Στα χρόνια της κρίσης οι δαπάνες για τη δημόσια υγεία σημείωσαν μια δραματική πτώση. Από το ένα άκρο της αλόγιστης κρατικής σπατάλης βρεθήκαμε στο άλλο, αυτό της ακραίας περιστολής, με εμφανείς επιπτώσεις στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και στους δείκτες υγείας. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι σήμερα η χώρα μας να καταβάλλει μόλις το 5,2% του ΑΕΠ της στη δημόσια υγεία, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ κινείται στο 7%. Ακόμη χειρότερα, η ιδιωτική δαπάνη των πολιτών, το λεγόμενο out-of-pocket-spending, είναι αναγκαστικά διπλάσια από την υπόλοιπη Ευρώπη, περίπου 35% επί της συνολικής εθνικής δαπάνης υγείας.

Ναι μεν υπήρξε δραστικός και αναγκαίος περιορισμός της σπατάλης, ωστόσο «μαζί με τα ξερά κάηκαν και τα χλωρά». Οι περικοπές ήταν οριζόντιες και αδιαβάθμητες. Αλλού όντως «αφαιρέθηκε λίπος», π.χ. 2 δισ. ευρώ από τα φάρμακα, αλλού η «τυφλή» περιστολή δαπανών γονάτισε το σύστημα υγείας, αφού κλήθηκε να λύσει μια πολύ δύσκολη εξίσωση: να ανταποκριθεί με λιγότερους πόρους και με λιγότερο προσωπικό σε μεγαλύτερες ανάγκες λόγω της οικονομικής και μεταναστευτικής κρίσης.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω