Ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος σε άρθρο του αναφέρθηκε στις προτεινόμενες αλλαγές στον χώρο της Δικαιοσύνης. Εστίασε στις αλλαγές στον τρόπο επιλογής της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων, στον αποκλεισμό δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών να τοποθετούνται μέλη Ανεξάρτητων Αρχών για 2 έτη μετά την αποχώρησή τους από το Δικαστικό Σώμα και στη σκοπιμότητα κατάργησης του θεσμού του Οικονομικού Εισαγγελέα και Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς. Στο τέλος του άρθρου του ζήτησε να ακούσει τις απόψεις και άλλων φορέων, μεταξύ των οποίων και οι Δικαστικές Ενώσεις.
Λέω εξαρχής ότι και τα τρία ζητήματα που τέθηκαν από τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης δεν εισάγουν καμία πρωτοτυπία, αλλά αποτελούν επανάληψη των προτάσεων που είχαμε στο παρελθόν διατυπώσει. Συνεπώς θα ήταν περιττή φιλολογία να ερωτόμαστε εάν συμφωνούμε με τον εαυτό μας. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος: Η αλλαγή του τρόπου επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης αποτελεί μόνιμο αίτημα του Δικαστικού Σώματος. Η διατήρηση του προνομίου της κυβέρνησης να επιλέγει τους Προέδρους και τους Αντιπροέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος έχει σφοδρά επικριθεί από τις Δικαστικές Ενώσεις και έχουν γίνει διάφορες αντιπροτάσεις για ενδιάμεσα συστήματα, στα οποία είτε την τελική κρίση θα έχει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είτε θα μεσολαβεί προεπιλογή από τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς. Ο βασικός λόγος που σε καμία συνταγματική αναθεώρηση δεν προκρίθηκε μια τέτοια λύση ας αναζητηθεί στις στοχεύσεις της πολιτικής εξουσίας. Είναι πάντως εντυπωσιακό από τη μια μεριά να ακούγονται σε θεωρητικό επίπεδο τέτοιες ρηξικέλευθες προτάσεις από τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης που σκοπό έχουν «να θωρακίσουν ακόμα περισσότερο την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης» και από την άλλη στην πράξη να επιχειρούνται νομοθετικές παρεμβάσεις από όλες τις κυβερνήσεις, διεύρυνσης ή περιορισμού του κύκλου των επιλέξιμων προς προαγωγή προσώπων, ανάλογα και πάλι με πολιτικούς υπολογισμούς, όπως έγινε πριν από 2 μήνες με νομοσχέδιο για την επιλογή των Αντιπροέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων (το οποίο στη συνέχεια αποσύρθηκε).
Για το δεύτερο θέμα υπενθυμίζω εξαρχής ότι την πρόταση για αυτοπεριορισμό του Δικαστικού Σώματος και αποκλεισμό ανάληψης δημόσιων αξιωμάτων για μια περίοδο 2 ή 3 ετών μετά την αποχώρηση του δικαστικού λειτουργού από την υπηρεσία του την κατέθεσα προσωπικά στο ΔΣ της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων το έτος 2014 και έκτοτε την επαναλαμβάνω σταθερά όποτε έχω τη δυνατότητα.
Την έθεσα υπ’ όψιν των συναδέλφων μου στις αρχαιρεσίες του Μαΐου του 2016, την επανέλαβα σε συνέντευξή μου στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 17 Ιουλίου 2017, την επαναδιατύπωσα και την αιτιολόγησα στη ΓΣ της Ενωσής μας στις 16 Δεκεμβρίου 2017 και τέλος στη Διεθνή Ημερίδα που συνδιοργανώσαμε με τον ΔΣΑ, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, στις 28 Απριλίου 2018. Ολο αυτό το διάστημα κανένα πολιτικό κόμμα δεν πήρε θέση στη συγκεκριμένη πρόταση. Απεναντίας, πληθαίνουν οι περιπτώσεις διορισμού συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών σε διάφορες θέσεις κατ’ επιλογήν των κυβερνήσεων.
Η συνεχιζόμενη αυτή πρακτική μάς κάνει ιδιαίτερα επιφυλακτικούς στην προθυμία υιοθέτησης του συγκεκριμένου νομοθετικού μέτρου.
Για τη σκοπιμότητα κατάργησης των Οικονομικών Εισαγγελέων και Εισαγγελέων κατά της Διαφθοράς παραπέμπω στο από 6 Μαρτίου 2018 άρθρο που κατέθεσα με τον Χαράλαμπο Σεβαστίδη, πρόεδρο Πρωτοδικών – εκπρόσωπο Τύπου της Ενωσης, με τίτλο «Κριτικές θέσεις – Νομικές παρερμηνείες στην υπόθεση Novartis», αναρτημένο στην ηλεκτρονική σελίδα της ΕΔΕ (ende.gr). Αντιγράφω από το άρθρο αυτό: «Η ίδρυση ειδικών «επίλεκτων» ομάδων εντός του Δικαστικού Σώματος είναι δημιούργημα της οικονομικής κρίσης. Η επιλογή των εισαγγελικών λειτουργών που στελεχώνουν τα ειδικά τμήματα των Εισαγγελέων Διαφθοράς και των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος δεν γίνεται βάσει κάποιας (νομικής) εξειδίκευσης στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Οι υποθέσεις που υπάγονται στα συγκεκριμένα τμήματα συχνά δεν παρουσιάζουν νομικά προβλήματα, αλλά εκείνο που τις διακρίνει από τις υπόλοιπες υποθέσεις είναι η ανάγκη διορισμού ειδικού επιστήμονα που θα βοηθήσει την ανάκριση στη συλλογή αποδεικτικών μέσων (π.χ. για τη διαπίστωση της πορείας του μαύρου χρήματος). Η κατάργηση τέτοιων θέσεων επιβάλλεται κατά την άποψή μας πολλαπλά. Αρχικά διότι εκτίθενται πολλές φορές αδικαιολόγητα εισαγγελικοί λειτουργοί στον κίνδυνο σχολίων για τη σκοπιμότητα των ενεργειών τους σε υποθέσεις με τεράστιο οικονομικό αλλά και πολιτικό ενδιαφέρον. Κατά δεύτερον, απαξιώνεται χωρίς κανέναν λόγο το έργο, τίθεται σε αμφιβολία η επάρκεια των υπόλοιπων εισαγγελικών λειτουργών και δημιουργείται αδιόρατα μια αδικαιολόγητη κατηγοριοποίηση μεταξύ ίσων. Τέλος ο επιμερισμός αρμοδιοτήτων και η αποφυγή δημιουργίας στεγανών συνιστούν βασικές αρχές που θα πρέπει να διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργία των κρατικών οργάνων». Για τη θέση αυτή o φιλικά προσκείμενος στην κυβέρνηση Τύπος μάς έκανε τότε κριτική (βλ. «Εφημερίδα των Συντακτών» με ημερομηνία 8 Μαρτίου 2018 και τίτλο «Πυρά στους επίλεκτους της Δικαιοσύνης»). Σήμερα ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης επαναλαμβάνει ακριβώς τις θέσεις που είχαμε τότε διατυπώσει.
Θα αποτελούσε δικαίωση των απόψεών μας μια κυβερνητική μεταβολή στα τρία παραπάνω ζητήματα και κατά τούτο δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι οι δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης αποτελούν μια θετική εξέλιξη. Μένει να αποδειχθεί ότι δεν πρόκειται για ανέξοδες εξαγγελίες μέτρων αλλά για βούληση ουσιαστικών αλλαγών.
Ο κ. Χριστόφορος Σεβαστίδης είναι πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων