Πώς θα είναι ο κόσμος και οι οικονομίες μετά την πανδημία
Η κρίση του κορωνοϊού αποκάλυψε τη γύμνια της οικονομικής αφήγησης των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών – Η επόμενη «κανονικότητα» της καθημερινής ζωής και των συνηθειών μας θα είναι μάλλον αρκετά διαφορετική
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Στην ανατολή του 2021 οι ελπίδες όλων, ακόμα και των διόλου ευάριθμων πολιτικών-σαμάνων που μας έχουν προκύψει, για τον τερματισμό του εφιάλτη της πανδημίας εναπόκεινται αποκλειστικά και μόνο στην επιστήμη.
Ποιος φανταζόταν ότι η δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα θα είχε αυτόν τον τραγικό επίλογο. Επειτα μάλιστα από μια ακόμα ανείπωτη κρίση, που ξεκίνησε ως χρηματοπιστωτική και εξελίχθηκε σε κοινωνική και πολιτική, η οποία «έκλεισε» την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας.
Ολοι συμφωνούν, βέβαια, ότι η κρίση του 2008-2009, ακόμα και για χώρες που για διάφορους λόγους άργησαν πολύ να την ξεπεράσουν, όπως είναι η Ελλάδα, μοιάζει με υγιεινό περίπατο μπροστά σε αυτή που βιώνουμε. Τη φορά αυτή οι μικρές πλην πανίσχυρες μειοψηφίες των ανθρώπινων κοινωνιών που θα διέλθουν αλώβητες ή ακόμα και θα πλουτίσουν από την κρίση, δύσκολα θα καμωθούν πειστικά ότι «δεν έγινε και τίποτε». Η επόμενη «κανονικότητα» της καθημερινής ζωής και των συνηθειών μας θα είναι μάλλον αρκετά διαφορετική.
Η ανάκαμψη
Το 2021, τουλάχιστον, δεν θα αποκαταστήσει την απελπισμένα αναζητούμενη «κανονικότητα», όπως παραδέχονται ακόμα και οι θεσμικά διατεταγμένοι να αποκαθιστούν την καθεστηκυία τάξη διεθνείς οργανισμοί Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Παγκόσμια Τράπεζα – μιλάμε βέβαια για την οικονομική τάξη και εξαιρούμε την Κίνα, η οποία έχοντας ξεπεράσει την πανδημία φαίνεται πως ανατροφοδοτεί μια ανάπτυξη «ιδίοις αναλώμασι».
Και στο καλύτερο σενάριο, αποτελεσματικός εμβολιασμός και αποτροπή τρίτου κύματος της πανδημίας δηλαδή, ανάπτυξη που θα αντισταθμίζει την πτώση του ΑΕΠ (6% στις ΗΠΑ, 7% στον ΟΟΣΑ, 9% στην ΕΕ, 10,5% στην Ελλάδα) δεν προβλέπεται για την καινούργια χρονιά.
Προσφορά χρήματος
Ετσι, οι Κεντρικές Τράπεζες αυξάνουν την προσφορά χρήματος με οιονεί μηδενικά επιτόκια, ενώ οι κυβερνήσεις στηρίζουν με επιδόματα και φορολογικές διευκολύνσεις τις ασθενέστερες και βαρύτερα πληγείσες κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες και παράλληλα σχεδιάζουν προγράμματα δημοσίων επενδύσεων που θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και θα κρατήσουν ζωντανή τη φλόγα της ανάπτυξης.
Αν όμως οι δημόσιες επενδύσεις είναι κατά κανόνα ελεγχόμενες και αποδίδουν το σκοπούμενο, δηλαδή την αύξηση της παραγωγής και την αναθέρμανση της πραγματικής οικονομίας, οι ιδιωτικές – στις οποίες στοχεύει κυρίως η νομισματική πολιτική – δεν είναι. Το χρήμα δεν καταλήγει σε παραγωγικές επενδύσεις αλλά σε χρηματοοικονομικά προϊόντα, που αποφέρουν άμεσα και μεγαλύτερα κέρδη.
Αυτό συνέβαινε κατά κόρον τις καλές εποχές, που υπήρχε υψηλή καταναλωτική ζήτηση και ανάπτυξη.
Ακόμα και επιχειρήσεις του δευτερογενούς τομέα, αυτοκινητοβιομηχανίες, χαλυβουργίες και άλλες κραταιές βιομηχανίες, εμφάνιζαν υψηλότερα κεφαλαιακά κέρδη από τα κέρδη επί των πωλήσεών τους. Τώρα με τη ζήτηση να έχει καταρρεύσει και τις εθνικές οικονομίες σε ύφεση, τα περιθώρια για αύξηση της πραγματικής παραγωγής με ιδιωτικές επενδύσεις είναι ακόμα πιο περιορισμένα.
Γυμνό μοντέλο
Φτάνει έτσι η ανάλυση στην καρδιά του προβλήματος, που είναι η ανεπάρκεια του μοντέλου. Η κρίση του κορωνοϊού αποκάλυψε τη γύμνια της οικονομικής αφήγησης των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών, όπως αυτή εφαρμόστηκε αρχικά από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας τη δεκαετία του 1980. Αποκάλυψε την κοινωνική του αποτυχία, καθώς αναπαρήγαγε μεν ταχύτατα τον πλούτο, αλλά αναπαρήγαγε με ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα τη φτώχεια. Και το χειρότερο, αναπαρήγαγε τον πλούτο με τρόπο συγκεντρωτικό (συσσωρεύοντάς τον στα χέρια όλο και λιγότερων), ενώ αναπαρήγαγε τη φτώχεια με τρόπο αποκεντρωτικό, διαχέοντάς την στην κοινότητα.
Ταυτόχρονα, το μοντέλο κατέτεινε στον διαρκή και σταδιακό περιορισμό της προστασίας των ασθενέστερων και ευάλωτων, που όλο και πλήθαιναν. Ασφαλώς τα χρόνια αυτά αυξήθηκε το προσδόκιμο ζωής. Ασφαλώς μειώθηκε η παιδική θνησιμότητα στον Τρίτο Κόσμο. Ασφαλώς μειώθηκε ο αριθμός όσων ζουν σε απόλυτη φτώχεια (με λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα).
Οι εξελίξεις όμως αυτές δεν αποδίδονται στην ορθότητα του συστήματος καθαυτού, αλλά σε άλλους παράγοντες, κυρίως στην τεράστια έκρηξη της επιστήμης και των τεχνολογιών.
Ολες οι έρευνες δείχνουν ότι η σχετική φτώχεια (εισόδημα χαμηλότερο από το 60% του μέσου σε μια χώρα) αυξάνεται διαρκώς στον ανεπτυγμένο κόσμο. Δείχνουν ότι η μεσαία τάξη φτωχοποιείται συστηματικά. Αν το μοντέλο της χρηματιστηριακής ή αγοραίας οικονομίας είναι αβίωτο από όσους βιώνουν μια μιθριδατική έκπτωση της καθημερινότητάς τους, η παγκόσμια υγειονομική κρίση έδειξε ότι είναι και μη βιώσιμο αυτό καθαυτό.
Ορφανοί αναλυτές
Τη μη βιωσιμότητά του υποστηρίζει εξάλλου μια νέα γενιά οικονομολόγων και αναλυτών «δίχως πατέρα». Είναι αυτοί που αποποιούνται την κληρονομιά της Σχολής του Σικάγου και δεν θέλουν να λογίζονται «παιδιά» του Μίλτον Φρίντμαν και του Φρίντριχ Χάγεκ, αλλά εμπνέονται από τον «παππού» Τζον Μέιναρντ Κέινς. Τη μη βιωσιμότητα του μοντέλου (ή τέλος πάντων την ανάγκη να τεθεί σε αναστολή εφαρμογής) αναγνωρίζουν εμπράκτως και οι εθνικές κυβερνήσεις με τα «πακέτα-μπαζούκας» για την οικονομική ανάκαμψη (και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και ειρήνης) που ανακοινώνουν.
Ακόμα και οι κυβερνήσεις πολιτικών-σαμάνων και αρνητών του ορθού λόγου τύπου Τραμπ και Τζόνσον αυτό πράττουν. Και εντάξει, ο Τραμπ ετοιμάζει την εκστρατεία του για τις προεδρικές του 2024. Δεν είναι τυχαίο όμως ότι η κυβέρνηση Τζόνσον ανακοίνωσε στις 9 Δεκεμβρίου ότι δρομολογεί την επιβολή εφάπαξ φορολόγησης όσων Βρετανών έχουν προσωπική περιουσία άνω του 1 εκατ. στερλινών για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο κατά της πανδημίας και τις παρεμβάσεις της για την αρωγή των οικονομικά αδύναμων και ευάλωτων πολιτών και επιχειρήσεων. Θα έλεγε κανείς ότι οι Συντηρητικοί του Λονδίνου «εμπνεύστηκαν» από τους… περονιστές της Αργεντινής, που λίγες ημέρες νωρίτερα είχαν επίσης ανακοινώσει την έκτακτη «φορολόγηση των εκατομμυριούχων».
Διαψεύστηκαν οι ελπίδες για ανάκαμψη τύπου V
Oι ελπίδες για ανάκαμψη τύπου V έχουν εκ των πραγμάτων διαψευστεί. Βρισκόμαστε ήδη στην εκδοχή μιας ανάκαμψης τύπου U, αλλά υπάρχει ο κίνδυνος το U να μετατραπεί σε W σε περίπτωση που η παγκόσμια επιχείρηση «εμβολιασμός» δεν αποφέρει το ποθητό, την εξουδετέρωση δηλαδή του «φονικού εστεμμένου». Διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να βιώσουμε μια υποτροπή της πανδημίας το φθινόπωρο του 2021. Σε κάθε περίπτωση η μείζων απειλή από την υγειονομική κρίση για τις ανεπτυγμένες οικονομίες (οι αναπτυσσόμενες και κατά τεκμήριο πιο ευάλωτες έχουν μάλλον αφεθεί στην τύχη τους) είναι να περιέλθουν σε μια κοινωνική κρίση τύπου L. Για τον λόγο αυτόν οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν ήδη δρομολογήσει και εφαρμόζουν διπλές παρεμβάσεις, νομισματικές και δημοσιονομικές.
Αποδαιμονοποίηση της πρόνοιας
Τι να περιμένει κανείς από τη μετά COVID-19 εποχή; Δικαιούται να περιμένει (και να απαιτεί ίσως) τη στήριξη των κυβερνήσεων στις κοινωνίες των ανθρώπων, αμέσως και εμμέσως. Ο άμεσος τρόπος στήριξης είναι η επιδοματική (δυστυχώς, τι να κάνουμε;) αρωγή των πλέον ευάλωτων έως και απόκληρων του σύγχρονου μεταβιομηχανικού, ψηφιακού και αγοραίου καπιταλισμού. Ο έμμεσος τρόπος στήριξης των κοινωνιών είναι η πρόβλεψη πάγιας και συστηματικής κρατικής χρηματοδότησης της υγείας, της εκπαίδευσης, της τεχνολογίας, της επιστημονικής έρευνας και της τέχνης.
Η αποδαιμονοποίηση της ιδέας της παρεμβατικής οικονομικής πολιτικής, του κράτους πρόνοιας και του δημοσίου ρόλου του κράτους εν γένει, όπως και η ιδεολογική απαλλαγή τους από τη ρετσινιά της «μαδουροποίησης», έχουν ήδη απενοχοποιήσει τους κυβερνώντες σε ό,τι αφορά την άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Διότι η σύγχρονη εκδοχή του μονεταρισμού και η απόρριψη της ιδέας του χρήματος ως δημοσίου αγαθού τις τελευταίες δεκαετίες και η συνεπαγόμενη εκτίναξη των ανισοτήτων αποδυνάμωσαν τις κοινωνίες και κυρίως τις απογοήτευσαν. Στέρησαν από τους ανθρώπους την ελπίδα και το όραμα για μια καλύτερη ζωή – κάτι που αποτέλεσε τον μοχλό της ανάπτυξης και της ευημερίας που γνώρισε ο κόσμος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πολλοί λένε ότι η πανδημική κρίση είναι ο νέος πόλεμος της εποχής μας. Ενας πόλεμος που, όπως και ο προηγούμενος, μετέτρεψε την αδυναμία πρόσβασης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού σε αγαθά όπως είναι η τροφή, η στέγη, η εκπαίδευση και ασφαλώς η υγεία, σε κρίση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Υπό το πρίσμα αυτό η προστασία των δημοσίων αγαθών αναβαθμίζεται σε ζήτημα αποκατάστασης της ειρήνης και σεβασμού της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων του πολίτη.
Τα δημόσια χρέη έχουν πάρει την ανιούσα
Ασφαλώς οι πολιτικές παρέμβασης και αναδιανομής που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις έχουν έναν μεγάλο δημοσιονομικό αντίκτυπο. Και τα δημόσια χρέη των κυβερνήσεων ήδη από το 2016 έχουν πάρει την ανιούσα. Είναι προφανές ότι στη μετά COVID εποχή επιθετικά προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής που επιβάλλουν πρωτογενή πλεονάσματα, προληπτικές πιστωτικές γραμμές, εξυγιάνσεις και άλλα μέτρα στέρησης των κοινωνιών από αναπτυξιακούς πόρους δεν μπορούν να έχουν θέση – αν, βεβαίως, η παγκόσμια οικονομική και πολιτική ελίτ δεν θελήσει να διακινδυνεύσει την έκρηξη βίαιων κινημάτων ανατροπής της.
Ο 21ος αιώνας έχει ήδη δημιουργήσει μια χαμένη γενιά που δύσκολα θα δεχθεί μια νέα μεταρρύθμιση ως λύση στην απορρύθμιση της ζωής της, που βιώνει. Αυτό που επιζητεί είναι να την ξαναρυθμίσει.
Η φρασεολογία που χρησιμοποιούν το ΔΝΤ και οι άλλοι πιστωτές είναι προσώρας πολύ προσεκτική. Το Ταμείο ενθαρρύνει τις κυβερνήσεις να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες και, παρότι προβλέπει εκτίναξη των χρεών, δεν έχει αλλάξει τις εκτιμήσεις του για τη βιωσιμότητά τους. Για την Ελλάδα, επί παραδείγματι, το ΔΝΤ προβλέπει άλμα του χρέους στο 220% του ΑΕΠ. Το κρίνει όμως «βιώσιμο μεσοπρόθεσμα, με την αύξηση της ευπάθειας του χρέους που προκαλείται από την πανδημία να μετριάζεται σε μεγάλο βαθμό από το αρκετά μεγάλο χρηματικό αποθεματικό που διαθέτει η Ελλάδα και από τα κεφάλαια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης».
Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν πολύ καλά τη σημασία των διατυπώσεων. Γνωρίζουν πόσο εύκολα κάτι που θα ειπωθεί ελαφρά τη καρδία και εν τη ρύμη του λόγου μπορεί να μετατραπεί σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Μια επιστροφή σε απαξιωτικές και διχαστικές των κοινωνιών και των κρατών διατυπώσεις όταν θα νικηθεί ο κορωνοϊός, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Διότι η νέα γενιά νοικοκυριών, εταιρειών και κρατών-ζόμπι που θα δημιουργούσαν ενδεχόμενες απαιτήσεις των πιστωτών, δύσκολα θα αντιδράσει ενοχικά. Δύσκολα θα δεχθεί ότι φέρει εκείνη την ευθύνη για την τύχη της. Κοντολογίς, κρατικοποιήσεις της ζημιάς που προκάλεσε η πανδημία και ιδιωτικοποιήσεις των κερδών που θα αποφέρει η υπέρβασή της, δεν θα γίνουν ανεκτές.

