Τον Αύγουστο του 2018, ο Πάπας Φραγκίσκος στη διάρκεια της επίσκεψής του στην Ιρλανδία συνάντησε θύματα σεξουαλικής κακοποίησης από ιερείς, καρδιναλίους και επισκόπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, δίνοντας την υπόσχεση να ξεριζώσει την «κουλτούρα θανάτου» και την «προδοσία» που έχουν βιώσει τόσοι άνθρωποι στην οικογένεια του Θεού. Μερικούς μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2019, συγκάλεσε στο ανώτατο επίπεδο Σύνοδο, η οποία εστίασε αποκλειστικά στη διερεύνηση των σεξουαλικών σκανδάλων και τον Μάιο του ίδιου έτους εξέδωσε νέο εκκλησιαστικό νόμο, σύμφωνα με τον οποίο οι καθολικοί ιερείς και οι μοναχές σε όλον τον κόσμο οφείλουν να καταγγέλλουν περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης και συγκάλυψης κληρικών στις εκκλησιαστικές αρχές.

Πριν από μερικούς μήνες ο Πάπας άλλαξε τον Κώδικα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για να ποινικοποιήσει ρητά τη σεξουαλική κακοποίηση. Σύμφωνα με τους νέους κανόνες, η σεξουαλική κακοποίηση, η κατοχή παιδικής πορνογραφίας και η κάλυψη της κακοποίησης καθίστανται ποινικά αδικήματα βάσει του νόμου του Βατικανού.

Τα βήματα αυτά είναι ενθαρρυντικά. Ομως ειδικοί αναφέρουν ότι δεν αρκούν ώστε η Καθολική Εκκλησία να ανακτήσει τη χαμένη εμπιστοσύνη της στην κοινωνία. Θα πρέπει να αλλάξουν πολλά στον τρόπο διακυβέρνησής της, στις διαδικασίες πρόληψης και κατάρτισης.

Κυρίως θα πρέπει «να βρει παντού το ίδιο θάρρος που έδειξε στη Γαλλία», όπως δηλώνει ο Χανς Ζόλνερ, στενός σύμβουλος του Πάπα στην εφημερίδα «La Repubblica». Στην Ιταλία για παράδειγμα, το θέμα έχει στην κυριολεξία θαφτεί. Και εκεί, τα θύματα μπορεί να φτάνουν ακόμη και το ένα εκατομμύριο, όπως εκτιμούν ειδικοί.