Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 ουδείς μπορούσε να φανταστεί ότι τη θέση του κορυφαίου ποιητή του 20ού αιώνα θα την καταλάμβανε, εκτοπίζοντας τον Τ. Σ. Ελιοτ, κάποιος ο οποίος προερχόταν από μια «μικρή» γλώσσα: ο Κ. Π. Καβάφης. Σήμερα δυσκολευόμαστε να παρακολουθήσουμε τις μελέτες που γράφονται παγκοσμίως για το έργο του και τις μεταφράσεις που διαδέχονται κατά ριπάς η μία την άλλη. Ο «ελληνικός», όπως αυτοχαρακτηριζόταν, Καβάφης είναι πλέον παγκόσμιος.

Αλλά στη δική του συνείδηση δεν υπήρχε ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στο «ελληνικός» και στο «παγκόσμιος». Ο Καβάφης πέρασε όλη σχεδόν τη ζωή του στην πολυεθνική Αλεξάνδρεια, ήταν γλωσσομαθής και κληρονόμος μιας τεράστιας παράδοσης, που το ιστορικό της αποτύπωμα το αναγνώριζε παντού. Ηταν, με άλλα λόγια, ποιητής της Αγοράς και του Μουσείου. Λέγοντας Αγορά εννοώ μιαν αγορά ιδεών. Και με τη λέξη Μουσείο αναφέρομαι στο σπίτι των Μουσών, που το δημιούργησε ο Πτολεμαίος ο Σωτήρ.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω