εταιρειών χαρτοφυλακίου για να αναλάβουν τις προβληματικές ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Υφεσης» αναφέρουν.