Λίγα λεπτά αφότου είχα φτάσει στο Πόρτο, στεκόμουν στη σιδερένια Πόντε ντε Ντομ Λουίς Α’, μία από τις γέφυρες που ενώνουν, πάνω από τον ποταμό Ντούρο, τις δύο πλευρές της πόλης: Βλέποντας από μεγάλο ύψος τις πυκνοκατοικημένες γειτονιές με τα πολυώροφα κτίρια, χτισμένες πάνω σε μικρούς και μεγαλύτερους λόφους, να διαδέχονται η μία την άλλη σαν τεράστιες πολύχρωμες σκάλες που κατέβαιναν προς το νερό, ένιωσα την ίδια στιγμή ενθουσιασμό για την ομορφιά της, δέος για την έκτασή της (δεν είχα καταλάβει πως ήταν τόσο μεγάλη) και πανικό στην ιδέα πως έπρεπε να τη γυρίσω και να τη γνωρίσω μέσα σε ελάχιστες ημέρες. Ηταν, πράγματι, η περιήγηση στους στενούς δρόμους αυτής της πόλης-υπερπαραγωγής εξαιρετικά κουραστική, αφού στο Πόρτο ή θα ανηφορίζεις ή θα κατηφορίζεις για να ανηφορίσεις αμέσως μετά – δρόμος σε επίπεδο έδαφος δεν υπάρχει. Ομως, οι απότομες όχθες του Ντούρο που ενίοτε καταλήγουν σε εντυπωσιακά γκρεμνά, ένα τοπίο που δεν έχω δει ποτέ άλλοτε σε πόλη της Ευρώπης, είναι ένα από τα κύρια στοιχεία στα οποία η «πρωτεύουσα» του πορτογαλικού Βορρά οφείλει τη μοναδική γοητεία της.

Εντυπωσιακό, λοιπόν, το φυσικό ανάγλυφο: Ενα μεγάλο ποτάμι που διασχίζει μια περιοχή με λόφους εκβάλλει στη θάλασσα. Και μια πόλη χτισμένη αρχικά στις όχθες του, που επεκτάθηκε στη συνέχεια (1.800.000 κατοίκους έχει σήμερα) ως τις αμμουδερές παραλίες του Ατλαντικού Ωκεανού. Οι διαρκείς κρωγμοί των γλάρων σού θυμίζουν πάντα πως βρίσκεσαι σε λιμάνι. Οι διαφημίσεις των κρασιών αλλά και οι αποθήκες μέσα στις οποίες ωριμάζει o διάσημος οίνος που παράγεται στην περιοχή και που πήρε το όνομά του από την πόλη σού θυμίζουν πως καλό είναι να κάνεις μια στάση στην πιο κοντινή οινοθήκη για να απολαύσεις άλλο ένα ποτήρι Πόρτο με μερικά τάπας. Αν δεν ζαλιστείς από το κρασί, θα σε ζαλίσει η πόλη με την αδιάκοπη κίνησή της, με την τρέλα που επικρατεί στους δρόμους της και την πολύχρωμη ομορφιά της.

Το μεγαλοπρεπές κέντρο
Τα περισσότερα εμβληματικά κτίρια (δεν είναι λίγα) του Πόρτο θα τα δείτε στο κέντρο, στους δρόμους πίσω από τον καθεδρικό ναό και το επισκοπικό ανάκτορο. Η αναγεννησιακή Σάντα Κλάρα έχει ένα ενδιαφέρον εσωτερικό. Δίπλα της, τα τείχη του 14ου αιώνα. Ο σιδηροδρομικός σταθμός Σάο Μπέντο (του 1916) θεωρείται από τους ωραιότερους της Ευρώπης και ξεχωρίζει για τις τοιχογραφίες με τα περίφημα πορτογαλικά πλακάκια αζουλέζου στο εσωτερικό του. Ο Τόρε ντος Κλέριγκους θεωρείται ορόσημο της πόλης και προσφέρει ανεμπόδιστη θέα, αρκεί να ανεβείτε τα 240 σκαλοπάτια του. Εντυπωσιακό το εσωτερικό του Σάουν Φρανσίσκου με περισσότερα από 200 κιλά χρυσού να προσθέτουν μεγαλοπρέπεια στην Αγία Τράπεζα. Η Ιγκρέζα ντου Κάρμου ξεχωρίζει για την τεράστια τοιχογραφία με αζουλέζου στο εξωτερικό της, ενώ ο κήπος του Παλάσιο ντε Κριστάλ είναι μια όαση δροσιάς γεμάτη λουλούδια, μικρά σιντριβάνια και αγάλματα. Η συνοικία Μπαΐσα είναι γεμάτη καταστήματα. Από τους κεντρικούς δρόμους, η Ρούα ντα Σάντα Καταρίνα και η παράλληλή της Ρούα ντα Σάντα Μπαντέιρα είναι ιδιαίτερα πολυσύχναστες. Πολλά τα καταστήματα και στην Αβενίντα ντα Μποαβίστα – έχει μεγάλη και πλούσια αγορά η πόλη. Η σκεπαστή Αγορά του Μπολιάο ήταν κλειστή για την εκ βάθρων αναπαλαίωσή της τις ημέρες που βρέθηκα στο Πόρτο. Οσο για τη Livraria Lello, αυτή και ανοιχτή ήταν, και γεμάτη κόσμο: Πρόκειται για το πιο διάσημο βιβλιοπωλείο της πόλης, όχι μόνο επειδή είναι εντυπωσιακό το εσωτερικό του (κυρίως η περίτεχνη σκάλα που οδηγεί στον πρώτο όροφο), αλλά και επειδή, όπως λέγεται, είναι ένας από τους χώρους που ενέπνευσαν στην Τζ.Κ. Ρόουλινγκ τον «Χάρι Πότερ». Η διάσημη συγγραφέας έζησε στο Πόρτο από το 1991 έως το 1993 για να γράψει εκεί τις πρώτες σελίδες του «Harry Potter and the Philosopher’s Stone».

Στις παλιές γειτονιές
Κάτω από τον καθεδρικό ναό, το ατμοσφαιρικό Μπαρέντου είναι ένας λαβύρινθος από στριφογυριστά σοκάκια με ψηλά σπίτια, από τα μπαλκόνια των οποίων κρέμονται μονίμως μπουγάδες – δεν έχω δει πόλη με περισσότερες μπουγάδες από το Πόρτο! – και με πολλή φτώχεια. Στενοί οι δρόμοι και στη Ριμπέιρα, τη συνοικία που καταλήγει στον ποταμό Ντούρο. Απειρες και εδώ οι μπουγάδες, πολύχρωμα τα σπίτια, πολλά από αυτά καλυμμένα με πλακάκια. Οι νοικοκυρές βγαίνουν στα μπαλκόνια με τα περίτεχνα μεταλλικά κάγκελα και κουβεντιάζουν με τις ώρες, οι ταβέρνες είναι γεμάτες κόσμο, πλανόδιοι μουσικοί και ηθοποιοί στήνουν τα μικρά ρεσιτάλ και τις παραστάσεις τους και παρέες νέων κάνουν βουτιές από τις προκυμαίες και τις γέφυρες δίνοντας τις δικές τους περφόρμανς για τους τουρίστες. Στην απέναντι όχθη, στη Βίλα Νόβα ντε Γκαΐα, η κίνηση συνεχίζεται σε εστιατόρια και μπαρ. Εδώ βρίσκονται και οι αποθήκες όπου ωριμάζει το κρασί Πόρτο, στις οποίες μπορείτε να ξεναγηθείτε (πληρώνοντας εισιτήριο) και να πιείτε και μερικά ποτηράκια. Μεγάλη ατραξιόν το εναέριο τελεφερίκ που σε περνάει πάνω από την προκυμαία και καταλήγει ψηλά, κοντά στο μοναστήρι Ντα Σέρα ντου Πιλάρ, από όπου η θέα στην παλιά πόλη είναι μαγευτική. Αν συνεχίσετε στην κεντρική Αβενίντα ντα Ρεπούμπλικα, θα δείτε μια διαφορετική όψη του Πόρτο: Εδώ βρίσκονται οι πιο νέες (και μάλλον καταθλιπτικές) γειτονιές με τις πολυκατοικίες και τα φτηνομάγαζα. Εδώ βρίσκεται και η κατοικία-μουσείο του γλύπτη Αντόνιο Τεϊσέιρα Λόπες (1866-1942) όπου θα σας ξεναγήσουν μιλώντας σας στα πορτογαλικά, είτε γνωρίζετε τη γλώσσα είτε όχι. Τα έργα που εκτίθενται πάντως είναι πολύ ωραία.

Προς τον Ατλαντικό
Πίσω, στην όχθη όπου βρίσκεται η παλιά πόλη, αν επιθυμείτε να ξεφύγετε από τα φωνασκούντα πλήθη αλλά και να περπατήσετε σε έναν από τους ελάχιστους δρόμους που δεν είναι ανήφορος, ακολουθήστε την παραποτάμια λεωφόρο που φτάνει στις εκβολές του Ντούρο. Η διαδρομή είναι θαυμάσια, διαρκώς δίπλα στο νερό. Θα συναντήσετε ανθρώπους που κάνουν τζόγκινγκ ή που βγάζουν βόλτα τα σκυλάκια τους, ψαράδες με τα καλάμια τους που περιμένοντας το επόμενο τσίμπημα συζητούν φωναχτά, γιαγιάδες και παππούδες που βγαίνουν από τα σπίτια τους και λιάζονται στα παγκάκια. Θα περάσετε από παλιές φτωχογειτονιές και θα φτάσετε στον φάρο και στην πρώτη μικρή παραλία. Συνεχίζοντας παραλιακά θα συναντάτε τη μία μετά την άλλη τις τεράστιες αμμουδιές της πόλης. Το «κάστρο του τυριού», εκεί όπου σκάει το κύμα, ήταν το σημείο εκκίνησης των εμπορικών πλοίων μέχρι και τον 19ο αιώνα. Οι μεγάλες παραλίες συνεχίζονται και ύστερα από αυτό, εντυπωσιακές όταν τις βλέπεις, εντελώς ακατάλληλες για μπάνιο για όσους έχουμε καλομάθει στη θάλασσα της Ελλάδας: Το νερό είναι κρύο και θολό. Παντού επιπλέουν σκουπίδια και μεγάλα φύκια. Τα κύματα και τα ρεύματα δεν σου επιτρέπουν να κολυμπήσεις. Το ίδιο και οι ναυαγοσώστες που, με το που προχωράς μισό μέτρο μέσα, σφυρίζουν και έρχονται για να σου προτείνουν… να κάνεις ηλιοθεραπεία. Αυτό κάνει η συντριπτική πλειοψηφία των λουομένων, που μόνο λουόμενοι δεν είναι: λιάζονται. Κοντολογίς στο Πόρτο, όπως και σε όλη την Πορτογαλία, αν και έχουν ωραίες παραλίες, δεν μπορούν να απολαύσουν τη θάλασσα. Εσείς όμως δεν θα πάτε εκεί για να κάνετε μπάνιο. Οπότε, αφού ολοκληρώσετε την παραθαλάσσια βόλτα σας (και οι συνοικίες που βλέπουν τον Ατλαντικό είναι υπέροχες, με σύγχρονες πολυκατοικίες και πολυτελείς βίλες), θα πάρετε από το λιμάνι το μετρό (πηγαίνει παντού) για να επιστρέψετε στο κέντρο.

Εκεί, στους πυκνοκατοικημένους λόφους που καταλήγουν στις όχθες του Ντούρο και όπου αισθάνεσαι πως με έναν τρόπο η Λατινική Αμερική συναντά την Ευρώπη, χτυπάει πάντα η γοητευτική καρδιά της πόλης. Χτυπάει με έντονους ρυθμούς, που εύκολα παρασύρουν τον επισκέπτη, δημιουργώντας του διάθεση ευφρόσυνη – είναι και το κρασί… Το φωνακλάδικο, πολύχρωμο, άναρχο, κουραστικό, δαιδαλώδες αλλά και αρχοντικό, επιβλητικό, εντυπωσιακό Πόρτο, στοργική «φτωχομάνα» και την ίδια στιγμή μεγαλειώδης «μεγαλούπολη», δεν είναι απλώς ένας ακόμη ενδιαφέρων προορισμός, μία ακόμη όμορφη πόλη, είναι μοναδική εμπειρία! Αν θα ξαναπήγαινα λέει;