Οι Πράσινοι έκαναν την έκπληξη στις εκλογές της περασμένης Κυριακής στο γερμανικό κρατίδιο της Βαυαρίας, διπλασιάζοντας το ποσοστό τους και προσελκύοντας δυσαρεστημένους ψηφοφόρους τόσο από τη Χριστιανοδημοκρατική Ενωση (CSU), αδερφό κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) της Ανγκελα Μέρκελ, όσο και από τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD). Το επόμενο στοίχημα είναι οι ευρωεκλογές του Μαΐου στις οποίες οι δημοσκοπήσεις τούς δίνουν 15%-17%, μόλις εννέα μονάδες κάτω από το CDU, ποσοστό που τους χαρίζει τη δεύτερη θέση στη Γερμανία, ξεπερνώντας το SPD.
Οι εκλογές στη Βαυαρία έδειξαν επίσης ότι, ενώ όλη η Ευρώπη είναι επικεντρωμένη στις αλλαγές που συντελούνται στη Δεξιά λόγω της ανόδου της Ακροδεξιάς, οι αλλαγές που συντελούνται στην Αριστερά είναι εξίσου κοσμογονικές. Οι Σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία (όπως στην Ελλάδα, στην Ιταλία και αλλού) χάνουν τη δύναμή τους και το κενό καλύπτεται από άλλα κόμματα της ευρύτερης Αριστεράς. Το SPD έλαβε μόλις 9,7% στη Βαυαρία αλλά το πιο ανησυχητικό είναι οι προοπτικές του: στην ηλικιακή ομάδα 18-44 ετών έφερε ακόμη χαμηλότερο ποσοστό (7%).
Την ίδια δυναμική επέδειξαν πράσινα κόμματα σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν την ίδια ημέρα με τις εκλογές στη Βαυαρία. Στις κοινοβουλευτικές εκλογές στο Λουξεμβούργο οι Πράσινοι αύξησαν τις έδρες τους κατά τρεις (ήταν οι πιο κερδισμένοι των εκλογών και έλαβαν εννέα έδρες επί συνόλου 60) ενώ στις δημοτικές εκλογές στο Βέλγιο θριάμβευσαν στην ευρύτερη περιοχή των Βρυξελλών όπου κατέκτησαν αρκετά δημαρχεία (ενώ μέχρι την περασμένη Κυριακή δεν είχαν παρά μόνο ένα), ανάμεσά τους και εκείνο της Ιξέλ, μεγάλου δήμου της βελγικής πρωτεύουσας όπου θα αναλάβει δήμαρχος ο 50χρονος Πράσινος Χρίστος Δουλκερίδης, γιος ελλήνων μεταναστών. Εξαιρετική εμφάνιση έκαναν και σε άλλες πόλεις, όπως στην Αμβέρσα όπου έλαβαν 18,4%, ενώ στον κεντρικό δήμο των Βρυξελλών ήρθαν δεύτεροι με 16,8%.
Ολοι οι παραπάνω Πράσινοι μετακινήθηκαν προς το Κέντρο, προσελκύοντας ψήφους κυρίως από σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Σε όλες τις χώρες όπου υπάρχει πράσινο-οικολογικό κίνημα με δυναμική εκφράζεται ο στόχος για μια καλή εμφάνιση στις ευρωεκλογές.

Γιατί πρασίνισαν οι Βαυαροί

Οι Πράσινοι πέτυχαν 17,5% και ήρθαν δεύτεροι στην παραδοσιακά συντηρητική Βαυαρία (μετά την CSU που έχασε 10 μονάδες και έπεσε στο 37%) διότι επικεντρώθηκαν στα ζητήματα που απασχολούν πραγματικά τους ψηφοφόρους, όπως η κλιματική αλλαγή την οποία βίωσαν οι Γερμανοί στο πετσί τους με τους καλοκαιρινούς καύσωνες στη χώρα. Παράλληλα, έμειναν πιστοί στις αρχές τους περί υποδοχής και ένταξης μεταναστών και προσφύγων, καθώς και υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ενώ μετακινήθηκαν προς το κέντρο σε άλλα ζητήματα, εγκαταλείποντας την εικόνα του ακραίου «οικολογικού πολεμιστή» του παρελθόντος.
Την ώρα που τα υπόλοιπα γερμανικά κόμματα αμφιταλαντεύονταν και επιδίδονταν σε διαμάχες (εσωκομματικές και ανάμεσα στα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού), οι Πράσινοι απέπνεαν μια ήρεμη σταθερότητα την οποία πάντα εκτιμούν οι γερμανοί ψηφοφόροι.
Στις μεγάλες πόλεις μάλιστα, όπως στο Μόναχο, ήρθαν πρώτοι λαμβάνοντας 30,3%, ιλιγγιώδη ποσοστό για Βαυαρία, κρατίδιο στο οποίο ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν ιδιαίτερη απήχηση. Οι προοπτικές των Πρασίνων για το μέλλον μοιάζουν καλές και από το γεγονός ότι έχουν τη μεγαλύτερη απήχηση στους νέους – άνω του 20% των Βαυαρών 18-29 ετών τούς ψήφισαν την περασμένη Κυριακή.
Επιπλέον, πολλά εύσημα για την απήχηση των Πρασίνων δίνονται στην 33χρονη Καταρίνα Σούλτσε και στον 40χρονο Λούντβιγκ Χάρτμαν, συμπροέδρους του κόμματος στη Βαυαρία, καθώς και στην 37χρονη Αναλένα Μπέρμποκ και στον 49χρονο Ρόμπερτ Χάμπεκ, που ανέλαβαν συμπρόεδροι του κόμματος στη Γερμανία τον περασμένο Ιανουάριο. Η νέα αυτή γενιά ηγετών πιστώνεται στην πολιτική των Πρασίνων να αναδεικνύουν νέα πρόσωπα, αντίθετα προς άλλα κόμματα που επενδύουν τα πάντα στους καθιερωμένους πολιτικούς ηγέτες τους χωρίς να προετοιμάζουν τη διαδοχή τους.
Η άνοδος των Πρασίνων δεν θεωρείται ευκαιριακή, σε σημείο που αναλυτές να θεωρούν ότι το κόμμα είναι καθ’ οδόν στο να γίνει αυτό που οι Γερμανοί αποκαλούν Volkspartei, δηλαδή παράταξη που ψηφίζεται από πολλά κοινωνικά στρώματα. Το υπόβαθρο υπάρχει: οι Πράσινοι, που ιδρύθηκαν το 1980, κυβέρνησαν τη Γερμανία σε ομοσπονδιακό επίπεδο μαζί με το SPD το 1998-2005. Σε επίπεδο κρατιδίων, σήμερα βρίσκονται σε κυβερνητικό συνασπισμό στα περισσότερα από τα μισά.
Το θετικό και μοντέρνο μήνυμα που εκπέμπουν έχει απήχηση σε μεγάλο εύρος ψηφοφόρων. Σύμφωνα με μελέτη της Forsa, το 40% των νέων υποστηρικτών των Πρασίνων προέρχονται από κεντροδεξιά κόμματα.

Οχι άλλη οργή και μίσος

Η CSU του 69χρονου υπουργού Εσωτερικών Χορστ Ζεεχόφερ, η οποία μέχρι την περασμένη Κυριακή ήταν πανίσχυρη στη Βαυαρία και κυβερνούσε αυτοδύναμα σχεδόν απρόσκοπτα από τη δεκαετία τού ’60, έχασε 10,5 μονάδες και έλαβε 37,2% επειδή κούρασε πολλούς ψηφοφόρους της με τη λαϊκιστική, υπερδεξιά στροφή της που ήταν σχεδιασμένη για να προσελκύσει «οργισμένους» – ακριβώς εκείνους στους οποίους απευθύνεται η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD).
Παράδειγμα, το μέτρο που έλαβε η CSU για την ανάρτηση χριστιανικών σταυρών στα δημόσια κτίρια της Βαυαρίας, το οποίο απώθησε πολλούς Βαυαρούς, καθώς έκανε επίκληση στα πρωτόγονα αντι-ισλαμικά ένστικτα παραβλέποντας ουσιώδη προβλήματα που τους απασχολούν, όπως η στέγαση (τα ενοίκια είναι πανάκριβα), η παιδεία και το περιβάλλον. Τελικά οι Πράσινοι προσέφεραν την καλύτερη εναλλακτική σε πολλούς Βαυαρούς, βγάζοντάς τους από το αδιέξοδο του φόβου και του μίσους στο οποίο τους έβαλαν άλλα κόμματα.
«Τα τελευταία χρόνια, οι γερμανοί πολιτικοί μιλούσαν σαν να μην υπήρχε άλλο θέμα πιο σημαντικό από τους ξένους… Και σήμερα οι Πράσινοι ήρθαν και απέδειξαν ότι ο φόβος δεν είναι το παν» έγραψε στο Spiegel ο αρθρογράφος Γιάκομπ Αουγκστάιν. «Οι Πράσινοι είναι το μοναδικό κόμμα που δεν αμφιταλαντεύτηκε στο μεταναστευτικό ζήτημα. Ολα τα υπόλοιπα αφέθηκαν να συρθούν από τη Δεξιά… Ναι, η μετανάστευση αποτελεί πρόκληση. Αλλά αν ρωτήσεις τον κόσμο τι τους απασχολεί, οι συντάξεις, το ύψος των ενοικίων, οι φόροι, η εγκληματικότητα και το περιβάλλον έρχονται πριν από τη μετανάστευση».

…Αντιμεταναστευτική εθνικιστική στροφή από την Αριστερά

Την ώρα που οι Πράσινοι στη Γερμανία και αλλού μετατοπίζονται προς το Κέντρο και παράλληλα στέλνουν μήνυμα υπέρ της ανθρωπιστικής αλλά πραγματιστικής αντιμετώπισης των μεταναστών, ένα κομμάτι της Αριστεράς στην Ευρώπη διαφοροποιείται υιοθετώντας αντιμεταναστευτικές θέσεις. Και αυτό είναι δείγμα των ανακατατάξεων που συντελούνται στην ευρύτερη Αριστερά στην ΕΕ.
Κορυφαία παραδείγματα της αντιμεταναστευτικής Αριστεράς αποτελούν η Σάρα Βάγκενκνεχτ από την Ντι Λίνκε («Η Αριστερά») στη Γερμανία και ο Ζαν-Λικ Μελανσόν της Ανυπότακτης Γαλλίας (LFI) – στου οποίου το σπίτι πραγματοποίησε έρευνα η γαλλική αστυνομία αυτή την εβδομάδα αναζητώντας στοιχεία για πλασματικές θέσεις εργασίας και κατάχρηση ευρωπαϊκών κονδυλίων. Αμφότεροι ανήκουν στην Αριστερά, όμως ζητούν κλείσιμο των συνόρων στους μετανάστες, με κυριότερα επιχειρήματα ότι η πληθώρα των φθηνών εργατικών χεριών από τους μετανάστες μειώνει τους μισθούς στην Ευρώπη και περιορίζει το κοινωνικό κράτος για όλους. Αλλά και σε άλλες χώρες σοσιαλδημοκράτες, μαρξιστές και λοιποί αριστεροί υποστηρίζουν τη θέση «ο καθένας στη χώρα του».
Τα επιχειρήματα της αντιμεταναστευτικής Αριστεράς αντικρούουν οικονομικές μελέτες που υποστηρίζουν ότι οι μετανάστες αναλαμβάνουν δουλειές που οι περισσότεροι Ευρωπαίοι δεν καταδέχονται επειδή είναι πολύ κοπιαστικές και κακοπληρωμένες, ενώ το κράτος πρόνοιας της γηρασμένης Ευρώπης δέχεται τονωτική ένεση από τις εισφορές των εργαζόμενων μεταναστών.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου, η Βάγκενκνεχτ – σύζυγος του πρώην υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας Οσκαρ Λαφοντέν και μετέπειτα συνιδρυτή της Ντι Λίνκε – ίδρυσε το κίνημα Aufstehen («Ορθιοι») με κύριο στόχο να αντιταχθεί στην πολιτική ανοιχτών συνόρων της Μέρκελ που «άλλαξε τη Γερμανία, όχι προς το καλύτερο». Η Βάγκενκνεχτ, που αυτοπροσδιορίζεται ως «μαρξίστρια» και παραμένει συμπρόεδρος της Ντι Λίνκε, δηλώνει πως «δεν θα κάνουμε τον κόσμο πιο δίκαιο προωθώντας τη μετανάστευση».
Στελέχη της Ανυπότακτης Γαλλίας έσπευσαν να την υποστηρίξουν δημοσίως. Ο ίδιος ο Μελανσόν τήρησε διφορούμενη στάση, όμως στα τέλη Σεπτεμβρίου αρνήθηκε να υπογράψει το Μανιφέστο για την Υποδοχή των Μεταναστών που κυκλοφόρησαν οι Mediapart, Regard και Politis (το οποίο μέχρι σήμερα έχει συγκεντρώσει δεκάδες χιλιάδες υπογραφές). Ο Μελανσόν δεν το υπέγραψε γιατί, όπως δήλωσε, «δεν συμφωνεί με το να παριστάνουμε ότι η μετανάστευση είναι κάτι φυσικό, επιθυμητό ή ευκταίο». Πώς να το υπογράψει άλλωστε, όταν στα τέλη Αυγούστου (μεταξύ άλλων περιπτώσεων) δήλωσε ότι «τα μεταναστευτικά κύματα μπορούν να προκαλέσουν πολλά προβλήματα στις κοινωνίες μας γιατί ορισμένοι επωφελούνται για να μειώσουν τους μισθούς και να πιέσουν τα κοινωνικά κεκτημένα».
Στη Δανία, μετά την εκλογική επιτυχία του ακροδεξιού Λαϊκού Κόμματος, οι Σοσιαλδημοκράτες επέλεξαν να κάνουν στροφή προς τα δεξιά, καταγγέλλοντας ότι «η οικονομία μας και η συνοχή μας απειλούνται από τον αριθμό των προσφύγων».

Δήθεν φιλεργατικοί και όχι αντι-ισλαμιστές

Η αντιμεταναστευτική Αριστερά προσπαθεί να διαφοροποιηθεί από την Ακροδεξιά τονίζοντας ότι ζητεί το κλείσιμο των συνόρων, όχι για να μην αλλοιωθεί ο χριστιανικός χαρακτήρας της Ευρώπης, αλλά για να μην αλωθούν τα κοινωνικά κεκτημένα. Οι δανοί Σοσιαλδημοκράτες διατείνονται ότι κίνητρό τους είναι να διατηρηθεί «το υψηλό επίπεδο των κοινωνικών παροχών», η Βάγκενκνεχτ στηλιτεύει «τον ανταγωνισμό για τις θέσεις εργασίας, ιδίως τις χαμηλόμισθες» ενώ στελέχη του κόμματος του Μελανσόν κατηγορούν το κύμα μεταναστών για τη «μείωση των μισθών που ωφελεί τα αφεντικά». Τα επιχειρήματά τους αυτά όμως όχι μόνο δεν τους διαφοροποιούν από την Ακροδεξιά αλλά και ενισχύουν τη θεωρία των δύο άκρων που συναντώνται.
Ο γενικός γραμματέας της CGT, του μεγαλύτερου συνδικάτου στη Γαλλία, Φιλίπ Μαρτινέζ, χαρακτήρισε «αναληθή» τα επιχειρήματα της Ανυπότακτης Γαλλίας και πρόσθεσε: «Η εθνικιστική ρητορική, που θέτει αντιμέτωπους τους γάλλους εργαζομένους με τους μετανάστες εργαζόμενους, είναι μια παλαιά συνταγή της άκρας Δεξιάς».
Στο ίδιο πνεύμα, ο Πατρίκ Σιμόν, ερευνητής στο Εθνικό Ινστιτούτο Δημογραφικών Μελετών (INED), είπε μιλώντας στον «Monde» ότι η ρητορική της αντιμεταναστευτικής Αριστεράς «μοιάζει συχνά με εκείνη του Εθνικού Συναγερμού» της Μαρίν Λεπέν. «Προωθεί τον αποκλεισμό δικαιολογώντας την προτίμηση προς τους Γάλλους. Η λογική αυτή παράγει εθνο-φυλετικές ιεραρχίες».
Οσο για τα οικονομικά στοιχεία που αντικρούουν τα δήθεν «φιλεργατικά» επιχειρήματα της αντιμεταναστευτικής Αριστεράς, η τελευταία σχετική μελέτη δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο στην επιθεώρηση «Science Advances» και αφορά τις συνέπειες από μετανάστες και πρόσφυγες σε 15 ευρωπαϊκά κράτη την περίοδο 1985-2015. Το συμπέρασμα είναι σαφές: τα μεταναστευτικά-προσφυγικά κύματα «δεν επιδεινώνουν τη μακροοικονομική κατάσταση ούτε τη δημοσιονομική ισορροπία των χωρών υποδοχής, διότι η αύξηση των δημοσίων δαπανών που επιφέρουν αντισταθμίζεται με το παραπάνω από την αύξηση των φορολογικών εσόδων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης».

Ανακατατάξεις εν όψει ευρωεκλογών

Οι ευρωεκλογές του Μαΐου αναμένεται να επισπεύσουν και άλλες ανακατατάξεις εντός της ευρύτερης Αριστεράς στην ήπειρο. Για παράδειγμα, στη Γαλλία αναμένεται να ανακοινωθεί τον Νοέμβριο η δημιουργία ενός κινήματος που θα ενώσει τη «μη μελανσονική» Αριστερά και θα καλύψει τον χώρο ανάμεσα στην Ανυπότακτη Γαλλία και τον Εμανουέλ Μακρόν. Ανάμεσα στους ιδρυτές είναι ο αρθρογράφος Ραφαέλ Γκλικσμάν και ο οικονομολόγος Τομάς Πορσέ, οι οποίοι αμφότεροι έχουν υπογράψει το Μανιφέστο για την Υποδοχή των Μεταναστών. Ηδη εν όψει των ευρωεκλογών, γαλλικά αριστερά κόμματα όπως το Ευρώπη Οικολογία-Πράσινοι και το Generation.s (του Μπενουά Αμόν) στηλιτεύουν τον «αριστερό εθνικισμό» του Μελανσόν.
Ο Μελανσόν επικρίνεται και από τα αριστερά, όπως από το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα (ΝΡΑ) του Ολιβιέ Μπεζανσενό που του έγραψε το Twitter: «Δεν είναι οι μετανάστες που πιέζουν τους μισθούς αλλά το ποσοστό κέρδους που οι καπιταλιστές αρπάζουν από την εργασία των μισθωτών, Γάλλων ή μεταναστών, στη Γαλλία, όπως και σε όλο τον κόσμο. Διεθνιστικούς χαιρετισμούς».
Στη Γερμανία η ίδρυση ενός αντιμεταναστευτικού κινήματος στους κόλπους της Ντι Λίνκε θεωρείται από πολλούς σύμπτωμα υπαρξιακής κρίσης της γερμανικής Αριστεράς. Στόχος της Βάγκενκνεχτ, που προς το παρόν παραμένει σχετικά απομονωμένη εντός της Ντι Λίνκε, είναι να κερδίσει το έδαφος που καταλαμβάνει η Ακροδεξιά και να προσελκύσει ψηφοφόρους, ιδίως από την πρώην Ανατολική Γερμανία, που αντιτίθενται στους μετανάστες αλλά δεν επιθυμούν να ψηφίσουν την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία. Δεν αποκλείεται όμως η αντιμεταναστευτική ρητορική της Βάγκενκνεχτ να αποξενώσει ψηφοφόρους και τελικά να καταλάβουν οι Πράσινοι τον χώρο που θα χάσει η Αριστερά.