«Ακόμη κι αν κάποιος είναι άθρησκος, στα θαύματα της βούλησης μπορεί να πιστεύει» είπε ο Αλέξης Τσίπρας το βράδυ της Πέμπτης σε τηλεοπτική του συνέντευξη, μιλώντας για τη συμφωνία Εκκλησίας και Πολιτείας σχετικά με την εκκλησιαστική περιουσία. Το «θαύμα» αυτό κατά τον Πρωθυπουργό προετοιμάστηκε, αργά και μεθοδικά, κυρίως τους τελευταίους 18 μήνες, αν και η προεργασία του είχε ξεκινήσει πριν από περίπου τρία χρόνια. Η άριστη σχέση και η αδιαμεσολάβητη και ειλικρινής επικοινωνία του με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο έφερε στα μέσα της εβδομάδας την οριστικοποίηση της συμφωνίας, η οποία και μεταδόθηκε σε πανελλήνια μετάδοση.
Παρά το γεγονός ότι είναι πρόθεση συμφωνίας, όπως είπε ο Αρχιεπίσκοπος, καθώς αυτή τελεί υπό την έγκριση της Ιεράς Συνόδου και του Υπουργικού Συμβουλίου, αποτελεί ένα σημαντικό βήμα, κατά το Μέγαρο Μαξίμου, στον εξορθολογισμό των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας.
Ο κ. Τσίπρας είχε σειρά επαφών και συνομιλιών με τον Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος τον αντιμετώπιζε με θετικό τρόπο, ενώ έγιναν και αρκετές συναντήσεις τους που δεν ανακοινώθηκαν.

Η πορεία των διαπραγματεύσεων

Από το πρώτο διάστημα στην κορυφή της Ιεραρχίας, ο κ. Ιερώνυμος υποστήριζε τη συνεργασία Εκκλησίας και Πολιτείας για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, με στόχο τη σύσταση Ταμείου Εκκλησιαστικής Πρόνοιας. Αυτό το είχε τονίσει και στη συνεδρίαση της Ιεραρχίας υπό την προεδρία του, τέτοια εποχή περίπου, το 2009.
 Ο ίδιος στις αρχές Φεβρουαρίου 2017 από το Συνοδικό Μέγαρο, κηρύσσοντας την έναρξη ημερίδας των νομικών συμβούλων της Εκκλησίας της Ελλάδος με θέμα «Εκκλησιαστική Περιουσία – Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας», είχε τονίσει την ανάγκη να συνεργαστούν Πολιτεία και Εκκλησία προκειμένου να αξιοποιηθεί η εκκλησιαστική περιουσία.
Το σήμα είχε δοθεί και επίσημα για τους μυημένους. Τον Ιούλιο του 2017 κύκλοι της Εκκλησίας της Ελλάδος άφηναν να διαρρεύσει ότι πρέπει να υπάρξουν έργα και όχι λόγια από την πλευρά της κυβέρνησης, καθώς διαπίστωναν πολύ μεγάλη καθυστέρηση στο ζήτημα της αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας. Η ίδια είχε κάνει τις κινήσεις της, καθώς η Αρχιεπισκοπή το 2014 είχε πλήρη εικόνα της περιουσίας της μετά την καταγραφή της με κεντρικό σύμβουλο την PwC.
Είχε προηγηθεί η συνάντηση του κ. Ιερωνύμου με τους υπουργούς Παιδείας και Οικονομίας για να προχωρήσει το θέμα και το αίτημα εκείνη την περίοδο της Εκκλησίας ήταν να ενεργοποιηθεί η Εταιρεία Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Ακίνητης Περιουσίας ΑΕ που είχε συσταθεί από τον Απρίλιο του 2014, στην οποία μετέχουν με 50% η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών και με 50% το Δημόσιο. Βέβαια αυτή η εταιρεία ήταν το πρώτο βήμα, καθώς δεν θα χειριζόταν το σύνολο της εκκλησιαστικής περιουσίας αλλά μόνο ακίνητα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, όπως π.χ. τα 83 στρέμματα στη Βουλιαγμένη, κ.ά.
O Πρωθυπουργός από τον Απρίλιο του 2015 με επιστολή του στον κ. Ιερώνυμο ανέφερε ότι το ζήτημα παραπεμπόταν στην «επιτροπή για τη μελέτη και επίλυση θεμάτων που απασχολούν την Εκκλησία της Ελλάδος», παρά την ύπαρξη της εταιρείας και του απαραίτητου νομικού πλαισίου.
Οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας αποκαταστάθηκαν με την τοποθέτηση του Κώστα Γαβρόγλου στο υπουργείο Παιδείας, στη θέση του Νίκου Φίλη, και έγινε επανεκκίνηση της διαδικασίας με κεντρικό ρόλο τον τότε αναπληρωτή υπουργό Οικονομίας Αλέξη Χαρίτση.
Ο Αλ. Τσίπρας ανέθεσε στον Αλ. Χαρίτση, νυν υπουργό Εσωτερικών, να καταγραφεί η εκκλησιαστική περιουσία και μέσω των «εργαλείων» που δίνει το ΕΣΠΑ προχώρησε η καταγραφή της. Μέχρι στιγμής έχει καταγραφεί η περιουσία 22 μητροπόλεων.
Η προσυμφωνία έκλεισε οριστικά στις 25 Οκτωβρίου από τις επιτροπές που εργάζονταν για αυτόν τον σκοπό. Στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών μετέβησαν οι υπουργοί Επικρατείας Δημήτρης Τζανακόπουλος, ο υπουργός Εσωτερικών Αλέξης Χαρίτσης, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος, με την ιδιότητα του συνταγματολόγου, και ο υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Καλογήρου και συζήτησαν τις τελευταίες λεπτομέρειες με τον κ. Ιερώνυμο, τον πολιτικό διοικητή του Αγίου Ορους Κωστή Δήμτσα και τον πρωτοσύγκελο της Αρχιεπισκοπής Συμεών Βολιώτη.
Για την κυβέρνηση η πρόταση συμφωνίας ανοίγει μια νέα σελίδα στις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας διασφαλίζοντας διακριτούς ρόλους για τα δύο μέρη και δεν ήταν, όπως λένε ανώτερα κυβερνητικά στελέχη, «κεραυνός εν αιθρία». Μάλιστα σημειώνουν ότι ήταν αποτέλεσμα συστηματικής προσέγγισης και δουλειάς που γίνεται επί πάρα πολλούς μήνες με κεντρικό χειριστή εκ μέρους της κυβέρνησης τον Αλ. Χαρίτση. Ολους αυτούς τους μήνες ήταν σε ανοιχτή γραμμή και έγιναν αλλεπάλληλες συναντήσεις με τον Αρχιεπίσκοπο και τον πρωτοσύγκελο Συμεών, αλλά και τους μητροπολίτες Ιωαννίνων Μάξιμο και Πατρών Χρυσόστομο, ενώ εικόνα είχε και ο Επίσκοπος Σαλώνων Αντώνιος, ο «τσάρος-υπουργός Οικονομικών» της Εκκλησίας, όπως τον αποκάλεσε δημόσια ο κ. Ιερώνυμος.
Επίσης πρωταγωνίστησαν, εκτός από τον Πρωθυπουργό, οι νομικοί Μιχάλης Καλογήρου (νυν υπουργός Δικαιοσύνης), Δημήτρης Τζανακόπουλος και Ακρίτας Καϊδατζής (νυν γενικός γραμματέας της κυβέρνησης). Και όπως έλεγε ιεράρχης στο «Βήμα», όλοι τους, αν και δεν είναι πολύπειροι πολιτικοί, ήταν μελετημένοι, με διάθεση ειλικρινούς συνεργασίας και χωρίς προκαταλήψεις. «Αν και αριστεροί, ήταν αρκετά ευσεβείς και συνετοί» συμπλήρωσε.

Επανεκκίνηση

Καρπός αυτής της συνεργασίας ήταν το ειδικό πρόγραμμα «Καταγραφή και Αξιολόγηση της Εκκλησιαστικής Περιουσίας» με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ, μέσα από το οποίο γίνεται για πρώτη φορά η συστηματική καταγραφή της σε πανελλαδικό επίπεδο.
Το συγκεκριμένο πρόγραμμα βρίσκεται ήδη σε φάση ωρίμασης, με την πρόσληψη εξειδικευμένου συμβούλου, και κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου καταρτίστηκε ερωτηματολόγιο για τη συλλογή των απαραίτητων στοιχείων για τις ανάγκες της καταγραφής και της ψηφιοποίησης του σχετικού αρχειακού υλικού.
Επιπλέον, θα εκτιμηθούν τυχόν πρόσθετες εξειδικευμένες υπηρεσίες που θα απαιτηθούν και κρίνονται απαραίτητες για την καταγραφή των ακινήτων, όπως για παράδειγμα ο εντοπισμός και τοπογράφηση ανεντόπιστων ακινήτων, ο νομικός έλεγχος σε υποθηκοφυλακεία για την ανεύρεση εμπράγματων δικαιωμάτων, η νομική διερεύνηση διεκδικούμενων ακινήτων κ.λπ.
Οι σχετικές εργασίες αναμένεται να τελειώσουν σύντομα και στις αρχές του χρόνου θα ακολουθήσει ανοιχτή προκήρυξη και διαγωνισμός για την επιλογή του αναδόχου που θα υλοποιήσει το έργο. Στόχος είναι η ετήσια επιδότηση του Κράτους προς την Εκκλησία να υπερκαλύπτεται από τα έσοδα του εν λόγω Ταμείου σε χρονικό ορίζοντα ως το 2030.
Οπως διευκρινίζουν από την κυβέρνηση, το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας δεν έχει καμία σχέση με την Εταιρεία Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Ακίνητης Περιουσίας ΑΕ που είχε συσταθεί τον Απρίλιο του 2014, επί κυβερνήσεως Σαμαρά.
Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία είχε περιορισμένο αντικείμενο. Αφορούσε τη διαχείριση μη αμφισβητούμενων ακινήτων υψηλής αξίας, αποκλειστικά της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, όπως αυτά που υπάρχουν στην Πεντέλη, στη Βουλιαγμένη και στην περιοχή της Φασκομηλιάς από τη λίμνη της Βουλιαγμένης έως τη Βάρκιζα.
Τώρα, η συμφωνία, στην οποία κεντρικό ρόλο για την υλοποίησή της θα έχει ο Αλ. Χαρίτσης, αφορά το σύνολο της εκκλησιαστικής περιουσίας σε ολόκληρη την Ελλάδα, με στόχο να αξιοποιηθούν οι αμφισβητούμενες και από τις δύο πλευρές περιουσίες.