Να διατυπώσουμε μερικά δεδομένα.

Πρώτον, κανένας Πρωθυπουργός δεν ενθουσιάζεται με την ιδέα μια εκλογικής δοκιμασίας ακόμη κι αν κυριαρχεί απολύτως στο πολιτικό σκηνικό και στις δημοσκοπήσεις, όπως σήμερα η ΝΔ.

Κάθε εκλογή έχει ένα ρίσκο και για το πιο αδιαφιλονίκητο φαβορί. Ενώ όσο πιο ισχυρός είσαι τόσο δυσκολότερα θέτεις σε διακινδύνευση την ισχύ σου.

Δεύτερον, κάθε ηττημένος έχει συμφέρον να ανακινεί το φάσμα των εκλογών ακόμη κι όταν είναι πασιφανές πως θα τις χάσει. Εχει διαπιστωθεί ότι η προοπτική ενός επικείμενου δεύτερου ημιχρόνου συσπειρώνει αποτελεσματικά ένα ηττημένο στράτευμα.

Το έκανε με επιτυχία ο Κ. Μητσοτάκης όταν ζήτησε ρητά εκλογές το 2016, λίγο μετά την ανάδειξή του στην αρχηγία της ΝΔ. Ο Τσίπρας το επιχειρεί σήμερα πιο περιφραστικά αλλά η στόχευση είναι ίδια, υποθέτω και η λογική.

Τρίτον, οι εξελίξεις στην πολιτική δεν προκύπτουν πάντα από τις αποφάσεις, τα σχέδια ή τις επιλογές των πρωταγωνιστών. Υπάρχουν και οι αστάθμητοι παράγοντες.

Ενας τέτοιος αστάθμητος παράγοντας σήμερα είναι το εκλογικό σύστημα.

Ο Μητσοτάκης χρειάζεται να «κάψει» την απλή αναλογική. Η απλή αναλογική «καίγεται» μόνο με εκλογές. Αρα ο Μητσοτάκης πρέπει κάποια στιγμή να κάνει εκλογές.

Πότε; Αγνωστο! Παρότι ο ίδιος διαβεβαιώνει ότι η απλή αναλογική θα καεί σε διπλές εκλογές που θα γίνουν το 2023.

Πιστεύω ότι το εννοεί. Αλλά δεν θα έβαζα στοίχημα ότι έτσι θα γίνει. Διότι δεν ξέρω πώς θα αντιδράσει ο Μητσοτάκης αν και όταν αρχίσει να κλονίζεται η πολιτική ηγεμονία του.

Θα πάει σε εκλογές για να «κάψει» την απλή αναλογική πριν είναι αργά ή θα περιμένει το πλήρωμα του χρόνου που έχει θέσει; Οποιος πει ότι ξέρει, δεν ξέρει τίποτα.

Να προσθέσω εδώ άλλα δύο στοιχεία για τη σκέψη μας.

Κατ’ αρχάς ο Μητσοτάκης δεν δείχνει να βασανίζεται από την ιδέα «να τελειώσει τον Τσίπρα» σε νέες εκλογές – όπως θα μπορούσαν διάφοροι να του εισηγηθούν…

Εχω την αίσθηση ότι προτιμά έναν αντίπαλο που γνωρίζει και έχει ήδη νικήσει, παρά κάποιον άλλον πιο άφθαρτο που θα μπορούσε να αποδειχθεί απρόβλεπτος.

Υστερα αισθάνεται ότι τα πολιτικά περιθώρια που έχει είναι πολύ μεγαλύτερα από εκείνα που φαίνονται.

Να πάρω ένα παράδειγμα. Η ψήφος των εκτός επικρατείας ψηφοφόρων, έστω και κουτσουρεμένη, υπολογίζεται ότι θα έδινε στη ΝΔ 3-4 μονάδες σε σχέση με το αποτέλεσμα της 7ης Ιουλίου. Η διαφορά γίνεται πολύ μεγάλη για να καλυφθεί σύντομα και εύκολα.

Σωστά ή λάθος, το βέβαιο είναι ότι ο Μητσοτάκης δεν αισθάνεται κάποια σοβαρή πολιτική απειλή, ούτε δείχνει να διακατέχεται από εκλογικό άγχος.

Οπως είναι λογικό πάντως εκλογές δεν θέλει ούτε ο Τσίπρας. Οι αριθμητικοί συσχετισμοί είναι συντριπτικοί, πολιτικά βρίσκεται σε αδύναμη θέση και προφανώς ξέρει ότι η επόμενη εκλογή θα είναι η τελευταία ευκαιρία του. Χάνει, φεύγει.

Δεν μπορεί λοιπόν να χαραμίσει την ευκαιρία αυτή στον γάμο του Καραγκιόζη.

Με άλλα λόγια, κανείς δεν θέλει εκλογές. Γιατί λοιπόν να γίνουν εκλογές αν δεν προκύψει κάποιο ατύχημα;

Κράτησα τελευταία μια υποσημείωση. Το δεκαοκτάμηνο από τις τελευταίες εκλογές μέσα στο οποίο οι εκλογές γίνονται με λίστα εκπνέει ουσιαστικά με το 2020.

Θεωρητικά ένα αρχηγός θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει για να εκκαθαρίσει την κοινοβουλευτική ομάδα του. Αλλά ο Μητσοτάκης γιατί να το κάνει;

Κανείς δεν τον απειλεί, ούτε τον αμφισβητεί. Οργανωμένη εσωκομματική αντιπολίτευση δεν υπάρχει. Ακόμη και τον Παυλόπουλο τον έληξε χωρίς να ανοίξει ρουθούνι.

Φυσικά υπάρχει η θεωρία για «όποιον φυλάει τα ρούχα του». Αλλά αν κάθε φορά που κάποιος τα φυλάει χάνει τα μισά, το μόνο βέβαιο είναι ότι στο τέλος θα καταλήξει ξεβράκωτος.

Παντελάκης

Εξι μήνες έχουν περάσει αφότου η κυβέρνηση άλλαξε την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Η υπόθεση έχει πάρει τον δρόμο των δικαστηρίων ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρά τις διαμαρτυρίες και τις προσφυγές των ενδιαφερομένων και του ΣΥΡΙΖΑ.

Παρά ταύτα οι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ επανέρχονται με νέα ερώτηση προς την Επιτροπή, όπου μιλάνε πάλι για «πραξικοπηματική παρέμβαση» της κυβέρνησης και τα συναφή.

Τα ίδια Παντελάκη μου, δηλαδή…

Δεν ξέρω τι απάντηση μπορεί να υπάρξει στην ερώτησή τους. Πιθανώς καμία.

Απλώς έχουμε ενδεχομένως άλλη μια απάντηση στο φιλοσοφικό αλλά και πρακτικό ερώτημα «ποια είναι η δουλειά ενός ευρωβουλευτή».  

Και η απάντηση είναι ίδια: πιθανώς καμία.

Γιατί κλαίνε

Τα κλάματα λένε συνήθως την αλήθεια. Και τα κλάματα της αντιπολίτευσης (αλλά όχι μόνο…) για την προεδρική εκλογή είναι πολύ πιο φλύαρα από όσο θα έπρεπε.

Τι λένε;

Καταφανώς ονειρεύονται μια Προεδρία η οποία θα λειτουργεί ως αντίβαρο στην κυβέρνηση και στον Πρωθυπουργό. Εναν εναλλακτικό πόλο εξουσίας.

Μια Προεδρία η οποία θα έχει ανοιχτά τα αφτιά της στην αντιπολίτευση, θα διαιτητεύει μεταξύ της κυβέρνησης και των αντιπάλων της, θα περιορίζει ή θα ελέγχει κυβερνητικές συμπεριφορές.

Το θεωρούσαν δεδομένο με τον Παυλόπουλο, το ομολογούν σχεδόν ανοιχτά. Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ επαινούν τη θητεία του με το επιχείρημα ότι «δεν μετείχε στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο». Καμία αντίρρηση και μπράβο του. Απλώς τα μέτωπα δεν είναι δουλειά κανενός Προέδρου.

Επαναφέρουν πιεστικά το ζήτημα με τη Σακελλαροπούλου. Παρά την κωλοτούμπα διεκδικούν άκομψα την υποψηφιότητά της και προεξοφλούν ότι η νέα Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα αποδειχθεί «εμπόδιο στα σχέδια της ΝΔ» (Γ. Βαρεμένος, «Αυγή», 23/1)!

Στην πραγματικότητα δεν θέλουν μια Πρόεδρο ρυθμιστή του πολιτεύματος, όπως λέει το Σύνταγμα. Ψάχνουν μια Πρόεδρο διαιτητή, που θα διασφαλίζει τα συμφέροντα της αντιπολίτευσης (και διαφόρων άλλων…) μέσα στο πολιτικό σύστημα. Που θα σφυρίζει κανένα φαουλάκι.

Τη φιλοδοξία αυτή υποθάλπουν διάφοροι νταραβεριτζήδες της πολιτικής, του Τύπου και (φυσικά) των επιχειρήσεων. Εχουμε ακόμη και συνταγματολόγους που εισηγούνται ή ελπίζουν να παίξει η Πρόεδρος έναν τέτοιο ρόλο – αποβλέποντας καταφανώς στο μπάχαλο που θα ακολουθούσε μια πολιτειακή σύγκρουση ή εκτροπή…

Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, η επιθυμία τους είναι μια κυβέρνηση που θα λειτουργεί υπό κηδεμονία.

Ο κίνδυνος που γεννούν τέτοιες αρρωστημένες φιλοδοξίες και προσδοκίες είναι προφανής. Ακόμη περισσότερο όταν απηχούν μια ολόκληρη φιλοσοφία για τη διακυβέρνηση που συνοδεύεται από την παραλυτική απλή αναλογική και καταλήγει στον αφοπλισμό κάθε κυβερνητικής δράσης που δεν θα κινείται σε συναινετικό πλαίσιο.

Από την άλλη πλευρά φυσικά δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι η νέα Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα παίξει το παιχνίδι τους, ούτε ότι θα λειτουργήσει σαν αντίβαρο στην κυβέρνηση. Το αντίθετο. Είναι μια συγκροτημένη γυναίκα που έχει απόλυτη συναίσθηση του συνταγματικού της ρόλου.

Και γι’ αυτό ίσως ακούγονται τόσα κλάματα.