Μεγάλο θεσμικό ζήτημα εγείρεται από τις εξελίξεις στην υπόθεση Novartis. Ζήτημα δημοκρατίας και κράτους δικαίου, μαζί με την ανάδυση ενός πολιτικού και δικαστικού παρακράτους, όπως καταγγέλλει η αντιπολίτευση, και τη διαμόρφωση συνθήκης θεσμικής εκτροπής, σύμφωνα με την Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων. Οι αποκαλύψεις του μέχρι πρότινος προστατευόμενου μάρτυρα Νίκου Μανιαδάκη ότι δέχθηκε πιέσεις από τους εισαγγελείς κατά της Διαφθοράς προκειμένου να ενοχοποιήσει τρεις πολιτικούς, τους Αντώνη Σαμαρά, Αδωνι Γεωργιάδη και Γιάννη Στουρνάρα, δίνουν υπόσταση σε ένα δυσώδες παρασκήνιο το οποίο απειλεί να φέρει σε σημείο τήξης το πολιτικό σκηνικό. Είναι τέτοιο το βάρος της υπόθεσης ώστε προκαλούν απορία τα ευφυολογήματα των ανακοινώσεων του Μεγάρου Μαξίμου για το άγχος και τα νεύρα της Νέας Δημοκρατίας σχετικά με τη Novartis. Ιδίως επειδή οι βασικοί πολιτικοί που εμπλέκονται στην υπόθεση αναμένεται να κινηθούν συντεταγμένα σε σκληρή γραμμή, καταθέτοντας αίτηση εξαίρεσης εναντίον της εισαγγελέως κατά της Διαφθοράς Ελένης Τουλουπάκη και κάνοντας παράσταση διαμαρτυρίας στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου με καταγγελίες για βαριά αδικήματα, όπως κατάχρηση εξουσίας, εκβίαση μάρτυρα, ακόμα και εσχάτη προδοσία.

«Θεσμική εκτροπή»

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάλεσε τους επικεφαλής όλων των δημοκρατικών δυνάμεων της χώρας «να αποτρέψουμε από κοινού την επιχειρούμενη θεσμική εκτροπή» και το ΚΙΝΑΛ μέσω του Θεόδωρου Παπαθεοδώρου κατήγγειλε «σκευωρία με πολιτική στόχευση και με συμμετοχή δικαστικών και κυβερνητικών παραγόντων». Αλλά η υπόθεση έχει διαβρωτικές συνέπειες και για τη συνοχή της κυβέρνησης, καθώς το σκάνδαλο στο οποίο επένδυσε περισσότερο από κάθε άλλο προκειμένου να εξοντώσει τους πολιτικούς αντιπάλους της καταρρέει ως σκευωρία πάνω στο δικό της κεφάλι. Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ αναπτύσσεται τέτοια δυσαρέσκεια ώστε εκτιμάται ότι δύσκολα θα συγκρατηθεί εντός των τειχών της Κουμουνδούρου. Τι θα λέει τώρα ο Αλέξης Τσίπρας για τους προστατευόμενους μάρτυρες τους οποίους πριν από περίπου έναν χρόνο χαρακτήριζε «ήρωες», «που παίρνουν το θάρρος να πουν την αλήθεια απέναντι σε ισχυρά συστήματα», αλλά αποδείχθηκαν αδύναμοι και εκβιαζόμενοι;

Και τι θα κάνει η ελληνική Δικαιοσύνη, ακριβέστερα η κυρία Τουλουπάκη; Θα παραπέμψει την υπόθεση στην ανάκριση ελπίζοντας να απαλλαγεί σύντομα, τον Μάρτιο που λήγει η θητεία της, από το άγος της Novartis; Ή θα ασκήσει διώξεις σε πολιτικούς στηριζόμενη σε αμφιλεγόμενες μαρτυρίες;

Πυρά σε Τουλουπάκη

Η κυρία Τουλουπάκη κατηγορείται από τους πολιτικούς που αναφέρονται στη δικογραφία της Novartis για συγκεκριμένες παραβάσεις της ποινικής δικονομίας, π.χ. για τον χαρακτηρισμό των μαρτύρων ως προστατευόμενων χωρίς την έγκριση του αρμόδιου αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, παράλειψη που την υποχρέωσε αργότερα να τους αποδώσει και το καθεστώς των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος προστατεύοντάς τους από ποινικές διώξεις, χωρίς να εξετάσει αν πληρείται η προϋπόθεση του νόμου να μην έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης. Η προστασία του Ν. Μανιαδάκη δεν ισχύει εφόσον έχει καταστεί κατηγορούμενος και οι καταθέσεις του θεωρούνται άκυρες. Εξίσου απροστάτευτοι όμως είναι και οι άλλοι δύο μάρτυρες. Ενδιαφέρον έχει πώς θα κινηθεί και η κυρία Δημητρίου, η οποία σύμφωνα με δημοσιεύματα του φιλοκυβερνητικού Τύπου απέτρεψε έναν «νέο Χριστοφοράκο» με την απαγόρευση εξόδου από τη χώρα στον Μανιαδάκη.

Για ποιον λόγο οι εισαγγελείς έστρεψαν την προσοχή τους σε τρεις από τους συνολικά δέκα πολιτικούς της δικογραφίας δεν έγινε γνωστό. Ενδεχομένως επειδή η κυβέρνηση ήθελε να πλήξει τη ΝΔ μέσω των κ.κ. Σαμαρά και Γεωργιάδη, αλλά τότε εγείρεται το ερώτημα ποιος υποκίνησε τους εισαγγελείς. Για τον κ. Στουρνάρα είναι λιγότερο το μυστήριο. Η κυβέρνηση δεν τον θέλει στη θέση του κεντρικού τραπεζίτη και ο μόνος τρόπος να τον αντικαταστήσει είναι μέσω μιας δίωξης – πολιτικές και δικαστικές πηγές μιλούν για «μέθοδο Σαββαΐδου», θυμίζοντας με ποιον τρόπο καρατομήθηκε η πρώην γενική γραμματέας Δημοσίων Εσόδων. Πηγές από το Γενικό Λογιστήριο επιμένουν ότι ακόμα και μέσα στα Χριστούγεννα ασκούνταν αφόρητες πιέσεις από τη γενική επιθεωρήτρια Δημόσιας Διοίκησης σε υπαλλήλους προκειμένου να βγάλουν παράνομες συμβάσεις της συζύγου του κ. Στουρνάρα με το ΚΕΕΛΠΝΟ.

Η εμπλοκή του Μαξίμου

Από την αρχή υπήρχε μια αντιθεσμική σκιά πάνω από την υπόθεση Novartis. Το βράδυ της Δευτέρας 5 Φεβρουαρίου 2018 ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής και ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος συναντήθηκαν εκτάκτως στο Μέγαρο Μαξίμου με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Αντικείμενο της συνάντησης ήταν οι εξελίξεις στην υπόθεση Novartis, καθώς η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου είχε μόλις παραδώσει τη σχετική δικογραφία στον κ. Κοντονή προκειμένου να τη διαβιβάσει στη Βουλή επειδή αναφέρονταν σε αυτήν πολιτικά πρόσωπα.

Νωρίτερα είχε μεταβεί στον Αρειο Πάγο ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος – μια επίσκεψη που είχε σχεδιαστεί να γίνει υπό άκρα μυστικότητα και διέρρευσε τυχαία – την ώρα που πραγματοποιούνταν σύσκεψη για τη δικογραφία της Novartis με τη συμμετοχή της εισαγγελέως κατά της Διαφθοράς Ελένης Τουλουπάκη και των επίκουρων εισαγγελέων Χρήστου Ντζούρα και Γιάννη Μανώλη.

Η παρουσία του κ. Τζανακόπουλου στον Αρειο Πάγο είχε εγείρει τότε πολλά ερωτήματα αλλά όχι τόσο σοβαρά όσο αυτά που προέκυψαν από τις δηλώσεις των κ.κ. Κοντονή και Παπαγγελόπουλου κατά την έξοδό τους από το Μέγαρο Μαξίμου. Ο πρώτος υπενθύμισε ότι πριν από ένα έτος είχε δηλώσει πως το σκάνδαλο της Novartis είναι μεγαλύτερο από αυτό της Siemens, «και αυτό επιβεβαιώνεται σήμερα». Ο αναπληρωτής υπουργός ήταν πιο διαφωτιστικός: «Πριν από λίγο έλαβα μερική ενημέρωση για τα στοιχεία της δικογραφίας και η πείρα μου ως εισαγγελέα με οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως του ελληνικού κράτους». Επιπλέον θεώρησε την υπόθεση Novartis μια ευκαιρία για την «αυτοκάθαρση του πολιτικού συστήματος», όπως είπε.

Το ατόπημα

Ακόμα και αν αφήσει κανένας στην άκρη την κυνική ομολογία του ίδιου προσώπου τρεις μήνες αργότερα στη Βουλή – ξεκινώντας από τον Γαλιλαίο ο κ. Παπαγγελόπουλος κατέληξε να πει: «Ακόμη και στην πυρά να με βάλετε, το επαναλαμβάνω. Το σκάνδαλο της Novartis είναι το μεγαλύτερο. Αλλά όχι για τα πολιτικά πρόσωπα…» – τα ερωτήματα για την εξωθεσμική διαχείριση της υπόθεσης παραμένουν. Τι δουλειά είχαν δύο εκπρόσωποι της εκτελεστικής εξουσίας (Τζανακόπουλος και Παπαγγελόπουλος) να ενημερώνονται αντιθεσμικά για την πορεία μιας δικογραφίας; Πώς η εισαγγελική εμπειρία δεν απέτρεψε τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης να υποπέσει σε τέτοιο ατόπημα;

Ο κ. Παπαγγελόπουλος μοιάζει να έχει τοποθετήσει τον εαυτό του σε μια θέση υπεράνω της διάκρισης των εξουσιών. Δεν είναι μόνο οι δηλώσεις του για «ασθενείς δικαστές» και για «δικαστές που πολιτικολογούν και αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση», οι οποίες επικουρούνταν από τοποθετήσεις και tweets του αναπληρωτή υπουργού Υγείας Παύλου Πολάκη περί του θεσμικού εμποδίου που αποτελεί η Δικαιοσύνη, προκαλώντας έντονες ανακοινώσεις διαμαρτυρίας από την Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων, με τελευταία αυτή που καταγγέλλουν θεσμική εκτροπή. Είναι και η καταγγελία της εισαγγελέως Εφετών Γεωργίας Τσατάνη ότι δέχθηκε ευθεία παρέμβαση και απειλές από τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης, προκειμένου να επιστρέψει τη δικογραφία Βγενόπουλου στην εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς.  Επίσης, υπάρχει και η αναφορά στη δήλωση της πρώην εισαγγελέως κατά της Διαφθοράς Ελένης Ράικου για  «Ρασπούτιν», ο οποίος «εκμεταλλευόμενος την πολιτική του ισχύ», «με ύφος νταβατζή», της υπεδείκνυε να προβεί άμεσα στην άσκηση ποινικής δίωξης και όταν εκείνη αντιδρούσε την πίεζε λέγοντάς της «άσκησέ την και ας πάνε παρακάτω να απαλλαγούν».

Οι διώξεις κατά δικαστών

Τα τελευταία χρόνια πλήθυναν οι πειθαρχικές διώξεις και οι τιμωρίες στον χώρο όχι μόνο των εισαγγελέων αλλά και των δικαστών, οι οποίες φθάνουν ως την οριστική απόλυση. Συμπτωματικώς πρόκειται για δικαστές που έχουν χειριστεί υποθέσεις ιδιαίτερου πολιτικού ενδιαφέροντος. Σε αυτό το ζοφερό κλίμα, διενεργήθηκε η έρευνα για την υπόθεση Novartis και σχηματίστηκε η δικογραφία κατά των δέκα πολιτικών προσώπων, μεταξύ των οποίων οι πρώην πρωθυπουργοί Παναγιώτης Πικραμμένος και Αντώνης Σαμαράς και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, βασισμένη στις μαρτυρίες τριών προστατευόμενων μαρτύρων.

Οι καταθέσεις της «Αικατερίνης Κελέση», του «Μάξιμου Σαράφη» και του «Γιάννη Αναστασίου», όπως ήταν τα ψευδώνυμα των τριών μαρτύρων, ανέδειξαν μια πρόχειρη και ατεκμηρίωτη δικογραφία, καθώς κανένας τους δεν είχε άμεση γνώση των κρίσιμων γεγονότων ή δεν είχε λάβει μέρος σε χρηματισμό πολιτικού προσώπου και κατέθεταν πράγματα που άκουσαν ή τις προσωπικές τους απόψεις. Επιπλέον, οι καταθέσεις λαμβάνονταν σε δόσεις και συνεχίζονταν ακόμα και όταν υπήρχε αναφορά σε πολιτικά πρόσωπα, ενώ οι εισαγγελείς είχαν υποχρέωση από το Σύνταγμα και τον νόμο να στείλουν τη δικογραφία αμελλητί στη Βουλή.

Η συζήτηση στη Βουλή

Οταν ορίστηκε η συζήτηση στη Βουλή για τη Novartis, στις 7 Φεβρουαρίου 2017, οι δέκα πολιτικοί εμφανίστηκαν στη διαδικασία για να υπερασπιστούν την τιμή και την υπόληψή τους. Ολοι κατήγγειλαν «σκευωρία», «μεθοδεύσεις» «δυσώδεις αναφορές» «πλήρη γελοιοποίηση των θεσμών» και ζήτησαν να εμφανιστούν οι τρεις προστατευόμενοι μάρτυρες στη Βουλή έστω και με απόκρυψη της ταυτότητάς τους και να γίνει κατ’ αντιπαράσταση εξέταση. Ο κ. Σαμαράς κατέθεσε μήνυση στον Αρειο Πάγο κατά των κ.κ. Τσίπρα και Παπαγγελόπουλου «και των συνεργών τους, εντός και εκτός του δικαστικού σώματος», κατηγορώντας τους για σειρά αδικημάτων, μεταξύ των οποίων κατάχρηση εξουσίας, παράβαση καθήκοντος, σύσταση συμμορίας (για τους πολιτικούς και τους εισαγγελικούς λειτουργούς που κατήγγειλε). Η μήνυση τέθηκε στο αρχείο κατά το σκέλος που αφορούσε τους δικαστικούς λειτουργούς. Μηνύσεις κατά των προστατευόμενων μαρτύρων κατέθεσαν και άλλα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος μιλούσε τότε για «απροκάλυπτη εργαλειοποίηση των θεσμών» και για εσχάτη προδοσία «όχι σε βάρος της πατρίδας», όπως εξηγούσε, αλλά με την έννοια «της κατάλυσης των θεσμών του πολιτεύματος με τη συνεργασία πολιτικών και δικαστικών παραγόντων, με πρωτοβουλία των πολιτικών παραγόντων».

Προανακριτική-φιάσκο

Η προανακριτική επιτροπή που συστήθηκε για την υπόθεση κατέληξε σε φιάσκο. Τον Μάιο του 2018 η Βουλή αναγκάστηκε να επιστρέψει τη δικογραφία στη Δικαιοσύνη δηλώνοντας αναρμόδια να ερευνήσει τα πολιτικά πρόσωπα για τα αδικήματα της απιστίας και της δωροδοκίας, τα οποία είχαν παραγραφεί. Η κυρία Τουλουπάκη στέλνοντας για αυτά τα δύο αδικήματα τη δικογραφία στη Βουλή είχε δηλώσει ήδη τη δική της αναρμοδιότητα, ενώ για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος διατήρησε την αρμοδιότητα και προχώρησε σε σχετικές ενέργειες. Τον Απρίλιο με έγγραφο που έστειλε σε όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθώς και στην αρμόδια αρχή του Χρηματιστηρίου ζήτησε να της διαβιβαστούν τα πλήρη στοιχεία τραπεζικών καταθέσεων, τραπεζικών λογαριασμών, θυρίδων καθώς και άυλων περιουσιακών δεδομένων, όπως μετοχές, τόσο για τους δέκα πολιτικούς που αναφέρονται στη δικογραφία για τις πρακτικές της φαρμακοβιομηχανίας όσο και για τις συζύγους και για τα ενήλικα τέκνα τους (συνολικά 38 πρόσωπα). Οι λογαριασμοί ανοίχθηκαν, αλλά καμία ανακοίνωση δεν υπήρξε για το αποτέλεσμα των ελέγχων, οι οποίοι δεν θα έπρεπε ούτε να είχαν προαναγγελθεί, αφού η διαδικασία θεωρείται μυστική.

Η κυρία Τουλουπάκη δεν ήταν δυνατόν να ανακτήσει την αρμοδιότητα που η ίδια εκχώρησε – και σωστά – στη Βουλή. Ετσι παρέλαβε τη δικογραφία που της επεστράφη, αλλά φημολογείται ότι δεν την έχει στείλει στην αρμόδια ανακρίτρια, πλην της δίωξης κατά του πρώην αντιπροέδρου της Novartis Κωνσταντίνου Φρουζή για το αδίκημα της ενεργητικής δωροδοκίας (πολιτικών) και λέγεται ότι ο σχετικός φάκελος αντί για αποδεικτικό υλικό περιέχει ένα φύλλο χαρτί φτωχής αποδεικτικής αξίας.