Πολλές οι ενδιαφέρουσες ειδήσεις που μας ήρθαν τις τελευταίες ημέρες από τον αρχαιολογικό χώρο της Πομπηίας, το δεύτερο δημοφιλέστερο ρωμαϊκό αξιοθέατο της Ιταλίας μετά το Κολοσσαίο, με αριθμό επισκεπτών που υπερβαίνει τα 3,5 εκατομμύρια για το 2018 έως. Κατ’ αρχάς, ανακοινώθηκε πως η έκρηξη του Βεζούβιου, που κατέστρεψε την πόλη καλύπτοντάς την με ηφαιστειακή τέφρα – το υλικό που ευθύνεται για την προστασία της από το φως και το νερό και τη διατήρησή της μέσα στους αιώνες -, συνέβη κατά πάσα πιθανότητα δύο μήνες αργότερα σε σχέση με ό,τι θεωρούσαμε μέχρι σήμερα. Μια επιγραφή που ανακαλύφθηκε σε δρόμο της πόλης με την ημερομηνία 17 Οκτωβρίου τοποθετείται στο 79 μ.Χ., τη χρονιά της μεγάλης καταστροφής, και δικαιώνει όσους υποστήριζαν ότι οι καρποί που έχουν ανακαλυφθεί και ο ρουχισμός των θυμάτων δεν ταίριαζαν με την ημερομηνία που αρχικά δινόταν, την 24η Αυγούστου δηλαδή. Για τη σύγχυση ευθύνεται ο Πλίνιος ο Νεότερος, αυτόπτης μάρτυρας της ηφαιστειακής έκρηξης, ο οποίος σε επιστολή του προς τον ιστορικό Τάκιτο – 25 χρόνια μετά την έκρηξη – έγραφε πως η καταστροφή έγινε εννέα ημέρες προ της 1ης Σεπτεμβρίου, άρα στις 24/8 του έτους 79 μ.Χ. – ημερομηνία και χρονολογία που προκύπτουν σύμφωνα, πάντα, με τις σύγχρονες αναλύσεις.
Η άλλη μεγάλη ανακάλυψη πήρε το όνομα «Μαγεμένος Κήπος» από τα ιταλικά Μέσα. Πρόκειται για έναν λατρευτικό χώρο με υπέροχες τοιχογραφίες που βρίσκεται σε αυλή σπιτιού από το βορειότερο τμήμα της πόλης. Παρότι η Πομπηία ανακαλύφθηκε πριν από 270 χρόνια, μόλις τα 2/3 της έχουν ανασκαφεί, διότι η έμφαση των διαχειριστών της δινόταν έως τώρα στη συντήρηση των πολύ σημαντικών ευρημάτων που έχουν έρθει στο φως εδώ και πολύ καιρό. Οι φωτογραφίες που δόθηκαν στη δημοσιότητα είναι σίγουρα εντυπωσιακές. Οι ζωγραφιές με τα έντονα χρώματα μοιάζουν ολοζώντανες: ένα παγόνι στέκεται ανάμεσα στη βλάστηση, πουλιά πετούν στον ουρανό και στέκονται σε κλαδιά, δύο ερπετά φυλάσσουν έναν βωμό, παράξενα πλάσματα ετοιμάζονται να δώσουν μάχη και ένας άνδρας με κεφαλή σκύλου επιβλέπει την όλη σκηνή.
Η άψογα διατηρημένη αυλή λεγόταν λαλάριουμ, ένα ιερό αφιερωμένο στους Λάρητες, τις ρωμαϊκές θεότητες που θεωρούνταν προστάτες της εστίας και της οικογένειας. Κάθε σπίτι φρόντιζε να φιλοξενεί ένα, όμως μόνο οι πολύ πλούσιοι είχαν τη δυνατότητα να το πλαισιώνουν με τόσο προσεγμένη διακόσμηση. Το συγκεκριμένο θεωρείται ότι σκεπαζόταν μερικώς από κεραμοσκεπή και είναι το μεγαλύτερο που έχει βρεθεί έως τώρα στην Πομπηία. «Είναι η πρώτη φορά που εντοπίζουμε τόσο περίτεχνη διακόσμηση σε οικιακό λατρευτικό κήπο» δήλωσε ο Μάσιμο Οσάνα, υπεύθυνος του αρχαιολογικού πάρκου της Πομπηίας και υπογράμμισε τον τρόπο με τον οποίο ο καλλιτέχνης συνύφανε την πραγματικότητα με την έμπνευση: τα φυτά που φιλοτέχνησε μοιάζουν να φύονται από το πραγματικό χώμα, ενώ κάτω από τον αληθινό βωμό αποτύπωσε μια στήλη με προσφορές προς τους θεούς, ανάμεσά τους ένα κουκουνάρι (σύμβολο επιβίωσης) και αβγά (σύμβολα γονιμότητας). Ο προαναφερθείς κυνοκέφαλος ανήρ αποτελεί ωστόσο αίνιγμα. Οι κάτοικοι της Πομπηίας υιοθετούσαν συχνά σύμβολα από πολιτισμούς που τους φαίνονταν εξωτικοί, όπως ο Ανουβις, ο αιγύπτιος θεός που απεικονιζόταν με κεφάλι σκύλου ή τσακαλιού (όπως και στην ορθόδοξη παράδοση ο Αγιος Χριστόφορος), όμως η συγκεκριμένη φιγούρα δεν θυμίζει άλλες αναπαραστάσεις του. Σύντομα θα ξεκινήσουν οι ανασκαφές στα δύο δωμάτια του σπιτιού που βρίσκονται δίπλα στο λαλάριουμ και ίσως δοθούν κάποιες ακόμη απαντήσεις όσον αφορά τον «Μαγεμένο Κήπο».
Ο Μάσιμο Οσάνα θεωρείται κατά κάποιον τρόπο σωτήρας του αρχαιολογικού χώρου. Υπενθυμίζουμε πως το 2010 μια περιοχή της πόλης που ήταν γνωστή ως «οικία των Μονομάχων» κατέρρευσε. Ηταν το πρώτο από πολλά περιστατικά που έκρουσαν των κώδωνα του κινδύνου για την επιβίωση του τόσο σημαντικού μνημείου. Χάρη σε πρωτοβουλία της Unesco, η Ιταλία διοχέτευσε το 2011 κονδύλια ύψους 105 εκατ. ευρώ (από πόρους της ΕΕ) σε έργα ανάπλασης, στατικής επάρκειας αλλά και συστημάτων αποχέτευσης που επέτρεψαν την ασφαλή αποστράγγιση των υδάτων που απειλούσαν τα αρχαία. Ο Οσάνα ανέλαβε να πάει κόντρα στη γραφειοκρατία και σε διάφορες αναχρονιστικές νοοτροπίες και έως το τέλος του 2017 παρέδωσε 37 επισκέψιμους χώρους, προσφέροντας παράλληλα τη δυνατότητα στους αρχαιολόγους να συνεχίσουν τις νέες ανασκαφές.