Υστερα από μια κακή χρονιά για τα ελληνικά ομόλογα που σημείωσαν την 4η χειρότερη επίδοση ανάμεσα στις κυριότερες οικονομίες του πλανήτη, αλλά και τις ελληνικές μετοχές που εμφάνισαν την 5η χειρότερη απόδοση μεταξύ 100 και πλέον αγορών στον κόσμο, το τοπίο και το 2019 δεν δείχνει ευνοϊκό για τους ελληνικούς τίτλους.

Για την αγορά, η Ελλάδα είναι μια ειδική περίπτωση και ουσιαστικά η αναμενόμενη νέα έκδοση ομολόγων στις αρχές του 2019 θα προσπαθήσει περισσότερο να ενισχύσει το προεκλογικό προφίλ της κυβέρνησης παρά να σηματοδοτήσει την πλήρη πρόσβαση της χώρας σε φθηνή χρηματοδότηση, ενώ στο χρηματιστήριο η διακύμανση μεταξύ 550 και 850 μονάδων φαντάζει το πιο πιθανό σενάριο, με το αποτέλεσμα των εκλογών ωστόσο, όποτε και αν λάβουν χώρα, να καθορίζει και τις τελικές αποδόσεις του έτους. Κοινός τόπος μεταξύ των αναλυτών είναι εξάλλου ότι οι δυσμενείς διεθνείς συνθήκες στις κεφαλαιαγορές δεν αποτελούν παροδικό φαινόμενο, με αποτέλεσμα οι επενδυτές να γίνονται σταδιακά πιο επιλεκτικοί, στρεφόμενοι σε πιο ποιοτικές τοποθετήσεις.

Σε αυτό το περιβάλλον, όπως εκτιμούν, η Ελλάδα ουσιαστικά σήμερα – παρά την «καθαρή έξοδο» – βρίσκεται ακόμη εκτός αγορών, αφού για να δανειστεί για 10 χρόνια θα πρέπει να πληρώσει απαγορευτικό επιτόκιο 4,3%-4,5%. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΟΔΔΗΧ (Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους) στο χρηματοδοτικό σχέδιό του για το 2019, που θα έπρεπε να ενημερώνει τους επενδυτές ανά τον κόσμο για το ύψος και τη χρονική τοποθέτηση των εκδόσεων ομολόγων, ανακοίνωσε τρία σενάρια που προβλέπουν την άντληση 3, 5 ή 7 δισ. ευρώ χωρίς να αναφέρει ούτε πότε προγραμματίζονται οι εκδόσεις, ούτε τον χρόνο ωρίμασης των νέων ομολόγων, ούτε το ύψος των κεφαλαίων.

Το προεκλογικό προφίλ

Τα υψηλά επιτόκια (π.χ. 3,8% του ΔΝΤ, 4,7% του πενταετούς που λήγει τον Απρίλιο του 2019, 6% της ΕΚΤ λήξεως Ιουνίου 2019) επιτρέπουν κάποιες κινήσεις, με τους διαχειριστές κεφαλαίων να αναμένουν τους πρώτους μήνες του 2019 μια νέα έκδοση ομολόγων μικρότερης διάρκειας (π.χ. 5ετή ομόλογα), η οποία όμως, αντί να σηματοδοτεί την ουσιαστική επιστροφή της χώρας στις αγορές, θα προσπαθήσει να ενισχύσει μάλλον το προεκλογικό προφίλ της κυβέρνησης.

Για τον Philip Brown της Citigroup, για να πάνε καλά τα πράγματα για την Ελλάδα, θα πρέπει να επιτυγχάνονται οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα, να σημειωθεί πρόοδος στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και στον ρυθμό μείωσης των «κόκκινων» δανείων και να διευρυνθεί η δυνατότητα των ελληνικών τραπεζών να αγοράζουν κρατικούς τίτλους.

Αν πάντως ο ΟΔΔΗΧ περιμένει απλώς την απόφαση των δανειστών που θα επιτρέπει στις ελληνικές τράπεζες να φορτωθούν περισσότερα ομόλογα, «πατώντας» και πάνω στο «μαξιλαράκι» των 26,5 δισ. ευρώ, οι αγορές, αποτιμώντας τα δεδομένα, δύσκολα θα επιτρέψουν, με εύλογα επιτόκια, την πλήρη και μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση της χώρας.

Τα περιθώρια δανεισμού

Η έξοδος της Ελλάδας από τα μνημόνια, και λόγω συγκυρίας, δεν συνοδεύτηκε από μείωση επιτοκίων δανεισμού που θα βοηθούσε τόσο το κράτος όσο και τις επιχειρήσεις, παρατηρεί ο Γιώργος Κοφινάκος της Stormharbour LLP London. Σε μια στιγμή επίσης που το διεθνές οικονομικό περιβάλλον έχει γίνει λιγότερο ευνοϊκό και πιο ευμετάβλητο και οι αποδόσεις π.χ. των 10ετών ομολόγων στις ΗΠΑ αναμένεται να φθάσουν το 2019 ως το 3,75%, αυτόματα περιορίζονται και τα περιθώρια δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου – όταν, εν τέλει, βγει στις αγορές – με επιτόκιο π.χ. κάτω του 4% για την ίδια περίοδο.

Αντίστοιχα και στο ελληνικό χρηματιστήριο, με τις πρόσθετες εσωτερικές του αδυναμίες (σκάνδαλο Follie Folie, πλήγμα στην αξιοπιστία της εταιρικής διακυβέρνησης των ελληνικών επιχειρήσεων, τραπεζικός τομέας), η διακύμανση μεταξύ 550 και 850 μονάδων φαντάζει ως το πιο πιθανό σενάριο.

Τα «κόκκινα» δάνεια

Στα μέσα του 2019 θα επανέλθει, όπως εκτιμά, η συζήτηση για την  επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών στο πλαίσιο και των στρες τεστ του 2010, χωρίς όμως να αναμένονται δραματικές κεφαλαιακές αλλαγές. Μια συνολική λύση για τις τράπεζες, αναφορικά με τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, όπως προτείνεται και από το ΤτΕ και το ΤΧΣ, θα δώσει μεγάλη ανάσα στους ισολογισμούς τους και θα τις απελευθερώσει από την εσωστρέφεια των προηγούμενων χρόνων. Μέσα στο 2019 επίσης, σύμφωνα με τον κ. Κοφινάκο, η πιθανότητα μιας νέας κεντροδεξιάς κυβέρνησης ενδέχεται να δημιουργήσει ένα θετικό μομέντουμ σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Η διατήρηση ωστόσο της θετικής προοπτικής από τους επενδυτές θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο η νέα κυβέρνηση θα ανταποκριθεί γρήγορα με θετικά αναπτυξιακά βήματα (μείωση εταιρικής και ατομικής φορολογίας, κίνητρα για επενδύσεις, φιλικό επενδυτικό περιβάλλον κ.λπ.).

Διαχειριστές κεφαλαίων σημειώνουν πως ο εκλογικός κύκλος στην Ελλάδα δημιουργεί ανησυχίες για τη συνέχιση και εμβάθυνση της μεταρρυθμιστικής ατζέντας, προκαλώντας ερωτηματικά και για την επόμενη μέρα των εκλογών.  Θα είναι, αναρωτιούνται, η νέα κυβέρνηση ισχυρή και φιλική προς την αγορά και τις επιχειρήσεις, αποτελώντας θετικό καταλύτη για τις επενδύσεις, ή οι διαμορφωθείσες εκλογικές ισορροπίες θα οδηγήσουν σύντομα σε νέα εκλογική αναμέτρηση και μάλιστα με απλή αναλογική, αυξάνοντας το πολιτικό ρίσκο;

Η οικονομία, το χρέος και οι εκλογές

H Ελλάδα θα πρέπει κάποια στιγμή να πάρει την τύχη ξανά στα χέρια της. Μετά τη συρρίκνωση του ΑΕΠ της κατά 27,8% μεταξύ του 2ου τριμήνου του 2007 και του 3ου τριμήνου του 2015, η ελληνική οικονομία σταθεροποιήθηκε, πετυχαίνοντας ρυθμούς ανάπτυξης στην περιοχή του 2%, επίπεδο όμως που δεν μπορεί να καλύψει σε εύλογο διάστημα τις μεγάλες πληγές της κρίσης.

Σύμφωνα με την κυρία Giada Giani, οικονομολόγο της Citigroup, το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να κινηθεί στην περιοχή του 2,2% εφέτος, που είναι ο ταχύτερος ρυθμός από το 2007, αλλά παραμένει ακόμη περίπου 25% χαμηλότερα από την κορυφή του πριν από την κρίση.

Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και μια τεράστια εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών βελτιώθηκε λιγότερο από ό,τι σε άλλες χώρες της ΕΕ. Η εγχώρια αποταμίευση είναι ανεπαρκής για να καλύψει τις επενδυτικές ανάγκες της οικονομίας, αφού οι πραγματικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά 65%.

Επίσης, όπως επισημαίνει η ίδια, με το 80% του δημόσιου χρέους να βρίσκεται στα χέρια των επίσημων πιστωτών και αυτό το μερίδιο να αναμένεται να μειωθεί πολύ αργά την επόμενη δεκαετία, οι σχέσεις της Αθήνας με τους ευρωπαίους πιστωτές θα καθορίσουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους και όχι η πορεία της οικονομίας.

Η προθυμία τους να στηρίξουν την Ελλάδα – επιτρέποντας ενδεχομένως λιγότερο φιλόδοξους αλλά πιο βιώσιμους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα – θα παραμείνει καθοριστική για την αξιολόγηση της ικανότητας της χώρας να ανταποκριθεί στις μελλοντικές χρηματοοικονομικές της υποχρεώσεις. Οι εκλογές του 2019 αποτελούν, σύμφωνα με την ίδια, θετικό στοιχείο για τη χώρα.

Αν και σημειώνει την ανάκαμψη των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις σε σχέση με τα χαμηλά του 2017 (στην περιοχή του 25%), η Νέα Δημοκρατία εξακολουθεί να ηγείται με 37%.

Οπως αναφέρει, μια συντηρητική κυβέρνηση στην Ελλάδα θα είναι πιο φιλική προς την αγορά και τις επιχειρήσεις από ό,τι ο σημερινός συνασπισμός, αν και μπορεί να είναι δύσκολο να επιτευχθεί αυτοδυναμία, δεδομένης της σημερινής δομής του Κοινοβουλίου.