Μέσα σε ένα τόσο ζοφερό οικονομικό περιβάλλον, το ερώτημα είναι πώς μπορεί να ανταποκριθεί ο καταναλωτής. Με το δεδομένο ότι οι μισθοί και οι συντάξεις παραμένουν στα ίδια επίπεδα, όταν δεν μειώνονται, αλλά οι υποχρεώσεις έχουν πάρει την ανηφόρα, η κατάρτιση του οικογενειακού προϋπολογισμού αποτελεί σπαζοκεφαλιά. «Δεν υπάρχει κάτι με σταθερή τιμή» λέει στο «Βήμα» η Κ.Μ., συνταξιούχος που ζει με τον επίσης συνταξιούχο σύζυγό της. «Το διαπιστώνω κάθε φορά που πηγαίνω για ψώνια στο σουπερμάρκετ. Τώρα περιμένω με τρόμο τον λογαριασμό της ΔΕΗ, γιατί εδώ και δύο χρόνια χρησιμοποιούμε κλιματιστικό για θέρμανση, καθώς δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στην πολυκατοικία για να αγοράσουμε πετρέλαιο». Το απόθεμα για μια ώρα ανάγκης που είχαν κάνει με τον σύζυγό της όταν δούλευαν έχει πια εξαϋλωθεί προ πολλού και ούτε λόγος για τη δημιουργία νέου. Η ίδια αγοράζει μόνο τα απολύτως απαραίτητα ύστερα από ενδελεχή έρευνα αγοράς. «Κάποτε ψωνίζαμε και κάποια παραπάνω, αν βρίσκαμε προσφορές. Αυτό πια είναι παρελθόν. Τώρα ψωνίζουμε τόσα όσο να μην πετάμε τίποτα» λέει.

Το ίδιο κάνει και η κόρη της που ζει με τον σύζυγο και τον τετράχρονο γιο τους στην Περιφέρεια. «Ψάχνει και όπου βρει σε προσφορά το γάλα του μικρού αγοράζει μεγάλες ποσότητες. Εχει ανακαλύψει και μια ιστοσελίδα που κάνει σύγκριση στις τιμές και τη συμβουλεύεται». Είναι και κάτι ακόμα που τη στενοχωρεί ιδιαίτερα. Το γεγονός ότι δεν μπορεί πλέον να είναι συνεπής στις οικονομικές της υποχρεώσεις. «Ενώ κάποτε πληρώναμε τακτικά τα κοινόχρηστα και τους λογαριασμούς μας, τώρα αφήνουμε έναν μήνα τα κοινόχρηστα και τα πληρώνουμε τον επόμενο που δεν θα έχουμε λογαριασμό νερού, για παράδειγμα. Τον άλλο μήνα θα αφήσουμε απλήρωτο το τηλέφωνο ή θα κάνουμε δόσεις στο ρεύμα. Δεν γίνεται όμως διαφορετικά, δεν βγαίνουμε. Οι περισσότεροι στον κύκλο μου έτσι τα βγάζουμε πέρα» λέει.

Στη λύση της εκ περιτροπής πληρωμής λογαριασμών έχει καταφύγει και ο Κ.Ζ. Χαμηλόμισθος ο ίδιος αλλά και η σύζυγός του προσπαθούν να μη λείψει κάτι από τη μικρή τους κόρη. Δεν μπορούν να κάνουν οικονομία στο νερό ή στο ρεύμα. Αναγκαστικά λοιπόν πληρώνουν άλλοτε τον έναν λογαριασμό και άλλοτε τον άλλον.

Η Ε.Φ., συνταξιούχος που ζει με τον σύζυγό της, έχει την έγνοια και του νοικοκυριού του γιου της που είναι χαμηλόμισθος. «Τα ψώνια έχουν καταντήσει μια πολύπλοκη διαδικασία, που απαιτεί μεγάλη εγκεφαλική λειτουργία, το έχω αναγάγει σε επιστήμη» επισημαίνει γελώντας. Ψάχνει και βρίσκει τις προσφορές. Οταν βρει κάποια καλή, ψωνίζει και στρώνεται στην κουζίνα. «Ολη μέρα μαγειρεύω» λέει. «Τις προάλλες βρήκα προσφορά στα κοτόπουλα. Σκέφτηκα, προβληματίστηκα και αγόρασα αρκετά για να κάνω κοτόπιτες – να πάρει ο γιος μου για σνακ στη δουλειά, η εγγονή μου στο σχολείο -, να ετοιμάσω για εμάς κοτόπουλο βραστό, για λόγους υγείας. Ολη τη μέρα καταστρώνω σχέδια για να καλύψω τις οικογενειακές μας ανάγκες, να αντικαταστήσω ό,τι έχει τελειώσει όσο πιο οικονομικά μπορώ, να σκεφτώ τι συνδυασμούς θα κάνω. Το αισθάνομαι σαν μια προσφορά στην οικογένειά μου, η οποία όμως απαιτεί όλο μου τον χρόνο και τη σκέψη».