«Ηθική υποχρέωση» χαρακτήρισε ο Αλέξης Τσίπρας την επιστροφή των αναδρομικών στους συνταξιούχους που υπέστησαν περικοπές με το δεύτερο μνημόνιο. Η ηθική υποχρέωση συνοδεύεται από έναν βαρύ λογαριασμό, ο οποίος μπορεί να υπερβεί τα 9 δισεκατομμύρια ευρώ, χρήματα που δεν υπάρχουν στα δημόσια ταμεία και που αν επιδικαστούν θα τινάξουν στον αέρα τη δημοσιονομική σταθεροποίηση. Μικρό το κακό, γιατί ο Πρωθυπουργός έχει «πολιτική βούληση» να αποκαταστήσει τις αδικίες των προηγούμενων κυβερνήσεων μέσα από μια σειρά θετικών πρωτοβουλιών, επειδή η κυβέρνηση, όπως είπε στη Βουλή, έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια και η οικονομία ανακάμπτει. Επιπλέον, τόνισε, «σταματήσαμε τη ρεμούλα, τη διαφθορά, τη φοροαποφυγή, τη φοροασυλία, νοικοκυρέψαμε τα δημόσια οικονομικά, είχαμε χρηστή διαχείριση των δημόσιων πόρων και καταφέραμε αυτό που όλοι στην Ευρώπη ονομάζουν «ένα μικρό θαύμα»!».
Αυτό το δημοσιονομικό «θαύμα» δίνει στον κ. Τσίπρα το δικαίωμα να λέει στην αντιπολίτευση «ένα-ένα θα έρθουν τα μέτρα του… τέταρτου μνημονίου και θα λέτε «ναι σε όλα», όπως λέγατε «ναι σε όλα» στα πιο σκληρά μέτρα των μνημονίων που πέρασαν ποτέ». Και το θέμα είναι ότι έχει δίκιο. Η κυβέρνηση παίζει ύπουλα και ανενδοίαστα με 2,6 εκατομμύρια συνταξιούχους, δηλαδή με 2,6 εκατομμύρια ψηφοφόρους, τους οποίους ο Πρωθυπουργός διεκδικεί επιθετικά, δηλώνοντας ότι «δώσαμε μάχες στο εξωτερικό για να κρατήσουμε τις συντάξεις ανέπαφες». Παράλληλα, δεν λέει κουβέντα για τους νέους, οι οποίοι είτε εγκατέλειψαν τον ΣΥΡΙΖΑ είτε δεν έχουν φτάσει ακόμα σε ηλικία ψήφου, και την ηθική υποχρέωση που έχει και προς εκείνους. Ολα για την επόμενη κάλπη, τίποτα για τις επόμενες γενιές.

Η καθυστέρηση…

Η Νέα Δημοκρατία, όπως και η υπόλοιπη αντιπολίτευση, ακολουθεί την κυβέρνηση σε αυτό το «εμπόριο συντάξεων» που ναρκοθετεί το μέλλον του ασφαλιστικού συστήματος και το νομιμοποιεί με την ψήφο της, ενώ εσωτερικά είναι διχασμένη καθώς τμήμα του κόμματος δεν υιοθετεί τις εξαγγελίες Μητσοτάκη για τους τρεις πυλώνες ασφάλισης. Το Κίνημα Αλλαγής, το ΚΚΕ, η Ενωση Κεντρώων και το Ποτάμι τάχθηκαν στη Βουλή υπέρ της τροπολογίας για την εφάπαξ καταβολή των αναδρομικών των ειδικών μισθολογίων (ενστόλων, γιατρών του ΕΣΥ, δικαστικών, πανεπιστημιακών κ.ά.). Η μόνη κριτική που άσκησαν στην κυβέρνηση ήταν ότι καθυστέρησε τριάμισι χρόνια να εφαρμόσει τις δικαστικές αποφάσεις που δικαίωναν τους προσφεύγοντες και ότι τις θυμήθηκε σε μια περίοδο που λογίζεται από όλους ως προεκλογική. Από την Πειραιώς διευκρίνιζαν ότι αν κερδίσουν τις εκλογές θα δώσουν τα αναδρομικά αλλά με τον ρυθμό που θα επιτρέπει η οικονομία.
Η γαλαντομία των κομμάτων, κυβερνητικών και αντιπολιτευόμενων, κρύβει κάτω από το χαλί την ανησυχητική αλήθεια για τη χώρα και δείχνει ότι τίποτα δεν διδαχθήκαμε, πολιτικοί και πολίτες, από την κρίση. Το δημογραφικό πρόβλημα, που σήμερα είναι δύσκολα αντιμετωπίσιμο, θα είναι, σύμφωνα με τους ειδικούς, τραγικό το 2030. Αρα το πολιτικό σύστημα έχει περιθώριο περίπου 15 χρόνια για να βρει βιώσιμη λύση για τα ασφαλιστικά ταμεία. Διαφορετικά; «Ο Θεός να βάλει το χέρι του» είναι η μεταφυσική απάντηση που λαμβάνει όποιος ρωτά ακόμα τους τεχνοκράτες του ασφαλιστικού συστήματος.
«Βίαιη ανατροπή»
Οπως έχει επισημάνει ο Τάσος Γιαννίτσης στο βιβλίο του «Το Ασφαλιστικό και η κρίση» (εκδόσεις Πόλις), «μια βαθύτερη ανάλυση των δεδομένων της οικονομίας και της πολιτικής δείχνει πως, μολονότι οι κεντρικοί μηχανισμοί της κρίσης ήταν γενικότεροι, το Ασφαλιστικό έπαιξε πολύ πιο καθοριστικό – ίσως και καταλυτικό – ρόλο στη βίαιη ανατροπή πολλών κεντρικών σχέσεων και ισορροπιών και στη γένεση της κρίσης απ’ ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως». Ακόμη και στην κρίση, ενώ οι δαπάνες για μισθούς περιορίστηκαν για τις συντάξεις, παρέμειναν φουσκωμένες. Η μισθολογική δαπάνη το 2000  αντιστοιχούσε στο 25% των εσόδων της γενικής κυβέρνησης, το 2009 ήταν 34% και το 2014 μειώθηκε στο 26%. Η συνταξιοδοτική δαπάνη από 26% που ήταν το 2000, έφτασε στο 37% το 2009 και παρέμεινε σε αυτό το ποσοστό το 2014. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα δαπανά περίπου το 17% του ΑΕΠ για συντάξεις – τα στοιχεία είναι του 2016 και το υπουργείο Εργασίας δεν τα επικαιροποιεί. Οσο παραμένει υψηλή η συνταξιοδοτική δαπάνη, τόσο θα πιέζει τα δημόσια οικονομικά για περισσότερους φόρους και θα επιβάλλει αντιαναπτυξιακή και άδικη κατανομή των πόρων της οικονομίας.

Τα ποσοστά

Τα στοιχεία αυτά τα γνωρίζουν πολύ καλά στα κομματικά επιτελεία. Γνωρίζουν όμως και κάποια άλλα νούμερα: Στις εκλογές του Ιουνίου του 2012, η ΝΔ και το ΠαΣοΚ (ο παλαιός δικομματισμός) έλαβαν το 63% των ψήφων των συνταξιούχων (43% η ΝΔ και 20% το ΠαΣοΚ). Ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε το 16%. Τον Ιανουάριο του 2015 η εικόνα άλλαξε δραστικά. Τα ποσοστά της ΝΔ και του ΠαΣοΚ αθροιστικά περιορίστηκαν στο 44%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύτηκε στο 32%. Σε εκείνες τις εκλογές διαπιστώθηκε το παράδοξο να ψηφίζουν με τα ίδια ποσοστά ένα αριστερό κόμμα διαμαρτυρίας φοιτητές (33%) και συνταξιούχοι (32%)!
Τον Σεπτέμβριο του 2015, παρά την καταστροφική διαπραγμάτευση και τα capital controls, ο ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε την επιρροή του στους συνταξιούχους (35%), αλλά αύξησε και η ΝΔ το ποσοστό της (37%). Η Δημοκρατική Συμπαράταξη ήταν τρίτη δύναμη στην ηλικιακή ομάδα 55 ετών και άνω με ποσοστό 9%. Το εκλογικό σώμα γερνάει, οι συνταξιούχοι είναι η πολυπληθέστερη ομάδα και η πιο συνεπής στις εκλογικές της υποχρεώσεις και τα τελευταία 15 χρόνια πάνω από 2 εκατομμύρια πολίτες, κυρίως νεότερων ηλικιών, δεν ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα.
Τον Μάιο του 2016 η κυβέρνηση ψήφισε τον νόμο Κατρούγκαλου. Ο κ. Τσίπρας, αφού κατηγόρησε τον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι μετατρέπει τη ΝΔ σε «κόμμα διαμαρτυρίας», διαβεβαίωνε: «Με το νομοσχέδιο που ψηφίζουμε σήμερα αποσκοπούμε στη δημιουργία ενός ασφαλιστικού συστήματος βιώσιμου, που θα εγγυάται τις συντάξεις όλων των πολιτών με κοινωνική δικαιοσύνη». Η ίδια η κυβέρνηση που τον ψήφισε άρχισε να ξηλώνει διατάξεις του και να προαναγγέλλει την κατάργηση των υπολοίπων (εισφορές μη μισθωτών, συντάξεις χηρείας κ.λπ.). Τον Σεπτέμβριο του 2017 η Εφη Αχτσιόγλου έφερε νομοσχέδιο και άλλαξε διατάξεις του Κατρούγκαλου, ενώ παράλληλα με δημόσιες τοποθετήσεις τασσόταν αναφανδόν υπέρ του!

Οι προσφυγές για τις περικοπές και οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης

Η κυβέρνηση προβάλλει την υποχρέωση συμμόρφωσης στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Η πολυσυζητημένη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (2287/2015), που ελήφθη το 2014, δημοσιεύθηκε το 2015, στην πιο πολωμένη αντιμνημονιακή περίοδο, και αποτελεί νομολογία για τα κατώτερα δικαστήρια, γεννά σκέψεις και ερωτήματα.
Το ΣτΕ δεν δίκασε μια αναίρεση κατά απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, ούτε μια αίτηση ακύρωσης. Δίκασε στο πλαίσιο μιας πιλοτικής δίκης ένα ζήτημα συνταγματικότητας προκειμένου να επισπευστούν οι δίκες όσων είχαν προσφύγει στα δικαστήρια κατά των περικοπών. Αυτό σημαίνει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατον να ανοίξει ο δρόμος για την ανατροπή της συγκεκριμένης νομολογίας. Μέσω αυτής δικαιώνονται όσοι προσέφυγαν κατά των περικοπών του δεύτερου μνημονίου μετά το 2015 ή δεν έχουν προσφύγει καθόλου και μπορούν να διεκδικήσουν αναδρομικά, κατά μια άποψη, από τον Ιούνιο του 2015 ως τον Μάιο του 2016 και, κατ’ άλλη, από τον Ιούνιο του 2015 ως τον Δεκέμβριο του 2018.

Οι μειώσεις

Παράλληλα, αναμένονται και άλλες αποφάσεις που θα εισαχθούν με άλλη δικονομική πρόσβαση, όπως π.χ. ο νόμος Κατρούγκαλου, για τη συνταγματικότητα του οποίου εκκρεμεί απόφαση του ΣτΕ.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε συνταγματικές τις περικοπές του πρώτου μνημονίου, αλλά όχι του δεύτερου. Η απόφαση 2287/2015 του ΣτΕ δεν ελήφθη ομόφωνα. Η πλειοψηφία υποστήριξε ότι οι περικοπές ψηφίστηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης. Οτι θα έπρεπε να είχε προηγηθεί εμπεριστατωμένη αναλογιστική μελέτη και ότι οι μειώσεις δεν θα έπρεπε να θίγουν το όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Μέλος της πλειοψηφίας ήταν ο Νίκος Σακελλαρίου, ο οποίος τον Οκτώβριο του 2016, εν μέσω πολιτικής έντασης για τον νόμο περί τηλεοπτικών αδειών, επισκέφθηκε τον Πρωθυπουργό με την ιδιότητα του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, μαζί με την τότε πρόεδρο του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου. Ο κ. Σακελλαρίου ξεσήκωσε θύελλα με τη δήλωσή του ότι «οι δικαστές έχουν καθήκον να πιάνουν τον σφυγμό της ελληνικής κοινωνίας» και η κυρία Θάνου επειδή έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη διασφάλιση του μισθολογίου και την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης των δικαστών. Τον Μάιο του 2018 ο κ. Σακελλαρίου παραιτήθηκε αιφνιδιαστικά επικαλούμενος την αδυναμία του να ελέγξει τις διαρροές από τις διασκέψεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τον νόμο Κατρούγκαλου. Τόνισε όμως ότι είχε από την αρχή ταχθεί κατά των μνημονιακών ρυθμίσεων και ότι είχε προειδοποιήσει μαζί με άλλους δικαστές για τον ορατό κίνδυνο «περαιτέρω μειώσεως του ύψους των απονεμομένων συντάξεων με αποτέλεσμα την πλήρη εξαθλίωση όλων των συνταξιούχων».

Οι δικαστές

Οι συντάξεις των δικαστών είναι συνταγματικά κατοχυρωμένες και το Μισθοδικείο έκρινε με σειρά αποφάσεων αντισυνταγματικές τις περικοπές των συντάξεών τους, γεγονός που προκάλεσε πλήθος επικριτικών σχολίων. Σε αυτούς που μειοψήφησαν συγκαταλέγεται μεταξύ άλλων η σημερινή πρόεδρος του ΣτΕ Αικατερίνη Σακελλαροπούλου. Στο σκεπτικό τους επισημαίνεται ότι όταν η κυβέρνηση διαπιστώνει μεταβολή των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, μπορεί να αναπροσαρμόσει τις ασφαλιστικές παροχές, ακόμα και να τις μειώσει, χωρίς προηγούμενες αναλογιστικές μελέτες.
Οι αντιφατικές δηλώσεις της υπουργού Αχτσιόγλου ότι «δεν θα ευδοκιμήσουν τα αναδρομικά στο Εφετείο» και του υφυπουργού Πετρόπουλου ότι «μόνο όσοι δικαιωθούν θα λάβουν αναδρομικά» στέλνουν σωρηδόν τους ενδιαφερόμενους στα δικηγορικά γραφεία και καλλιεργούν προσδοκίες. Και δεν λείπουν αυτοί που εκτιμούν ότι η κυβέρνηση αυτοεγκλωβίστηκε στα ίδια της τα προπαγανδιστικά τεχνάσματα.