Η κότα (αρχ. κόττα) ανήκει στο ζωικό είδος των πτηνών (το όνομα των οποίων ετυμολογείται από τη ρίζα του ίπταμαι), αν και, παρότι διαθέτει φτερά, εξαιτίας του όγκου της δεν μπορεί να πετάξει. Η επιστημονική ονομασία της είναι gallus domesticus (στα αρχαία ελληνικά όρνις ενοίκιος, δηλαδή κότα σπιτίσια ‒ διότι όρνις σήμαινε αδιακρίτως το πτηνόν, είτε πετούμενο είτε επίγειο). Το αρσενικό του επίγειου (στα αρχαία: αλέκτωρ) ονομάζεται πετεινός ή κόκορας, ενώ τα νεαρά του τέκνα λέγονται κοτόπουλα (γενικώς), και επί το θηλυκόν πουλάδες. Από την κόττα παρήχθη, κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, η λέξη κόττος, η οποία, κατά τον Ησύχιο (5ος αιώνας μ.Χ.), σήμαινε τον φοβητσιάρη κόκορα.

Ο άνθρωπος εκτρέφει τις κότες κυρίως για τα αβγά που γεννούν, τα οποία περιέχουν συστατικά υψηλής βιολογικής θρεπτικότητος. Παράλληλα οι κότες προσφέρουν και το κρέας τους, το οποίο ‒ ιδίως μιας ορισμένης κατηγορίας τους (οι αλανιάρες) ‒ έχει μεγάλη διατροφική αξία. Στην εποχή μας ο άνθρωπος σε κάποιες περιπτώσεις (κυρίως στις καλλιέργειες της πολιτικής) αξιοποιεί από τις κότες ακόμη και την κοπριά τους.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω