Το πρωί της 18ης Ιουνίου 1982 ένας άνδρας βρέθηκε κρεμασμένος σε μια σκαλωσιά κάτω από τη γέφυρα Μπλακφράιαρς του Λονδίνου. Στις τσέπες του υπήρχαν θραύσματα από πέτρες, τούβλα και τσιμέντο μαζί με μεγάλο χρηματικό ποσό. Το διαβατήριό του υποδείκνυε πως ήταν ιταλός υπήκοος και ονομαζόταν Τζιαν Ρομπέρτο Καλβίνι.

Πιστεύοντας τα φαινομενικά στοιχεία μιας απλής αυτοκτονίας, η λονδρέζικη αστυνομία δεν τράβηξε φωτογραφίες και δεν έλεγξε το εσωτερικό του σακακιού του θύματος, όπου θα έβρισκε ραμμένη μια ετικέτα με το αληθινό του όνομα: αυτό του Ρομπέρτο Κάλβι, προέδρου της Banco Ambrosiano και ισχυρότερου τραπεζίτη της Ιταλίας. Εχοντας μόλις καταδικαστεί για παράνομη διακίνηση συναλλάγματος στο εξωτερικό σε μια εποχή αυστηρότατων τραπεζικών περιορισμών, ο Κάλβι διατηρούσε μεν τη θέση του ως την έφεση, αντιμετώπιζε όμως ήδη ένα πολύ μεγαλύτερο σκάνδαλο – την απώλεια 1,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τα αποθεματικά της τράπεζας.

Συνοδευόμενος από δύο σκιώδη πρόσωπα, είχε διαφύγει μυστικά από την Ιταλία επιδιώκοντας, όπως γράφει ο βρετανός δημοσιογράφος Φίλιπ Γουίλαν στο βιβλίο «The Last Supper. The Mafia, the Masons and the Killing of Roberto Calvi» (εκδ. Constable & Robinson), να κλείσει μια συμφωνία κάτω από το τραπέζι, μέσω χάρης ή εκβιασμού, προκειμένου να διευθετήσει τη μείζονα εκκρεμότητα – το χρέος προς το Ινστιτούτο για τα Εργα της Θρησκείας (IOR), την «Τράπεζα του Βατικανού». Η δολοφονία του υπό το πρόσχημα της αυτοχειρίας συγκλόνισε την Ιταλία, σήμανε την οριστική χρεοκοπία της Banco Ambrosiano, μιας από τις μεγαλύτερες ως τότε στη μεταπολεμική Ευρώπη, και σηματοδότησε την ανάδυση στην επιφάνεια ενός πλέγματος πολιτικών, εκκλησιαστικών, μασόνων, μελών του οργανωμένου εγκλήματος, την αγαστή συνεργασία των οποίων και τα στεγανά μεταξύ τους φρόντιζαν ενδιάμεσοι σαν τον Κάλβι.

Η θεμελιώδης ιδιότητα ενός τραπεζίτη είναι αυτή του ανθρώπου που εμπνέει εμπιστοσύνη. Ο Ρομπέρτο Κάλβι λογιζόταν κατ’ εξοχήν ως ένας «uomo di fiducia». Γεννημένος στo Μιλάνο το 1920, πολέμησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο Aνατολικό Mέτωπο με τις ιταλικές μεραρχίες που συμμετείχαν στην «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα» και επέστρεψε στην πολιτική ζωή το 1943. Ο πατέρας του τον βοήθησε να βρει μια θέση στην τράπεζα όπου εργαζόταν και εκείνος ως χαμηλόβαθμος υπάλληλος. Χωρίς αυτό που οι Ιταλοί ονομάζουν «santo in paradiso» («άγιο στον Παράδεισο»), το καθ’ ημάς «μέσον», ο Κάλβι υπήρξε αυτοδημιούργητος σε ένα κατ’ εξοχήν πεδίο νεποτισμού και ευνοιοκρατίας. Μετακόμισε στην Banco Ambrosiano, έναν θεσμό με άψογα καθολικά διαπιστευτήρια, το 1947. Εκεί ο Ρομπέρτο Κάλβι αποδείχθηκε έμπιστος, ικανός, διορατικός και διένυσε όλον τον δρόμο ως την κορυφή της ιεραρχίας. Δικό του επίτευγμα ήταν το Interitalia, το πρώτο ιταλικό αμοιβαίο κεφάλαιο, όπως επίσης η εισαγωγή των ηλεκτρονικών υπολογιστών και η μετάκληση βρετανών και αμερικανών συμβούλων προκειμένου να διδάξουν σε εταιρικά σεμινάρια τις νέες τεχνικές του μάνατζμεντ. Οι επαφές με την πολιτική και οικονομική ελίτ ήρθαν ως φυσική συνέπεια και οι προνομιακές σχέσεις με την «Τράπεζα του Βατικανού» τού εξασφάλισαν την προσωνυμία «τραπεζίτης του Θεού». Μυστικοπαθής, χωρίς κοινωνικές δεξιότητες, μιλούσε μόνο για τη δουλειά και «ζούσε μόνο για την εξουσία», όπως έλεγε ο αντιπρόεδρος του οργανισμού Ρομπέρτο Ροζόνε στον Φίλιπ Γουίλαν.

Η υπόθεση της αυτοκτονίας του ήταν αμφίβολη εξαρχής. Τα αντικειμενικά στοιχεία δεν άρκεσαν για να προκύψει σαφές συμπέρασμα και επιπλέον τα έργα και οι ημέρες του Κάλβι στο Λονδίνο ήταν λίαν ύποπτα. Η πρώτη ιατροδικαστική έρευνα, το καλοκαίρι του 1982, επιβεβαίωσε την εκδοχή της αυτοχειρίας, η δεύτερη, έναν χρόνο αργότερα, άφησε το ζήτημα ανοικτό. Επειτα από πρόσκληση της οικογένειας, η διακεκριμένη ιατροδικαστής δρ Αντζελα Γκάλοπ επανεξέτασε τα τεκμήρια το 1992. Οπως έγραφε στο «Telegraph Magazine» τον περασμένο Ιούνιο, ο Κάλβι θα δυσκολευόταν ιδιαίτερα να κατέβει από τη γέφυρα στη σκαλωσιά με τις τσέπες του γεμάτες τούβλα, καθώς ήταν «ένας αγύμναστος 62χρονος με ύψος 1,75 μ., όχι στην καλύτερη δυνατή υγεία» και επιπλέον υπέφερε από ίλιγγο. Διάσπαρτη με μεγάλα θραύσματα τσιμέντου, η διαδρομή αυτή θα έπρεπε επίσης να είχε αφήσει στα παπούτσια του συγκεκριμένα σημάδια, τα οποία απουσίαζαν. Δέκα χρόνια μετά την έρευνα της Γκάλοπ, το 2002, μια τέταρτη έρευνα θα αποκάλυπτε ότι τα σημάδια στον λαιμό του Κάλβι δεν υποδείκνυαν απαγχονισμό, ενώ δεν υπήρχαν δικά του αποτυπώματα στις πέτρες που βρέθηκαν στις τσέπες του. Παραδόξως, οι άνθρωποι που τον συνόδευαν στο Λονδίνο, ο επιχειρηματίας Φλάβιο Καρμπόνι και ο σωματοφύλακας που ο ίδιος προσέλαβε για να προσέχει τον Κάλβι, ο Σιλβάνο Βίτορ, απουσίαζαν πολύ βολικά από το πλευρό του το κρίσιμο εικοσιτετράωρο της 17ης Ιουνίου. Ούτε όμως και για τις κινήσεις του τις προηγούμενες δύο ημέρες μπορούν να παράσχουν σαφήνεια. Ηταν ανήσυχος, ίσως φοβισμένος, αλλά από τι; Κάποιους είδε, αλλά ποιους; Με κάποιον δείπνησε το τελευταίο βράδυ της ζωής του, αλλά με ποιον; Στο στυλάτο εστιατόριο «San Lorenzo» του Νάιτσμπριτζ ή στο λαϊκό «Pucci Pizza» της King’s Road;

Φίλοι και εχθροί

Ποιος όμως θα επωφελούνταν από την εκτέλεση του Κάλβι; Οικείοι, συνεργάτες, μάρτυρες, μετανοημένοι μαφιόζοι πρόσφεραν κατά καιρούς πλήθος ερμηνειών. Η σύζυγός του Κλάρα έδειχνε τον ιδιοκτήτη της Fiat Τζιάνι Ανιέλι, τον επικεφαλής της μασονικής στοάς P2 Λίτσιο Τζέλι, τον οικονομικό της σύμβουλο Ουμπέρτο Ορτολάνι, τον τότε ισχυρό άνδρα του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Τζούλιο Αντρεότι – το πλέγμα, επομένως, της ιταλικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Κάποιοι εφιστούσαν την προσοχή στον εναγκαλισμό του με την περιβόητη «Τράπεζα του Βατικανού» και τον πρόεδρό της, τον αμερικανό αρχιεπίσκοπο Πολ Μάρσινκους, που, μεταξύ άλλων δοσοληψιών, σχετιζόταν ενδεχομένως με μυστικά κονδύλια προς το πολωνικό συνδικάτο «Αλληλεγγύη». Για άλλους, η πρώιμη επέκταση των τραπεζικών δραστηριοτήτων της Banco Ambrosiano στη Λατινική Αμερική εξηγείται με συμμετοχή σε ξέπλυμα χρήματος προορισμένου για τις εκεί παράνομες ενέργειες των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, οι οποίες αργότερα θέλησαν να τον βγάλουν από τη μέση. Μια παραλλαγή υποδεικνύει τη χρηματοδότηση των αφγανών μουτζαχεντίν ως το επικίνδυνο ένοχο μυστικό. Σε ύστερες εκδοχές, η Μαφία είτε τον «απέσυρε» για τις απώλειες που υπέστη στην κατάρρευση της τράπεζας είτε για να μην εκθέσει την απορρύπανση των κεφαλαίων της στα δίκτυά του. Ηταν αναμεμειγμένος στη χρηματοδότηση της βομβιστικής επίθεσης στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια το 1980 που στοίχισε τη ζωή σε 85 άτομα, είχε μεσολαβήσει για την εξαγορά πυραύλων από την Αργεντινή πριν από τον πόλεμο των Φόκλαντ, διακινούσε τα χρήματα του Βατικανού στο εξωτερικό – αν πιστέψει κανείς όλες αυτές τις αιτιάσεις, ο «τραπεζίτης του Θεού» ήταν στην πραγματικότητα ο «διεθνής διάβολος της παρανομίας», όπως τον περιέγραφε ο τίτλος του ρεπορτάζ του «Βήματος» της 29ης Ιουνίου 1982.

Μία από όλες αυτές τις σκοτεινές ατραπούς τεκμηριώνεται με μεγαλύτερη βεβαιότητα. Το καλοκαίρι του 1975, τρεις μήνες προτού αναρριχηθεί στο ύπατο αξίωμα της Banco Ambrosiano, ο Ρομπέρτο Κάλβι είχε μυηθεί στην αμφιλεγόμενη μασονική στοά P2. «Ο Τζέλι προσέλκυε ανθρώπους γύρω του, έτσι προσέλκυσε και εμένα» έλεγε απλά ο ίδιος για τον επιχειρηματία με τις εκτεταμένες διασυνδέσεις – τόσο εκτεταμένες ώστε να προσκαλείται στην ορκωμοσία των προέδρων Φορντ, Κάρτερ, Ρίγκαν και να έχει το προνόμιο να είναι «ο μόνος Ιταλός που βρισκόταν στη λίστα των καλεσμένων στο δείπνο της ορκωμοσίας του Ρίγκαν». Πιστός του αντικομμουνιστικού αγώνα, ο Λίτσιο Τζέλι ανήκε στους αντιπάλους του «ιστορικού συμβιβασμού» μεταξύ Αλντο Μόρο και Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Εξ ου και η P2 εξέφρασε την απόπειρα άλωσης του ιταλικού κράτους εκ των έσω: σύμφωνα με το μυστικό πρόγραμμα που είχε εκπονήσει ο επικεφαλής της, κόμματα θα καταλαμβάνονταν σιωπηρά, συνδικάτα θα χειραγωγούνταν, εφημερίδες θα εξαγοράζονταν. Οταν το 1980 η «Banco Ambrosiano» απέκτησε το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών της «Corriere della Sera», της μεγαλύτερης εφημερίδας της Ιταλίας, στη θέση του διευθυντή τοποθετήθηκε πράγματι άνθρωπος του Τζέλι. Αργότερα, ένας άλλος ανερχόμενος επιχειρηματικός αστέρας της στοάς, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, δοκίμασε να αγοράσει το 10% των μετοχών της. Και όταν στις 17 Μαρτίου 1981 η Οικονομική Αστυνομία εισέβαλε στη βίλα του «Σεβαστού Δασκάλου» της P2 έξω από το Αρέτσο ανακάλυψε μια λίστα 962 μελών, μεταξύ των οποίων επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι, δημόσιοι λειτουργοί, 4 υπουργοί, 43 βουλευτές, οι επικεφαλής τριών υπηρεσιών πληροφοριών και 37 μέλη της ίδιας της Οικονομικής Αστυνομίας.

Επειτα από έρευνες που ανοιγόκλειναν επί 20 χρόνια, οι ιταλικές αρχές κινήθηκαν προς την εκδοχή του οργανωμένου εγκλήματος. Το 2005 προσήχθησαν σε δίκη ο λεγόμενος «ταμίας της Μαφίας» Τζουζέπε Καλό, ο Φλάβιο Καρμπόνι, η πρώην σύντροφός του Μανουέλα Κλάινζιγκ, ο Σιλβάνο Βίτορ και ο επιχειρηματίας Ερνέστο Ντιοταλέβι. Μεταξύ των ηθικών αυτουργών συγκαταλεγόταν αρχικά και ο Λίτσιο Τζέλι, το όνομά του όμως δεν συμπεριελήφθη στο κατηγορητήριο. Αθωώθηκαν όλοι λόγω αμφιβολιών τον Ιούνιο του 2007. Μικρομαφιόζοι που είχαν υποδειχθεί ως πιθανοί εκτελεστές, όπως οι Σέρτζιο Βακάρι και Βιντσέντζο Κασίλο, ήταν ήδη βολικά νεκροί. Καίριοι μάρτυρες, όπως ο Πολ Μάρσινκους, ο οποίος ζούσε ακόμη τους πρώτους μήνες της δίκης, δεν προσεγγίστηκαν καν για καταθέσεις. Οι Καρμπόνι και Βιτόρ δήλωσαν πεπεισμένοι πως ο «τραπεζίτης του Θεού» είχε αυτοκτονήσει. Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι είχε δολοφονηθεί. Από αγνώστους.

Το σημείο στο οποίο συγκλίνουν όλες ανεξαιρέτως οι πηγές, δημοσιογραφικές και μη, είναι ότι η υπόθεση οφείλει να εγγραφεί στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Ο Ρομπέρτο Κάλβι υπήρξε συνομιλητής των οικονομικά, πολιτικά και πνευματικά ισχυρών της Ιταλίας. Αυτή του όμως η εμφανής εξουσία επικυρωνόταν σε ένα δεύτερο επίπεδο από τη σκιώδη εξουσία της μεταπολεμικής δημοκρατίας, όπου Καθολική Εκκλησία, κόμματα και βαθύ κράτος συνδέονταν σε μυστικά δίκτυα με στόχο τη διασφάλιση του αποκλεισμού του ισχυρότερου κομμουνιστικού κόμματος της Ευρώπης από την εξουσία. Στις παρυφές των δικτύων αυτών εφάπτονταν εκείνα των υπηρεσιών πληροφοριών και του οργανωμένου εγκλήματος δημιουργώντας έναν λαβύρινθο συγκοινωνούντων δοχείων. Αποδέκτης και κομιστής χρημάτων και μηνυμάτων εντός αυτού του μηχανισμού, ο Κάλβι πίστεψε, σύμφωνα με τον Φίλιπ Γουίλαν, ότι μπορούσε να αποσπάσει ή να εκβιάσει χάρες προκειμένου να διασώσει την τράπεζα και το κύρος του. Σε τέτοιες εύθραυστες ισορροπίες υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο όπου η γνώση μετατρέπεται από ενεργητικό σε παθητικό. Αν ο «τραπεζίτης του Θεού» επέλεγε να μιλήσει δημόσια, το πολιτικό οικοδόμημα θα κατέρρεε μία δεκαετία νωρίτερα από την επιχείρηση «Καθαρά χέρια» το 1994. Αλλά προφανώς όλα αυτά δεν είναι τίποτε άλλο παρά φήμες, εικασίες και σπερμολογίες, καθώς, όπως ευθαρσώς δήλωνε το 2005 ο Λίτσιο Τζέλι, «ο Κάλβι δεν είχε εχθρούς».