Πλάθιντο Ντομίνγκο: «Τα δράματα που ερμηνεύω μένουν στη σκηνή»
Ο κορυφαίος τενόρος που σε μερικές εβδομάδες συμπληρώνει τα 80 του χρόνια μιλάει αποκλειστικά στο ΒΗΜΑgazino για τη σχέση του με την τέχνη και για την ανάγκη του να βρίσκεται πάνω στη σκηνή μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Τα δύο τελευταία χρόνια ήταν δύσκολα για τον Πλάθιντο Ντομίνγκο. Οι κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση από αρκετές γυναίκες τσαλάκωσαν την άψογη μέχρι πρότινος εικόνα του και οδήγησαν στην ακύρωση των συμβολαίων του με τα μεγάλα θέατρα των ΗΠΑ. Επιπλέον, και εκείνος και η σύζυγός του ασθένησαν με COVID-19. Το ζεύγος ανέρρωσε πλήρως και ο διάσημος ισπανός τενόρος συνέχισε να τραγουδάει (στα θέατρα της Ευρώπης, που σε αντίθεση με εκείνα της Αμερικής δεν φάνηκε να λαμβάνουν υπόψη τους το πρόσφατο σκάνδαλο), ζητώντας συγγνώμη από τις κυρίες που φέρονται ως θύματά του – «Θέλω να ξέρουν ότι λυπάμαι ειλικρινά για τα δεινά που τους προκάλεσα. Αποδέχομαι όλη την ευθύνη των πράξεών μου» -, αλλά και επιμένοντας πως: «Η λέξη κακοποίηση δεν υπάρχει στο προσωπικό μου λεξιλόγιο. Επίσης, δεν συνηθίζω, όπως με κατηγόρησαν, να στέκομαι εμπόδιο στην καριέρα κάποιου ή κάποιας, απεναντίας, εγώ είμαι αυτός ο οποίος βοήθησε και συνέβαλε ώστε να ανθήσει η καριέρα κάποιων συναδέλφων μου, ανδρών ή γυναικών. Με έχουν αποκαλέσει μέχρι και «Γουάινστιν της όπερας», κάτι που με προσβάλλει και με πληγώνει τόσο ως καλλιτέχνη όσο και ως άνθρωπο. Γι’ αυτό, το όνειρό μου πλέον, για όσον καιρό ζήσω ακόμη, είναι να βρω μέσα μου ειρήνη και ηρεμία και όλα αυτά για τα οποία με κατηγορούν να διαλευκανθούν ώστε να αποδειχθεί η πραγματική αλήθεια».
Ωσπου να αποδειχθεί (αν αποδειχθεί) η «πραγματική αλήθεια», ο διάσημος τραγουδιστής, ένας από τους σπουδαιότερους λυρικούς καλλιτέχνες των τελευταίων δεκαετιών, συνεχίζει να κάνει με επιμονή αυτό για το οποίο έχει γεννηθεί, να τραγουδάει. Το πρόγραμμά του τις προηγούμενες εβδομάδες περιλάμβανε εμφανίσεις στο Μόντε Κάρλο με την όπερα «I due Foscari» του Βέρντι, στην Αγία Πετρούπολη με τον «Ναμπούκο» του ίδιου συνθέτη και στο εναρκτήριο γκαλά της Σκάλας του Μιλάνου (σε ζωντανή τηλεοπτική και ραδιοφωνική μετάδοση και live streaming). Ακολουθούν, τους επόμενους μήνες, παραστάσεις του «Ναμπούκο» στη Βιέννη (11, 14 και 19 Ιανουαρίου 2021), της «Μποέμ» του Πουτσίνι στo θέατρο Μπαλσόι της Μόσχας (αυτή τη φορά με την ιδιότητα του μαέστρου), ρεσιτάλ στο Μπάντεν-Μπάντεν, στη Μόσχα και στη Λουκέρνη, παραστάσεις ξανά στην πρωτεύουσα της Ρωσίας με τον «Ντον Κάρλο» και την «Τραβιάτα» του Βέρντι και, μεταξύ άλλων, το γκαλά «Domingo Opera Night» στην Αρένα της Βερόνας, στις 20 Ιουλίου 2021.
Επομένως, ο αειθαλής σταρ θα γιορτάσει τα ογδοηκοστά γενέθλιά του (γεννήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 1941) όπως ακριβώς τα ονειρευόταν: Πάνω στη σκηνή, όσο και αν η ατμόσφαιρα δεν θα έχει εφέτος την ανεμελιά και τη γιορτινή ανάταση που θα είχε παλαιότερα. Αυτά τα γενέθλια είναι και ο λόγος για τον οποίο επιδιώξαμε μια συνέντευξη μαζί του. Δεν ήταν εύκολο. Χρειάστηκαν προσπάθειες δύο μηνών για να δεχτεί τελικά να μιλήσει, απαντώντας σε ερωτήσεις που αφορούσαν αυστηρά την καριέρα του και τη σχέση του με τη μουσική. Τον ρωτήσαμε βεβαίως και τι ήταν εκείνο που τον βοήθησε να αντεπεξέλθει στις δύσκολες καταστάσεις των τελευταίων μηνών: «Η αγάπη της οικογένειάς μου», απάντησε, «επίσης μια νέα πειθαρχία διά της σωματικής άσκησης, αλλά και η εκ νέου συνειδητοποίηση του πόσο ωραίο είναι να ζεις την κάθε στιγμή της ζωής, ακόμα και την πιο ασήμαντη!».
Στη µακρά καριέρα σας έχετε ερµηνεύσει – ακούγεται απίστευτο! –
περισσότερους από 150 ρόλους, και συνεχίζετε. Δεν νιώθετε την ανάγκη να ξεκουραστείτε;
«Η βαθιά επιθυμία μου ήταν και είναι να συνεχίσω να κάνω μουσική, πάντα!».
Δεν διστάζετε ακόµα και να προσθέσετε νέους ρόλους στο ρεπερτόριό σας. Πώς αποφασίζετε ποιους θα τραγουδήσετε και ποιους όχι;
«Η επιλογή ενός νέου ρόλου εξαρτάται από πάρα πολλούς παράγοντες. Οταν ξεκινούσα τη σταδιοδρομία μου ερμήνευα, όπως ήταν φυσικό, όποιον ρόλο μού έδιναν. Οταν άρχισα να γίνομαι πιο γνωστός, τα θέατρα με ρωτούσαν και για τις δικές μου επιθυμίες και προτάσεις. Εκείνο που όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει αλλάξει στο παραμικρό είναι πως πριν αποδεχτώ έναν νέο ρόλο ελέγχω πάντα αν είναι κατάλληλος για τις φωνητικές χορδές μου και αν μπορώ να τον αποδώσω καλά επάνω στη σκηνή. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν πρόκειται ποτέ να δεχτώ να τραγουδήσω δύο σημαντικούς ρόλους βαρύτονου, τον Ιάγο από τον «Οθέλλο» του Βέρντι και τον Σκάρπια από την «Τόσκα» του Πουτσίνι. Γιατί πιστεύω πως έτσι θα πρόδιδα τους δύο ρόλους για τενόρο στις ίδιες όπερες, στους οποίους πιστεύω πως έχω δώσει ό,τι καλύτερο μπορούσα, δηλαδή τον Οθέλλο και τον Καβαραντόσι».
Εκτός από τραγουδιστής, θεωρείστε και πολύ καλός ηθοποιός. Πόσο εύκολα ταυτίζεστε µε τους χαρακτήρες που ερµηνεύετε;
«Στόχος μου είναι το κοινό να μη βλέπει εμένα ντυμένο με ένα κοστούμι εποχής, αλλά έναν άλλον χαρακτήρα. Αυτό έχει μια τεράστια δυσκολία: Οι απαιτήσεις του τραγουδιού μπορεί να μην σου επιτρέπουν να λειτουργήσεις εύκολα ως ηθοποιός, να σε κάνουν πολύ περιγραφικό στις κινήσεις σου ή σχηματικό. Πρέπει, την ίδια στιγμή, να παραμείνεις διαυγής στη σκέψη και πολύ συγκεντρωμένος ώστε να μην παρασυρθείς από το συναίσθημα που ενίοτε είναι πολύ έντονο».
Υπάρχει κάποιος ρόλος που θεωρείτε πως καταλαβαίνετε περισσότερο από τους άλλους και πως είναι πολύ κοντά στη δική σας ψυχοσύνθεση;
«Ευτυχώς, τα δράματα που ερμηνεύω μένουν στη σκηνή. Την ίδια στιγμή, όλοι αυτοί οι χαρακτήρες περνούν μέσα από τα ποιητικά λόγια τους και από την υπέροχη μουσική τους μηνύματα παγκόσμια και διαχρονικά. Δεν θα μπορούσα να ταυτιστώ απόλυτα με κάποιον, όμως η επίκληση του «Σιμόν Μποκανέγκρα» του Βέρντι για ειρήνη, η έκκλησή του να σταματήσουν τα μίση και οι διακρίσεις, αισθάνομαι πως είναι και μια δική μου επίκληση. Ο Βέρντι με τον δικό του τρόπο εκφράζει κάτι που νιώθω βαθιά μέσα μου».
Ανάµεσα στους ρόλους του τενόρου και του βαρύτονου, τελικά ποιο από τα δύο ρεπερτόρια προτιµάτε;
«Είναι αδύνατον να σας απαντήσω. Θα πω απλώς πως μου αρέσει πάρα πολύ να τραγουδάω. Σήμερα, στην ηλικία που είμαι, αισθάνομαι πως οι ρόλοι του βαρύτονου, ειδικά οι ρόλοι του πάτερα, είναι οι πιο κατάλληλοι για τη φωνή μου. Αρκετά χρόνια πριν μου ταίριαζαν οι ρόλοι του τενόρου, δηλαδή των νέων εραστών. Υπάρχει πάντα και η διεύθυνση της ορχήστρας, που ναι, είναι και αυτή πάντα μια μεγάλη αγάπη μου».
Κάνετε εύκολα αυτοκριτική; Θεωρείτε πως είστε σε θέση να κρίνετε την απόδοσή σας ή έχετε ανάγκη από κάποιο άλλο ζευγάρι αφτιά που πιθανώς θα σας επισηµάνουν λάθη και αδυναµίες;
«Είμαι πολύ σκληρός κριτής του εαυτού μου! Ομως, έχω πάντα απεριόριστη εμπιστοσύνη στα αφτιά και στα μάτια της συζύγου μου. Εμείς οι λυρικοί καλλιτέχνες δεν αρκεί να τραγουδάμε, πρέπει να είμαστε πειστικοί και στη σκηνή. Είναι όμως αδύνατον να βγούμε έξω από τον εαυτό μας και να τον παρατηρήσουμε από μακριά σε αυτό που κάνει ώστε να σχηματίσουμε μια σωστή και σφαιρική άποψη. Αυτό για εμένα το κάνει η γυναίκα μου. Για να είμαι σωστός και πειστικός στη σκηνή έχω απόλυτη ανάγκη από την κριτική γνώμη της».
Ποιο είναι το πιο τροµακτικό πράγµα που σας έχει συµβεί στη σκηνή;
«Θα σας γυρίσω χρόνια πίσω, για να διηγηθώ κάτι που ήταν αστείο για το κοινό αλλά τρομακτικό για εμένα. Οταν ήμουν νέος, σχεδόν παιδί, και έπαιζα τον εραστή της Αμέλιας, στη όπερα του Μενότι «Η Αμέλια στον χορό». Σε μια σκηνή έπρεπε από το διαμέρισμά μου να κατέβω στο κάτω διαμέρισμα όπου ζούσαν η Αμέλια και ο σύζυγός της. Σας μιλάω για ύψος περίπου τεσσάρων μέτρων. Επρεπε να πιαστώ από ένα σεντόνι και να γλιστρήσω. Ημουν με έναν τρόπο δεμένος, για την περίπτωση ατυχήματος, κόλλησα όμως και έμεινα να κρέμομαι στον αέρα, τη στιγμή που τραγουδούσα «Γεια! Ασε με να φύγω!».
Εχετε αισθανθεί ποτέ πως η φροντίδα της φωνής σας – η οποία καθορίζει συνήθως τη ζωή των λυρικών τραγουδιστών – σας περιορίζει στη ζωή σας; ΄Η ανήκετε στους απρόσεκτους;
«Φροντίζω όσο καλύτερα μπορώ τη φωνή μου, δεν φτάνω όμως ποτέ στο σημείο να λειτουργώ ως υπηρέτης της. Αποφεύγω να τραγουδάω κάθε μέρα, αποφεύγω να μιλάω πολύ τις ημέρες των παραστάσεων, και έπειτα από κάθε παράσταση προσπαθώ να κάνω το σωστό, δηλαδή να ξεκουράζομαι. Ομως δεν κάνω ακραία και περίεργα πράγματα. Θεωρώ πως θα ήταν αδύνατον να κάνω μια καριέρα σαν τη δική μου, αν ζούσα όλο με φόβους και με προφυλάξεις».
Εχετε συνεργαστεί µε τους µεγαλύτερους συναδέλφους σας, µεταξύ άλλων µε τον Λουτσιάνο Παβαρότι και τον Χοσέ Καρέρας, µε τους οποίους µοιραζόσασταν το ίδιο πάνω-κάτω ρεπερτόριο. Τελικά, υπάρχει ανταγωνισµός ανάµεσα στους τενόρους;
«Φυσικά και υπάρχει, είναι όμως απόλυτα κατανοητό αυτό, με την έννοια τού ότι και εμείς οι τραγουδιστές προσπαθούμε να γινόμαστε καλύτεροι, όλο και καλύτεροι. Είναι το ίδιο υγιές πνεύμα με το οποίο λειτουργεί και ο αθλητισμός».
Ποιοι είναι οι αγαπηµένοι σας καλλιτέχνες, θα θέλατε να αναφέρετε µερικούς;
«Το να σας δώσω κάποια ονόματα και να ξεχάσω κάποια άλλα θα είναι εγκληματικό εκ μέρους μου. Ημουν αρκετά τυχερός ώστε να έχω δουλέψει σχεδόν με όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες των περασμένων δεκαετιών και να συνεχίζω να συνεργάζομαι με τους πιο ταλαντούχους της νεότερης γενιάς».
Η γνώµη σας για τους κριτικούς ποια είναι; Εχετε ποτέ την αίσθηση πως ενίοτε και εκείνοι αλλά και το κοινό περιµένουν υπερβολικά πολλά από τον καλλιτέχνη που βρίσκεται στη σκηνή;
«Ο κριτικός μουσικής ασκεί ένα επάγγελμα πολύ σοβαρό, το οποίο απαιτεί καλή προετοιμασία, γνώση και συνέπεια. Οσοι κριτικοί έχουν αυτές τις ποιότητες, είναι σημαντικοί και χρήσιμοι όχι μόνο για τους φιλόμουσους αναγνώστες αλλά και για εμάς τους καλλιτέχνες. Δυστυχώς, στις μέρες μας αυτή η τόσο υπεύθυνη δουλειά ανατίθεται συχνά σε ανθρώπους που δεν είναι σωστά προετοιμασμένοι».
Και το κοινό;
«Κάθε θέατρο, όπως κάθε χώρα, έχει το δικό του κοινό. Καθήκον μας είναι να δίνουμε τον καλύτερο εαυτό μας πάντα, είτε βρισκόμαστε μπροστά στους πιο απαιτητικούς είτε μπροστά στους πιο επιεικείς θεατές. Παραδόξως, εκεί που το κοινό είναι πιο δύσκολο, όταν τα καταφέρνεις καλά, παίρνεις το μεγαλύτερο χειροκρότημα!».
Ποιος είναι κατά τη γνώµη σας ο σκοπός της µουσικής; Τι είναι η µουσική στη δική σας κοσµοθεωρία;
«Η μουσική είναι ζωή. Περιλαμβάνει και μας επιτρέπει να εκφράσουμε όλον τον ενθουσιασμό που έχουμε μέσα μας, μας σπρώχνει να αναζητούμε διαρκώς την ομορφιά, την αρμονία που κρύβεται πάντα στην τέχνη. Χάρη στην κληρονομιά που μας έχουν αφήσει οι μεγάλοι συνθέτες, μπορούμε να επικοινωνήσουμε σε μια παγκόσμια γλώσσα γεμάτη πλούτο συναισθημάτων. Είναι απίστευτο πώς το ίδιο τραγούδι μπορεί να προκαλέσει τα ίδια συναισθήματα στον ακροατή, σε κάθε γεωγραφικό πλάτος, οποιαδήποτε στιγμή μέσα στη μακραίωνη ιστορία μας. Εγώ, απλώς, έπειτα από μια ημέρα μελέτης και προβών για να χαλαρώσω πηγαίνω στο θέατρο!».
Εχετε κάνει εκατοντάδες ηχογραφήσεις. Σας άρεσε πάντα να ηχογραφείτε ή το κάνετε επειδή σας το ζητούν, για λόγους οικονοµικούς ή για λόγους καριέρας;
«Τις περισσότερες φορές, όταν τελειώνει μια ηχογράφηση δεν είμαι ευχαριστημένος από τη δική μου απόδοση. Πάντα έχω την αίσθηση πως θα μπορούσα να κάνω κάτι καλύτερο. Εκείνο όμως που είναι ωραίο είναι η ακρόαση δίσκων που έχω κάνει πριν από πολλά χρόνια. Οταν ακούω τη νεανική φωνή μου, χαμογελώ και λέω στον εαυτό μου: «Παρ’ όλα αυτά, δεν τα κατάφερες και άσχημα!»».
Αν µπορούσατε να αλλάξετε κάτι στη µουσική βιοµηχανία, ποιο θα ήταν αυτό;
«Θεωρώ πως είναι απαραίτητο να προσεγγίσουμε το νέο κοινό, γι’ αυτό πρέπει και να μειώσουμε τις τιμές των εισιτηρίων για τους νέους. Θα ήθελα όμως να πω και κάτι άλλο, πως η εκπαίδευση που δίνουμε στα παιδιά μας δεν είναι πλήρης αν δεν τους παρέχουμε τα εργαλεία για να εντρυφήσουν στον κόσμο της τέχνης και της μουσικής από τα πρώτα κιόλας χρόνια τους στο σχολείο».
Αν σας ζητούσαµε να δώσετε µία συµβουλή σε αυτά τα παιδιά, ανάµεσά τους σε εκείνα που θα γίνουν οι µουσικοί του µέλλοντος, ποια θα ήταν;
«Να μελετήσουν και να βάλουν πάθος σε αυτό που κάνουν. Μπορεί κάποια στιγμή να πέσουν
– συμβαίνει και αυτό -, πρέπει όμως να είναι έτοιμοι να ξανασηκωθούν πιο αποφασισμένοι από πριν, αλλά και να μπορούν να καταλάβουν τι ήταν εκείνο που οδήγησε στην πτώση. Ειδικά στους μουσικούς, θα ήθελα να πω πως η δουλειά μας είναι η καλύτερη δουλειά στον κόσμο!».
1961-2021
60 χρόνια στις κορυφαίες σκηνές του κόσμου
Ο Πλάθιντο Ντομίνγκο γεννήθηκε στη γειτονιά Ρετίρο της Μαδρίτης στις 21 Ιανουαρίου 1941 από γονείς μουσικούς, τραγουδιστές της θαρθουέλα, και μεγάλωσε στο Μεξικό (εκεί έμαθε πιάνο και τραγούδι). Το 1961, ο Αλφρέντο στην «Τραβιάτα» του Βέρντι έγινε ο πρώτος μεγάλος ρόλος του. Την ίδια χρονιά έκανε το αμερικανικό ντεμπούτο του στο Ντάλας ερμηνεύοντας έναν μικρό ρόλο στη «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» με πρωταγωνίστρια τη Τζόαν Σάδερλαντ. Το 1962 ερμήνευσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του τενόρου στην ίδια όπερα, δίπλα στη μυθική Λίλι Πονς. Το 1968 πρωτοεμφανίστηκε στη Μετροπόλιταν Oπερα της Νέας Υόρκης στην «Αντριάνα Λεκουβρέρ», δίπλα στη Ρενάτα Τεμπάλντι. Ακολούθησε σειρά από σημαντικά ντεμπούτι: το 1967 στην Κρατική Οπερα της Βιέννης, το 1969 στη Σκάλα του Μιλάνου και στην Αρένα της Βερόνας, το 1971 στη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου και το 1975 στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ. Από το 1973 εμφανιζόταν και ως μαέστρος. Το 1968 κυκλοφόρησε το πρώτο ρεσιτάλ του με ιταλικές άριες, ενώ συνεχίζει να ηχογραφεί μέχρι τις μέρες μας. Στον κινηματογράφο έχει εμφανιστεί μεταξύ άλλων στην «Τραβιάτα» και στον «Οθέλλο» σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι, με Βιολέτα Βαλερί την ελληνικής καταγωγής Τερέζα Στράτας και Δυσδαιμόνα την Κάτια Ριτσαρέλι, και στην «Κάρμεν» του Φραντσέσκο Ρόσι με τη Χούλια Μιγκένες. Ιστορική θεωρείται η συνεργασία του με τον Λουτσιάνο Παβαρότι και τον Χοσέ Καρέρας («The three tenors») που ξεκίνησε το 1990 στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου στη Ρώμη. Ο Ντομίνγκο έχει κερδίσει 9 Grammy, 5 Latin Grammy και δεκάδες ακόμα βραβεία, ενώ το 1993 ίδρυσε τον διεθνή διαγωνισμό Operalia με σκοπό να βοηθήσει τους νέους λυρικούς τραγουδιστές. Παντρεύτηκε για πρώτη φορά σε ηλικία 16 ετών, για να αποκτήσει έναν χρόνο μετά τον πρώτο γιο του. Το 1962 παντρεύτηκε τη σημερινή σύζυγό του, τη μεξικανή υψίφωνο (και στη συνέχεια σκηνοθέτρια και παραγωγό) Μάρτα Ορνέλας, με την οποία έχει αποκτήσει δύο γιους.

