Ποιος έκλεψε τον Ρέμπραντ (και τον Μανέ και τον Ντεγκά);
Η πιο μεγάλη ληστεία έργων τέχνης στην αμερικανική Ιστορία παραμένει ανεξιχνίαστη, αλλά δίνει υλικό για μια συναρπαστική σειρά-ντοκιμαντέρ.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Ηταν η ληστεία του αιώνα, του 20ού για να είμαστε συγκεκριμένοι. Τα ξημερώματα της Κυριακής 18 Μαρτίου 1990, στη μεθυσμένη από τους εορτασμούς της ημέρας του Αγίου Πατρικίου Βοστώνη, δύο αστυνομικοί χτύπησαν το κουδούνι της πίσω εισόδου του Μουσείου Ιζαμπέλα Στιούαρτ Γκάρντνερ. Περί τα 81 λεπτά αργότερα θα έβγαιναν ανενόχλητοι από το κτίριο που είχε χτιστεί έναν αιώνα νωρίτερα για να προσομοιάζει σε βενετσιάνικο παλάτσο έχοντας μαζί τους μια διόλου ευκαταφρόνητη λεία: Δεκατρία έργα δημιουργών όπως ο Ρέμπραντ, ο Βερμέερ, ο Ντεγκά, ο Μανέ, συνολικής αξίας 200 εκατομμυρίων δολαρίων (την εποχή που κλάπηκαν, γιατί σήμερα η αξία τους υπολογίζεται στα 500-600 εκατ. δολ.). Στους μήνες και τα χρόνια που ακολούθησαν η αστυνομία της Βοστώνης και το FBI ρίχτηκαν στο κυνήγι για να πιάσουν τους ληστές και να εντοπίσουν τους θησαυρούς του μουσείου. Τριάντα χρόνια μετά, όλοι οι ύποπτοι έχουν βγει από το στόχαστρο, ενώ οι αστυνομικοί, επιθεωρητές, εισαγγελείς ή οι δημοσιογράφοι που κάλυψαν την υπόθεση είναι πλέον ασπρομάλληδες συνταξιούχοι που εξακολουθούν να αναρωτιούνται τι πήγε στραβά. Στο δε κομψό μουσείο με το ανθοστόλιστο αίθριο οι στοιχειωμένες κορνίζες των έργων εξακολουθούν να χάσκουν άδειες αναμένοντας τα αριστουργήματα που υφαρπάχτηκαν στο πλαίσιο της «μεγαλύτερης ληστείας στην αμερικανική Ιστορία» να επιστρέψουν στη θέση τους. Ενα από τα πολλά εντυπωσιακά πράγματα που μαθαίνεις μέσα από τη σειρά ντοκιμαντέρ «This Ιs a Robbery: The World’s Biggest Art Heist», η οποία μόλις έκανε πρεμιέρα στο Netflix, είναι ότι ακόμα και όταν πρόκειται για απώλειες έργων τέτοιου βεληνεκούς, οι γνωστές για την αποτελεσματικότητά τους ομοσπονδιακές Αρχές μπορούν να αποδειχτούν ανεπαρκείς ή ότι επιδεικνύουν ολιγωρία.
Ηταν βέβαια άλλες εποχές, τριάντα χρόνια πίσω ισοδυναμούν με αιώνες, όταν αναλογιστεί κανείς τις δυνατότητες που παρείχε τότε η τεχνολογία στην εγκληματολογική έρευνα. Παράλληλα, ακόμα και η φαινομενικά κλινικά καθαρή Βοστώνη μαστιζόταν από την εγκληματική δράση της ιρλανδικής και της ιταλικής μαφίας, οπότε οι προτεραιότητες του FBI εστιάζονταν κατά βάση στην «ένοπλη δράση» της πόλης.
Τι έγιναν λοιπόν τα έργα; Οπως συμβαίνει και σε άλλες υποθέσεις κλοπής έργων τέχνης, αν θέλουμε να δούμε και τη δική μας περίπτωση με τον Πικάσο της Εθνικής Πινακοθήκης, δεν βγήκαν ποτέ στην αγορά, καθώς ακόμα και ένα παιδί καταλαβαίνει ότι τόσο γνωστά και «επικηρυγμένα» έργα τέχνης δεν πρόκειται να εμφανιστούν σε κάποια αίθουσα δημοπρασίας προκειμένου να βρεθεί πλειοδότης. Ούτε βρίσκονται σε κάποιο σαλόνι ή σε ένα μυστικό υπόγειο ενός εκκεντρικού και ολίγον διαταραγμένου συλλέκτη ο οποίος ως άλλος δρ Νο σε ταινία Τζέιμς Μποντ τα καμαρώνει κατά μόνας. Οι κλοπές γνωστών έργων τέχνης είναι συνήθως δουλειά μαφιόζων οι οποίοι τα χρειάζονται όχι για την αισθητική απόλαυση που τους προσφέρουν αλλά ως εγγύηση για αυτή που θα είναι η μελλοντική εξόφληση μιας παρτίδας ναρκωτικών που έχουν μόλις παραλάβει.
Τα «καλά παιδιά» της Βοστώνης και ο Ρέμπραντ
Η σειρά που έχει σκηνοθετήσει ο Κόλιν Μπάρνικλ, ο οποίος είναι και παραγωγός της μαζί με τον αδερφό του Νικ, σε κρατάει δέσμιο από το πρώτο έως και το τελευταίο λεπτό των τεσσάρων επεισοδίων και των τρεισήμισι ωρών της, έτσι όπως παίρνει τα πράγματα από την αρχή και σε οδηγεί μέσα στο μουσείο αλλά και στην ατμόσφαιρα της εποχής και της πόλης. Τα δύο αδέλφια είναι εξάλλου «παιδιά» της Βοστώνης και η υπόθεση εν ολίγοις «προσωπική», εξ ου και πήραν τον χρόνο τους, γύρω στην επταετία, μέχρις ότου φτάσουν στην ολοκλήρωσή της. Εχουν καταφέρει λοιπόν κυριολεκτικά να βάλουν τους θεατές μέσα στο μουσείο, πριν, μετά και κατά τη διάρκεια της ληστείας. Από το κλίμα που επικρατούσε στην πόλη εκείνο το Σαββατοκύριακο, στα γεγονότα της συγκεκριμένης βραδιάς, όταν οι δύο φύλακες ασφαλείας του μουσείου οδηγήθηκαν στα υπόγειά του και δίχως να υποστούν την παραμικρή γρατσουνιά δέθηκαν με κολλητική ταινία και περίμεναν την απελευθέρωσή τους μέχρι το επόμενο πρωί, όταν αποκαλύφθηκε η ληστεία και βρέθηκαν οι κορνίζες πεταμένες στο πάτωμα. Με εντυπωσιακό αρχειακό υλικό αλλά και σκηνοθετημένες, κινηματογραφικές σκηνές αναπαράστασης των γεγονότων (αυτή η μάστιγα των ντοκιμαντέρ), που εναλλάσσονται με συνεντεύξεις όσων εμπλέκονται στις απόπειρες διαλεύκανσης της υπόθεσης, του προσωπικού του μουσείου αλλά και ενός πολύ βασικού υπόπτου. Πρόκειται για τον διαβόητο ληστή έργων τέχνης Μάιλς Τζ. Κόνορ Tζούνιορ, γέννημα-θρέμμα Mασαχουσέτης και προσωπικότητα που αξίζει ένα ντοκιμαντέρ από μόνη της – στο κάτω-κάτω άρπαξε έναν μικρό Ρέμπραντ από το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης το 1975, όντας υποτίθεται επισκέπτης και στο πλαίσιο μιας ξενάγησης, γεγονός που οδήγησε όλο το προσωπικό ασφαλείας του μουσείου να τον καταδιώκει πυροβολώντας. Ο Κόνορ ήταν και εκείνος που δημιούργησε το κακό προηγούμενο που πολλοί ομοϊδεάτες του θέλησαν να μιμηθούν, να διαπραγματεύεται δηλαδή την ποινή του ή την απελευθέρωσή του με αντάλλαγμα την επιστροφή έργου τέχνης που είχε κλαπεί (συνήθως από τον ίδιο). Συνταξιούχος κατάδικος πλέον, ένας συμπαθής εκ πρώτης όψεως ηλικιωμένος με προφίλ hillbilly αποκλείστηκε από την αρχή ως ύποπτος, δεδομένου ότι είχε ισχυρό άλλοθι: βρισκόταν στη φυλακή την περίοδο της ληστείας στο μουσείο Γκάρντνερ. Ο Μπάρνικλ αναλύει βήμα προς βήμα τις διασυνδέσεις του και την πιθανή εμπλοκή του με τα μέλη της ιταλικής μαφίας που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις όντως έκαναν τη ληστεία. Μια σειρά από τύπους που μοιάζουν να έχουν βγει από ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε με επικεφαλής τον Μπόμπι Ντονάτι, ο οποίος δολοφονήθηκε με βάναυσο τρόπο λίγο μετά τη ληστεία. Οι υπόλοιποι δεν είχαν και πολύ καλύτερη μοίρα, καθώς ο ένας μετά τον άλλον πέθαναν πριν από την ώρα τους – στην πλειονότητά τους όχι με τον πιο γαλήνιο τρόπο. Ολοι πλην δύο, ο ένας εκ των οποίων μπορεί να ήταν ο ένας «αστυνομικός». Το όνομά του είναι Ντέιβιντ Τέρνερ και αποφυλακίστηκε πριν από δύο χρόνια έχοντας εκτίσει σχεδόν είκοσι χρόνια από την ποινή που του επιβλήθηκε για εγκλήματα σχετικά με διακίνηση ναρκωτικών. Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ, ο Τέρνερ γνωρίζει πολύ περισσότερα από όσα προτίθεται να πει. Για την ώρα.
Μα πού είναι η τέχνη;
Στο μεταξύ, σε πιάνει η καρδιά σου να ακούς και να βλέπεις πώς οι ληστές έκοψαν με μαχαίρι τα έργα από τις κορνίζες τους και λογικά δίπλωσαν σε ρολά τα τόσο ευαίσθητα από τον χρόνο κρακελαρισμένα έργα. Οπως τρεις πίνακες του Ρέμπραντ, ανάμεσά τους και η μοναδική θαλασσογραφία του ολλανδού ζωγράφου «Η τρικυμία στη θάλασσα της Γαλιλαίας» (1633), ή «Το κονσέρτο» (περ. 1664) του Γιοχάνες Βερμέερ από τον οποίο δεν σώζονται δα και τα άπειρα έργα – μόλις τριάντα έξι -, εξ ου και η αξία του συγκεκριμένου πίνακα ανέρχεται σήμερα στα 250 εκατομμύρια δολάρια. Από κοντά ο μικρός πίνακας «Στου Τορτόνι/Chez Tortoni» (1875) του Eντουάρ Μανέ και σχέδια του Εντγκάρ Ντεγκά. Είναι να απορεί κάποιος που οι ληστές προσπέρασαν πολλά πολύτιμα έργα των Μποτιτσέλι και Ματίς ή αριστουργήματα από την ιαπωνική περίοδο Εντο, για παράδειγμα, για να αποσπάσουν τελικά και ένα αρχαίο κινεζικό βάζο, όπως και την επίστεψη μιας σημαίας από τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Μπορεί βέβαια να φανταστεί κανείς ότι μπορεί να έσπαγαν και πλάκα ξεβιδώνοντας τον πενιχρής αξίας – συγκριτικά με τα άλλα έργα – αετό από το λάβαρο. Στα τριάντα χρόνια που αγνοούνται, ορισμένα από τα έργα έχουν θεαθεί – ή έτσι τουλάχιστον έχουν πιστέψει όσοι ισχυρίζονται ότι τα είδαν με τα μάτια τους. Για παράδειγμα, ο πίνακας του Μανέ υποτίθεται ότι κρεμόταν για ένα διάστημα πάνω από το κρεβάτι του Τζορτζ Ραϊσφέλντερ, ο οποίος σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ήταν ο ένας εκ των δύο «αστυνομικών» που διέπραξαν τη ληστεία.
Σίγουρα δεν φανταζόταν τίποτε απ’ όλα αυτά η Ιζαμπέλα Στιούαρτ Γκάρντνερ (1840-1924), η πάμπλουτη αμερικανίδα φιλάνθρωπος και συλλέκτρια έργων τέχνης που οραματίστηκε και έχτισε ένα μουσείο στην αυγή του 20ού αιώνα σε μια απόμερη εκείνη την εποχή γειτονιά της Βοστώνης για να μοιραστεί με τον κόσμο τους θησαυρούς που είχε μαζέψει. Ενα παραγνωρισμένο μουσείο που στεγάζει μια συλλογή πολύπλευρη και γεμάτη εκπλήξεις, όπως δηλαδή και η γυναίκα που τη δημιούργησε. Ενα μουσείο που ίσως τελικά δεν πήρε πολύ στα σοβαρά τον εαυτό του και την αξία του και βρέθηκε τη δεκαετία του ’80 με οικονομικά προβλήματα και απολύτως ανεπαρκή μέτρα ασφαλείας να στέκει αγέρωχο πάνω στις δάφνες του παρελθόντος και να συνιστά το τέλειο δέλεαρ για τους εγκληματίες της περιοχής. Ποιος ξέρει, κάποιος μπορεί τελικά να βγει και να μιλήσει, εξάλλου δεν θα είναι με το αζημίωτο, καθώς το μουσείο προσφέρει 10 εκατ. δολάρια σε όποιον/α οδηγήσει στην ανεύρεση των κλοπιμαίων. Ενας από τους στόχους του ντοκιμαντέρ είναι να γίνουν ευρέως γνωστά και τα λιγότερο διάσημα έργα της ληστείας προκειμένου να τα αναγνωρίσουν όσοι ενδεχομένως τα έχουν στην κατοχή τους μη γνωρίζοντας τα σκοτεινά μυστικά τους. Αφελής σκέψη ή όχι, οι κορνίζες περιμένουν…

