Το 1979, ύστερα από δύο εκλογικές νίκες και πέντε χρόνια διακυβέρνησης, το Εργατικό Κόμμα έχασε τις εκλογές στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Πήρε ένα καθόλου ευκαταφρόνητο 36,9%. Βοηθούντος και του βρετανικού δικομματισμού μπορούσε να ελπίζει στις επόμενες εκλογές. Θα μπορούσε δηλαδή να ισχυριστεί (όπως ισχυρίζεται το «Σχέδιο απολογισμού ΣΥΡΙΖΑ 2012-2019») ότι «η ήττα δεν είναι κατά κανέναν τρόπο ήττα στρατηγικού χαρακτήρα».

Παρά ταύτα το Εργατικό Κόμμα έκανε στη συνέχεια 18 χρόνια να κερδίσει εκλογές και να επιστρέψει στην εξουσία. Το κατάφερε μόνο το 1997 με το Νέο Εργατικό Κόμμα του Τόνι Μπλερ.

Ξέρετε γιατί; Επειδή ακόμα κι αν νόμιζε κάποιος ότι οι Εργατικοί δεν είχαν υποστεί «στρατηγική ήττα» το 1979, αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος πως οι Συντηρητικοί είχαν πετύχει μια «στρατηγική νίκη».

Η Αγγλία άλλαξε τόσο πολύ στα χέρια τους ώστε το ίδιο το Εργατικό Κόμμα υποχρεώθηκε να αλλάξει για να τη διεκδικήσει.

Οι 32.129 λέξεις σε 80 σελίδες του «απολογισμού ΣΥΡΙΖΑ» είναι μια δικαίωση – των άλλων…

Οσα επισημαίνονται ως λάθη, αστοχίες ή αυταπάτες για το πρώτο εξάμηνο του 2015 είναι ακριβώς όσα επισήμαινε από τότε η αντιπολίτευση, όσα έγραφαν «Το Βήμα» ή «Τα Νέα», όσα λέγαμε στο Mega, υπό τα πυρά εκείνων που σήμερα αναγνωρίζουν τα λάθη, τις αστοχίες και τις αυταπάτες τους. Αν εξαιρέσει κανείς την κομματική αργκό, ακόμα και η φρασεολογία είναι ίδια.

Από το αποτέλεσμα αλλά και από τον επίσημο απολογισμό του ΣΥΡΙΖΑ προκύπτει πλέον ποιος είχε τότε δίκιο. Αλλά η χώρα πλήρωσε το κόστος του άδικου που επέλεξε.

Αυτό όμως είναι η μεγάλη έλλειψη του απολογισμού. Δεν προσφέρει καμία ερμηνεία για ποιον λόγο ο ελληνικός λαός θέλησε με τόσο ενθουσιασμό να κυβερνηθεί από μια ομάδα ανθρώπων που ήταν τόσο ανίδεοι ώστε καταντούσαν επικίνδυνοι.

Και να πω κάτι; Δεν το είχαν καν κρύψει. Οσα ακολούθησαν κι όσα διαψεύστηκαν είχαν εξαγγελθεί πομπωδώς με αστήρικτες αβεβαιότητες και μεγαλόστομες φανφάρες.

Η απορία αυτή (να διευκρινίσω) αφορά περισσότερο τον Ιανουάριο και όχι τον Σεπτέμβριο 2015, όταν η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να περιείχε απογοήτευση αλλά τουλάχιστον διέθετε την εύλογη βάση «να δοκιμαστούν κι αυτοί».

Να σημειώσω εδώ ότι ακόμα και σήμερα ο τότε υπουργός Οικονομικών δηλώνει πως η Μέρκελ και ο Ντράγκι (τους οποίους χαρακτηρίζει «καλύτερους συμμάχους» μας) «αν πείθονταν ότι είμαστε έτοιμοι να πάμε σε ρήξη με αρετή και τόλμη, θα προσέρχονταν την ύστατη στιγμή με μια έντιμη, αμοιβαίως επωφελή πρόταση» (Βαρουφάκης, 13/2).

Δυστυχώς η «ύστατη στιγμή» υπήρξε αλλά κανείς δεν προσήλθε.

Τα υπόλοιπα του απολογισμού έχουν περισσότερο ανεκδοτολογικό χαρακτήρα. Δείχνουν αυτή την ομάδα ανθρώπων να προσαρμόζεται στη διακυβέρνηση αλλά να αποκόπτεται από την κοινωνία.

«Υποτιμήσαμε» την απήχηση του «νόμου και τάξη». «Είχαμε συλλογική υποτίμηση» του «από τα κάτω και πλατιού αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου».  «Υποτίμηση του αντιπάλου αλλά και υποτίμηση της υφέρπουσας δυσφορίας». Η ήττα στις ευρωεκλογές «αποδείχθηκε απροσδόκητα μεγάλη». Γενικώς σε άλλη χώρα ζούσαν, αλλά φταίει η επικοινωνιακή πολιτική που «δεν στάθηκε άξια των περιστάσεων».

Ολα αυτά όμως τα ξέραμε – τουλάχιστον όσοι καταλάβαιναν τι συμβαίνει…

Αλλά αυτό είναι ίσως το κορυφαίο ζήτημα που αναδεικνύει ο επίσημος απολογισμός του ΣΥΡΙΖΑ. Διότι αν δεν είχαν ιδέα τι θα κάνουν όταν εκλεγούν κι αν δεν καταλάβαιναν τι συμβαίνει όσο κυβερνούσαν, τότε έχουμε μια πολιτική παράταξη η οποία δεν μετέχει της πραγματικότητας.

Ή μια παράταξη η οποία επιλέγει να εκφράζει την πραγματικότητα που κάθε φορά τη βολεύει.

Δεν ξέρω τι θα κάνουν για να το αντιμετωπίσουν, ούτε καν αν αντιλαμβάνονται το πρόβλημα. Αλλά έχω την αίσθηση πως αν η Θάτσερ τούς είχε βρει μπροστά της θα κυβερνούσε ακόμη!

Η εκμετάλλευση μιας φούσκας

Εχουμε τη συμπληρωματική κατάθεση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ι. Αγγελή στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευ. Ζαχαρή (31/1).

Εκεί μέσα είναι που λέει πως «σκοπός της κ. Τουλουπάκη και του ονομαζόμενου Ρασπούτιν που βρισκόταν πίσω από αυτήν ήταν να ασκηθούν διώξεις κατά πολιτικών προσώπων το ταχύτερο δυνατόν (…) να πάει σε ανακριτή και σε χρόνο που θα προσέγγιζε τις εκλογές, υπολογιζόταν περίπου τον Σεπτέμβριο του 2019, να γίνουν προφυλακίσεις πολιτικών, και συγκεκριμένα του κ. Γεωργιάδη, του κ. Λοβέρδου και του κ. Σαμαρά».

Θυμίζω ότι τα σχέδια αυτά διατυπώνονται στις αρχές του 2019 και τότε ακόμη η κυβέρνηση επεδίωκε να γίνουν εκλογές τον Οκτώβριο. Αρα το χρονοδιάγραμμα είναι λογικό.

Η συνέχεια της συμπληρωματικής κατάθεσης όμως έχει πρόσθετο ενδιαφέρον. Λέει ο αντεισαγγελέας Αγγελής ότι «όλα αυτά έγιναν γνωστά στον τότε υπουργό Δικαιοσύνης, τον κ. Καλογήρου, ο οποίος δεν συμφώνησε με το σχέδιο Ρασπούτιν, διαβίβασε τα σχετικά στον πάνω από αυτόν, δηλαδή στον τότε πρωθυπουργό κ. Τσίπρα, και περίμενε την απάντηση του κ. Τσίπρα».

Πράγμα που σημαίνει ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης και ενδεχομένως ο Πρωθυπουργός ήταν ενήμεροι ή κάποια στιγμή ενημερώθηκαν για τις σχεδιαζόμενες προφυλακίσεις αντιπάλων τους. Ο πρώτος μάλιστα φέρεται να διαφωνούσε.

Σημαίνει επίσης ότι το σχέδιο δεν ευοδώθηκε, ενδεχομένως ούτε δρομολογήθηκε τελικά – σε ό,τι αφορά μάλιστα τον Σαμαρά η υπόθεση πήγε σύντομα στο αρχείο. Να υποθέσω ότι  απλώς δεν προχώρησε ή ότι κάποιος το σταμάτησε;

Δεν μπορούμε ακόμη να ξέρουμε. Μπορούμε όμως με απόλυτη βεβαιότητα να διακρίνουμε ότι στις αρχές του 2019 μια δικαστική έρευνα έχει μετατραπεί σε πολιτική και εκλογική ατζέντα. Ξαφνικά δηλαδή προκύπτει μια συζήτηση στο εσωτερικό της κυβέρνησης με προφυλακίσεις πολιτικών, εκλογές, υπουργούς και πρωθυπουργούς.

Υπενθυμίζω ότι η πρώτη εμπλοκή της κυβέρνησης στην υπόθεση Novartis είχε γίνει στις 5.2.2018 με την περίφημη σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου. Αλλά από τότε έχει μεσολαβήσει ένας χρόνος. Δέκα πολιτικοί έχουν παραπεμφθεί, δεν έχει προκύψει κανένα στοιχείο σε βάρος τους, τα περί FBI αποδείχθηκαν παραμύθια και η υπόθεση έχει ουσιαστικά καταρρεύσει.

Είναι άξιο απορίας λοιπόν ποιος εξακολουθεί να ποντάρει στην πολιτική εκμετάλλευση μιας φούσκας. Δεν ξέρω αν είναι απλώς ραδιούργος, σίγουρα όμως είναι και ηλίθιος.

Κουτοπόνηροι
Η σύγκριση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής με τους σημερινούς παράνομους ή λαθραίους μετανάστες που επιχείρησε ο Π. Κουρουμπλής δεν είναι μόνο βαθιά ανιστόρητη. Ούτε απλώς προσβλητική.
Είναι και κουτοπόνηρη. Επιχειρεί να κατασκευάσει μια αναλογία για να τη χρησιμοποιήσει ως δικαιολογία.
Το περίεργο είναι ότι κάποιοι έσπευσαν να υιοθετήσουν τη λογική του επικαλούμενοι εχθρικές συμπεριφορές που συνάντησαν οι τότε πρόσφυγες στην Ελλάδα. Τέτοιες συμπεριφορές ασφαλώς υπήρξαν και θα ήταν μάλλον παράλογο να μην υπάρξουν όταν μια μικρή χώρα υποδέχεται 1,5-2 εκατομμύρια ανθρώπους.
Μόνο που εκείνοι ήταν όλοι ομοεθνείς πρόσφυγες και έφευγαν να σωθούν από τους Τούρκους. Ηταν ο ξεριζωμός ενός πανάρχαιου ελληνισμού.
Δεν ήταν μετακίνηση. Ούτε αναζήτηση εργασίας.