Ποίηση και εθνικό συναίσθημα

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σε προηγούμενη επιφυλλίδα μου (9 Ιανουαρίου), μιλώντας για τις χρήσεις του όρου «εθνικός ποιητής» και για την υποτιθέμενη ανυπαρξία αυτού του όρου στη λογοτεχνική κριτική μας πριν από το 1859 (έτος της συγκεντρωτικής έκδοσης των σολωμικών ποιημάτων), έθετα το θέμα τού κατά πόσο μπορούμε να μιλάμε για εθνική ποίηση στα καθ’ ημάς και πριν από την εμφάνιση του Σολωμού. Θέμα που υποδήλωνε την αμφισβήτηση της διάχυτης βεβαιότητας ότι «το εθνικό συναίσθημα ήταν ανύπαρκτο παλαιότερα» και ότι «η ποίηση συνδέθηκε με αυτό στα χρόνια του Αγώνα, 1821-1831». Διότι τη σύνδεση της ποίησής μας με το εθνικό συναίσθημα τη βρίσκουμε ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα, από τη στιγμή που το όραμα μιας απαλλαγής από τον οθωμανικό ζυγό είχε αρχίσει να αναπτερώνει τις ελπίδες των υπόδουλων Ελλήνων.
Αρχίζοντας αντίστροφα την ποιητική επισκόπηση αυτού του συναισθήματος – από το 1821 ως τις αρχές του 18ου αιώνα – θα πρέπει πρώτα να αναφέρουμε τον Γεώργιο Λασσάνη, που το αλληγορικό του μονόπρακτο «Ελλάς» («Πρόλογος» στην τραγωδία του «Αρμόδιος και Αριστογείτων», 1820) τελειώνει με ένα ποίημα-προτροπή προς τους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων «ν’ αποφασίσωσιν συμφώνως και με ζήλον / ή όλοι ν’ αποθάνωσιν ή δούλοι να μη ζώσιν». Το 1819 ο Κάλβος με την ωδή «Ελπίς πατρίδος» οραματίζεται «προ της Ελλάδος του ιερού / χορώ συμπεπλεγμένας / Ελευθερίαν και Μούσας». Θα πρέπει έπειτα να αναφέρουμε τον Αντώνιο Μάτεσι, με παρότρυνση του οποίου ο Σολωμός έγραψε τον «Υμνο εις την Ελευθερίαν»: όχι μόνο με το παραινετικό ποίημά του «Εις φίλον», αλλά και με την «Ωδή θρησκευτική, ηθική, πολιτική» (γραμμένη, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις το 1819, αν όχι νωρίτερα), εικόνες και τόνοι της οποίας απηχούνται στον σολωμικό «Υμνο». Την ωδή αυτή τη συνδέει με τους πατριωτικούς στίχους του σκληρού εθνικού πυρήνα των Προσολωμικών ποιητών το επίθετο πολιτική του τίτλου της. Αναφέρομαι στα ποιήματα του Αντωνίου Μαρτελάου και των περί αυτόν Θωμά Δανελάκη και Αντωνίου Κούρτσολα, που με την κάθοδο των δημοκρατικών Γάλλων στα Επτάνησα (1797-1799) βρήκαν την ευκαιρία να διαδηλώσουν το εθνικό τους συναίσθημα.
Θα πρέπει να σταθούμε λίγο περισσότερο σε αυτούς τους ποιητές, γιατί οι στίχοι τους έρχονταν να συμπράξουν με τον «Θούριο» και τη μίμηση της «Καρμανιόλας» του Ρήγα, που ξανατυπώθηκαν στην Κέρκυρα το 1798 από τον σύντροφο του Ρήγα Χριστόφορο Περραιβό. Η παρουσία των Γάλλων στο Ιόνιο ενίσχυσε την ελπίδα της απελευθέρωσης και του υπόλοιπου ελληνικού κόσμου και της κατίσχυσης των ρεπουμπλικανικών ιδεών. Ο «Υμνος εις την περίφημον Γαλλίαν» του Μαρτελάου και ο «Θούριος» του Κούρτσολα το διακήρυτταν αυτό. Και όταν, με την αποχώρηση των Γάλλων και τη δημιουργία της Ιονίου Πολιτείας, η ελπίδα διαψεύστηκε, οι ποιητές αυτοί, όπως προσφυώς παρατηρεί ο Δημήτρης Αρβανιτάκης, «έβλεπαν στη ρωσική πολιτική μια νέα δυνατότητα για την απελευθέρωση των Ελλήνων και τη δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους». Εγραφε ο Μαρτελάος σε έναν «Θούριό» του: «Τα νησιά μας είναι Κράτος / ζηλευτό. Αλλ’ η πατρίδα / ούλη η άλλη είναι δούλη. / Εχω όμως την ελπίδα // να ιδώ πριν εγώ πεθάνω / μέγα κράτος την Ελλάδα». Το κράτος αυτό θα έφτανε ως και τον Βόσπορο: «Στας Αθήνας, μπρος, στην Πόλη! / Μπρος, παιδιά γνήσια Ελλήνων! / Μπρος λοιπόν, μπρος κατ’ εκείνων / που το Γένος μας μισούν!», προέτρεπε ο Μαρτελάος με έναν «Θούριό» του. Και ο Δανελάκης: «Εις την Πόλη, στην Αθήνα / θε’ να λάμψει ο σταυρός, / θε’ να σφάξουμε τσ’ εχθρούς μας, / θα τελειώσει ο ζυγός». Το αρχικό «Ελληνογάλλοι» του Μαρτελάου («Εξυπνήστε για να ιδείτε / την μητέρα μας Γαλλίαν / που χαρίζει Ελευθερίαν»), ομόλογο με εκείνο του Κοραή («Δεν είναι Γραικοί ή Γάλλοι, / αλλ’ έν έθνος Γραικογάλλοι» («Ασμα πολεμιστήριον», 1800), θα γίνει τώρα «Ελληνορώσοι».
Η επιθυμία απαλλαγής από έναν αλλόθρησκο ζυγό με τη βοήθεια – και στους κόλπους – μιας ομόδοξης αυτοκρατορίας είναι, βέβαια, μια επιθυμία πολιτική υπαγορευόμενη από ένα ιστορικά προσδιοριζόμενο βίωμα εθνικού συναισθήματος. Είναι η ίδια που είχε ήδη εμφανιστεί σε ρωσικό έδαφος γύρω στο 1790 με το ποίημα «Ονειρον» του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου του «Φιραρή», πρώην ηγεμόνα της Μολδαβίας, ο οποίος δεν οραματιζόταν μόνο ελληνο-ρωσικά στρατεύματα «που εστέκοντο με τάξιν / ωσάν να ήτον έτοιμα διά πολέμου πράξιν», αλλά κατέστρωνε και σχέδια προς τούτο, που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης του Ρήγα. Είναι η ίδια επιθυμία που είχε εμφανιστεί και στη Νάπολη το 1772 με ποιήματα ιταλικά και ελληνικά των Θωμά Βελάστη, Γεωργίου Χωραφά και Αντωνίου Γκίκα, που γράφτηκαν μετά την καταστροφή του οθωμανικού στόλου από τον Αλέξιο Ορλώφ στον Τσεσμέ (1770), με τα οποία οι ποιητές τους ευαγγελίζονταν την απελευθέρωση της Ελλάδας με τη βοήθεια της Μεγάλης Αικατερίνης. Ο Βελάστης («Κατά των Τουρκοφίλων») καταφέρεται εναντίον εκείνων των Δυτικών που συναγελάζονται με τους Τούρκους, ενώ ο Γκίκας («Επίγραμμα») ζητά από τις Μούσες και τον Απόλλωνα να ξυπνήσουν «τους κοιμωμένους εις σκλαβιά Ρωμαίους» για «να τραγωδήσωσι γλυκά πώς την ελευθερίαν / λαμβάνουσι απέ των Ρουσσών ανίκητον ανδρείαν».
Μισόν περίπου αιώνα προηγουμένως ο Κεφαλλονίτης Πέτρος Κατσαΐτης με τον «Κλαθμόν Πελοποννήσου» (1716) θρηνεί για την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Οθωμανούς, εκφράζοντας εντούτοις την πεποίθηση ότι τόσο αυτή όσο και η «αδελφή της Ελλάδα» θα αναστηθούν κάποτε. Ακόμη – φορώντας το διδακτικό προσωπείο του Οδυσσέα – δηλώνει ότι την τραγωδία του «Ιφιγένεια» (1720) την έγραψε ως παράδειγμα για τους νέους Ελληνες («για της πατρίδος την τιμή να δίδουν τη ζωή τους»). Βρίσκουμε και στους στίχους του ένα εθνικό συναίσθημα ιστορικά ανάλογο με εκείνο από το οποίο διαπνέονται τα ποιήματα των Προσολωμικών που ανέφερα. Και συναντάμε μιαν ανάλογη αντίληψη ενός ελληνικού χώρου που υπερβαίνει τον τόπο της καταγωγής για να περιλάβει την ευρύτερη ελληνική πατρίδα (Κεφαλληνία/Επτάνησα – Πελοπόννησος – Ελλάδα).
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

