Είναι λογικό ο Πρωθυπουργός να ζυγίζει ποιον θα προτείνει για την Προεδρία. Εκείνος έχει την ευθύνη της επιλογής και κατά πάσα πιθανότητα η επιλογή του θα εκλεγεί.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επίσης έχει προσωπικό λόγο να ενδιαφέρεται. Λογικά, λοιπόν, επιχειρεί να δημιουργήσει ένα κλίμα υπέρ της επανεκλογής του.

Κατανοητή είναι και η στάση της Γεννηματά. Τη διατύπωσε χωρίς φωνασκίες υπέρ του ενός ή του άλλου, αλλά διευκρινίζοντας ότι δεν προτίθεται να υπερψηφίσει υποψήφιο που προέρχεται από τη ΝΔ. Θεμιτό.

Αντιθέτως, δυσκολεύομαι να αντιληφθώ όχι το ενδιαφέρον, αλλά το πάθος με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ έχει στρατευτεί υπέρ του Παυλόπουλου.

Η αξιωματική αντιπολίτευση μετέτρεψε αναιτίως την προεδρική εκλογή σε πεδίο μάχης με νικητές και ηττημένους. Και η ανάμειξή της μάλλον πλήττει τον εκλεκτό της, αφού δεν αφήνει πολλά περιθώρια στον Πρωθυπουργό. Αν εκλεγεί ο Παυλόπουλος, θα έχει ηττηθεί ο Μητσοτάκης. Αν δεν επανεκλεγεί, θα έχει ηττηθεί ο Τσίπρας. Δεν μου φαίνεται πολύ έξυπνη τακτική, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι την απόφαση θα την πάρει ο… Μητσοτάκης.

Για ποιον λόγο λοιπόν μπλέχτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια υπόθεση της οποίας δεν ελέγχει την έκβαση; Ποιο είναι το σχέδιο πίσω από τον Παυλόπουλο;

Η απλούστερη εξήγηση είναι ότι υπάρχει μια δέσμευση του Τσίπρα προς τον Παυλόπουλο που διαμορφώθηκε στην (σχεδόν) πενταετή συνύπαρξή τους στα ανώτατα πολιτειακά αξιώματα και για λόγους που όλοι μπορούμε να φανταστούμε.

Τηρουμένων των αναλογιών, πιο αθώα είναι η εξήγηση ότι ο Παυλόπουλος αναμένεται να διασφαλίσει στον ΣΥΡΙΖΑ και στον Τσίπρα κάποια θεσμική προστασία. Οχι απαραιτήτως πολλά πράγματα (άλλωστε ο Πρόεδρος δεν έχει τέτοιες δυνατότητες…), αλλά μια στοιχειώδη εγγύηση ότι δεν θα μένουν εκτός παιχνιδιού και ότι θα λαμβάνονται υπ’ όψιν.

Πιο παρακινδυνευμένη είναι η εξήγηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσδοκά πως ο Παυλόπουλος θα λειτουργήσει ως αντίβαρο του Μητσοτάκη στο πολιτικό παιχνίδι και ειδικότερα μέσα στη ΝΔ αποδυναμώνοντας εκ των πραγμάτων τον Πρωθυπουργό.

Ακόμη πάντως κι αν υπάρχει τέτοια πρόθεση (δεν το γνωρίζω…), πολύ δύσκολα φαντάζεται κανείς τον Μητσοτάκη να ανατρέπεται από μια σύμπραξη Παυλόπουλου – Κακλαμάνη – Αντώναρου.  

Πιο συνωμοσιολογική είναι η εξήγηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποβλέπει στην επιβεβαίωση ενός άξονα Παυλόπουλου, Τσίπρα και φίλιων συμφερόντων που θα λειτουργεί υπονομευτικά σε βάρος της κυβέρνησης.

Ολα αυτά μπορεί να ισχύουν ή να μην ισχύουν.

Πίσω τους όμως κρύβεται μια βασική αντίληψη την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ διαμόρφωσε από το 2015 (ή νωρίτερα…) και την οποία ακολούθησε όλο το επόμενο διάστημα – αν και χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα…

Η αντίληψη αυτή λέει ότι δεν υπάρχει μία, αλλά δύο ΝΔ. Οτι ο Μητσοτάκης είναι αρχηγός της πρώτης. Αλλά ότι μια άλλη ΝΔ, που έμεινε στα αζήτητα ή αποστρατεύτηκε με την αρχηγία Μητσοτάκη, δεν συμμερίζεται την «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» πολιτική του. Είναι πιο φιλική, πιο συναινετική, περισσότερο διατεθειμένη «να τα βρει» με τον Τσίπρα.  

Ο Β. Βενιζέλος μιλούσε συχνά για μια άτυπη «τρίτη συνιστώσα» της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Ο γράφων προτιμούσε τον όρο της «παράγκας». Οπως κι αν τους ονομάσει κανείς, το βέβαιο είναι ότι ο Μητσοτάκης τους ξεδόντιασε.

Είναι ακατανόητο συνεπώς για ποιον λόγο ο Τσίπρας επιμένει σε μια λογική που έχει διαψευστεί και η οποία επιδεινώνει τις σχέσεις του με τον Μητσοτάκη χωρίς κανένα όφελος για τον ίδιο. Δεν πιστεύω να επενδύει σε ρήγμα στην κυβέρνηση από την προεδρική εκλογή ή σε υπονόμευση της κυβερνητικής δραστηριότητας από τα μέσα.

Από την άλλη πλευρά, βεβαίως, άβυσσος η ψυχή των ανθρώπων.

Αν ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ πίστευε ότι θα ρίξει τη Μέρκελ με τον Βαρουφάκη και ότι θα κερδίσει τις εκλογές με την Παπακώστα, γιατί να μη νομίζει ότι θα ανατρέψει τον Μητσοτάκη με τον Παυλόπουλο;

Γιατί να αλλάξουμε;

Ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να αντιληφθώ το πρόβλημα με τον εκλογικό νόμο. Οσα προτείνει η κυβέρνηση είναι η επαναφορά με μερικές θετικές διορθώσεις όσων ψήφισε το ΠαΣοΚ το 2003 (νόμος Σκανδαλίδη) και συμπλήρωσε η ΝΔ το 2008 (νόμος Παυλόπουλου). Με το σύστημα αυτό έγιναν οκτώ εκλογές από το 2004 έως τώρα στις οποίες κέρδισαν τρία διαφορετικά κόμματα. Συμπεριλαμβανομένου (δις) και του ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Υπό αυτή την έννοια το συγκεκριμένο σύστημα είχε όχι μόνο διάρκεια, αλλά και αποδοχή. Εως τώρα ούτε έχει ευνοήσει ούτε έχει αδικήσει ειδικά κάποιον.
Ερώτηση κρίσεως. Τότε γιατί να αλλάξουμε εκλογικό σύστημα; Είναι άραγε ηλίθιες οι χώρες που ψηφίζουν με τον ίδιο τρόπο δεκαετίες ολόκληρες;

Το τέλους του εφησυχασμού

Η επίσκεψη Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον κύλησε περίπου όπως περιμέναμε. Χωρίς θριάμβους. Χωρίς αποτυχίες. Χωρίς εκπλήξεις, ευχάριστες ή δυσάρεστες. Μέσα σε ένα μάλλον θετικό γενικότερο κλίμα.

Σίγουρα το στυλ του αμερικανού προέδρου δεν έθελξε το ακροατήριο. Αλλά αυτός είναι. Δεν μπορούμε να τον αλλάξουμε. Ούτε να τον ψηφίσουμε ούτε να τον καταψηφίσουμε.

Θα πρέπει να ζήσουμε μαζί του όσο τον εκλέγουν οι Αμερικανοί.

Αντιθέτως, κορυφαίοι κυβερνητικοί παράγοντες εκτιμούσαν ότι η γενικότερη εικόνα, τουλάχιστον σε επίπεδο Κογκρέσου, παρουσιάζεται πολύ πιο ευνοϊκή για τη χώρα μας.

Αλλά το ταξίδι Μητσοτάκη πάει και τελείωσε. Το ζητούμενο είναι πλέον πώς η χώρα θα ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται στην περιοχή.

Το ευχάριστο είναι ότι από τις συναντήσεις του Πρωθυπουργού με τους πολιτικούς αρχηγούς δεν προέκυψαν σοβαρές αποκλίσεις ή διαφωνίες. Λίγο ή πολύ, όλοι στα ίδια συμπεράσματα και στο ίδιο πλαίσιο καταλήγουν.

Το δυσάρεστο είναι ότι όλες οι πολιτικές δυνάμεις εκδηλώνουν μια αμηχανία απέναντι σε αυτές τις νέες συνθήκες.

Λογικό. Το αντίθετο θα εξέπληττε. Τα νέα δεδομένα δεν έχουν ακόμη διαμορφωθεί πλήρως και για πρώτη ίσως φορά τον τελευταίο αιώνα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εγγράφονται σε ένα ευρύτερο περιφερειακό πλαίσιο. Εμπλέκουν απείρως περισσότερους παράγοντες από την Αθήνα και την Αγκυρα.

Κανείς φυσικά δεν επιθυμεί μια αναμέτρηση με στρατιωτικούς όρους – τουλάχιστον δεν έχω ακούσει κανέναν να το υποστηρίζει…

Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια σχολή σκέψης που ονειρεύεται μια πολυμερή περιφερειακή διαπραγμάτευση στη βάση ενός διαλόγου χωρίς προκαταλήψεις και του διεθνούς δικαίου.

Η ιδέα είναι πολύ καλή. Αρκεί να είναι αληθινή.

Κάθε μορφή διαπραγμάτευσης προϋποθέτει πρόθυμους συνομιλητές και ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο μέσα στο οποίο να λύσουν τις διαφορές τους.

Προς το παρόν δεν υπάρχει ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Το βέβαιο είναι ότι ζούμε το τέλος του εθνικού εφησυχασμού. Και έως ότου δημιουργηθούν (αν δημιουργηθούν ποτέ…) οι ονειρικές προϋποθέσεις διαλόγου που περιγράψαμε, η χώρα οφείλει να αναλώσει τις δυνάμεις της στη δημιουργία του προαπαιτουμένου: δηλαδή στην επεξεργασία μιας νέας εθνικής στρατηγικής.

Το τοπίο άλλαξε. Οι συνθήκες άλλαξαν. Τα δεδομένα άλλαξαν. Και όπως έλεγε ο σοφός Κέινς σε έναν νεαρό φοιτητή του:

«Οταν αλλάζουν τα δεδομένα, τότε κι εγώ αλλάζω άποψη. Εσείς τι κάνετε, αγαπητέ κύριε;».