Πηνελόπη Τσιλίκα: «Ο ηθοποιός είναι ένας κολυμβητής που μπαίνει στα βαθιά νερά»
Η καταξιωμένη πρωταγωνίστρια μιλάει για την πολυαναμενόμενη σειρά του Μega «Σιωπηλός Δρόμος», για τις κατακλυσμιαίες αλλαγές που φέρνει η πανδημία στις τέχνες και για το ελληνικό #MeToo.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Φτάνει στο στούντιο τυλιγμένη στο σκούρο ροζ παλτό της. Τα μαύρα, μακριά μαλλιά της είναι πιασμένα ψηλά, σε έναν πρόχειρο κότσο. Στο πρόσωπό της δεν υπάρχει ίχνος μακιγιάζ. Κι όμως η ομορφιά της Πηνελόπης Τσιλίκα είναι αφοπλιστική. Το προηγούμενο βράδυ έχει ξενυχτήσει. Τα γυρίσματα της νέας, πολυαναμενόμενης δραματικής σειράς του Μega «Σιωπηλός Δρόμος», την οποία υπογράφει το κορυφαίο συγγραφικό δίδυμο του Πέτρου Καλκόβαλη και της Μελίνας Τσαμπάνη, σε σκηνοθεσία Βαρδή Μαρινάκη, είχαν διαρκέσει μέχρι τη 1 μετά τα μεσάνυχτα.
Το τρέιλερ της σειράς που κυκλοφόρησε πριν από μερικές ημέρες – κάνει πρεμιέρα την Κυριακή 4 Απριλίου στις 9 μ.μ. – μαρτυρεί μια παραγωγή υψηλών αξιώσεων, γυρισμένη με κινηματογραφική αισθητική, σαν να ξεπήδησε μέσα από την πλατφόρμα του Νetflix – τη μουσική μάλιστα υπογράφει ο Θοδωρής Ρέγκλης, ο συνθέτης που «έντυσε» μουσικά το τρέιλερ της ταινίας των τεσσάρων Οσκαρ «Παράσιτα».
Η υπόθεση του «Σιωπηλού Δρόμου» είναι μυστηριώδης. Eνα πρωινό, τα ίχνη ενός σχολικού λεωφορείου που μεταφέρει εννέα μαθητές του Δημοτικού, παιδιά εύπορων και ισχυρών οικογενειών, χάνονται ξαφνικά. Η φαινομενικά ήρεμη ζωή μιας εύρωστης κοινωνίας ταράζεται, οι μάσκες πέφτουν και όλα μαρτυρούν ότι πρόκειται για μια ομαδική απαγωγή. Μια νεαρή δημοσιογράφος, η Θάλεια, βρίσκεται αναπάντεχα στο επίκεντρο των γεγονότων. Αυτή τη νεαρή δημοσιογράφο υποδύεται η Πηνελόπη Τσιλίκα. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους συναντάμε ακόμη τους Δημήτρη Λάλο, Αντώνη Καφετζόπουλο, Χρήστο Λούλη, Ανθή Ευστρατιάδου, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Νικόλα Παπαγιάννη, Βίκυ Παπαδοπούλου, Γιάννο Περλέγκα, Μυρτώ Αλικάκη και Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη.
Πίσω στο στούντιο, καθώς η Πηνελόπη Τσιλίκα βγάζει το παλτό της, ψηλά στον αυχένα της διακρίνεται η απόληξη ενός τατουάζ. «Δεν θυμάμαι να το είχατε παλαιότερα» παρατηρώ. «Δεν είναι αληθινό. Είναι του ρόλου» λέει χαρίζοντας ένα συνωμοτικό χαμόγελο. Στη διάρκεια αυτής της δίωρης συνέντευξης η Πηνελόπη Τσιλίκα μπορεί να γελά δυνατά, άλλοτε να ψιθυρίζει, να αυτοσαρκάζεται και σχεδόν να βουρκώνει όταν θυμάται τις κινηματογραφικές ηρωίδες που ενσάρκωσε, τις «φίλες» της, όπως τις αποκαλεί. Τις φίλες που κάθε φορά πρέπει να αποχαιρετήσει για να γνωρίσει νέες. Την Ορσα της «Μικράς Αγγλίας» του Παντελή Βούλγαρη, τη Μαρίνα της «Ανάκρισης» του Παναγιώτη Πορτοκαλάκη, την Εύα του «Ζίζοτεκ» του Βαρδή Μαρινάκη, αλλά και το ανώνυμο κορίτσι του «Kala Azar», της τελευταίας της ταινίας που υπογράφει η Τζάνις Ραφαηλίδου. Εκείνο το κορίτσι που γυρνά στις παρυφές της πόλης, περισυλλέγοντας νεκρά, χτυπημένα αδέσποτα για να τα αποτεφρώσει μαζί με εκείνα που είχαν κάποτε ένα όνομα και ένα σπίτι.
Κυρία Τσιλίκα, θεωρείστε µια κινηµατογραφική-θεατρική ηθοποιός. Τι σας έκανε να πείτε το «ναι» αυτή τη φορά στην τηλεόραση;
«Κατ’ αρχάς, με τον σκηνοθέτη της σειράς Βαρδή Μαρινάκη κάναμε μαζί στο παρελθόν μια πολύ όμορφη και βαθιά, θεωρώ, ταινία, το «Ζίζοτεκ». Τον εκτιμώ πολύ καλλιτεχνικά. Και επίσης τον εκτιμώ και ως άνθρωπο. Ειδικά στις εποχές που ζούμε, αυτή η διάσταση πρέπει να τονίζεται. Θεώρησα μεγάλο κίνητρο το να συνεργαστώ ξανά μαζί του. Επειτα, διάβασα το σενάριο του Πέτρου Καλκόβαλη και της Μελίνας Τσαμπάνη. Είναι από τα καλύτερα που έχουν πέσει στα χέρια μου. Σε αυτή τη σειρά έχει συγκεντρωθεί μια πολύ δυνατή ομάδα συντελεστών και ηθοποιών. Δεν υπήρχε λόγος να μην πω το «ναι». Ακόμη και αν τα θέατρα ήταν ανοιχτά, και πάλι θα έλεγα «ναι» σε αυτή τη δουλειά».
Ποια είναι λοιπόν η Θάλεια, ο χαρακτήρας που υποδύεστε;
«Μια κοπέλα που είχε μια συγκρουσιακή σχέση με τους δικούς της. Είχε περάσει μια εφηβεία και νεότητα πολύ καταστροφική. Τελειώνοντας το σχολείο, μάλιστα, αποφάσισε να αλλάξει πόλη. Εμείς τη συναντάμε τη στιγμή που αποφασίζει να γυρίσει στην Αθήνα και υποσυνείδητα να αναθερμάνει τη σχέση με τους δικούς της. Και τη στιγμή που επιστρέφει συμβαίνει η απαγωγή των παιδιών στο σχολικό λεωφορείο. Η ίδια είναι δημοσιογράφος και με κάποιον τρόπο, χωρίς να ξέρει το γιατί, εμπλέκεται στην υπόθεση. Αυτό που με ιντριγκάρει στον ρόλο είναι ότι η γυναίκα αυτή φέρει μια σκοτεινή προϊστορία και εγώ καλούμαι να την ερμηνεύσω σε μια περίοδο της ζωής της λίγο μετά το σκοτάδι. Μου φάνηκε τρομερά ενδιαφέρον αυτό, γιατί μέχρι τώρα συνήθως καλούμαι να διαχειρίζομαι ρόλους μέσα σε σκοτεινές διαδρομές».
Το τρέιλερ της σειράς έχει προκαλέσει αίσθηση µε την κινηµατογραφική αισθητική του.
«Ναι, δουλεύουμε με κινηματογραφικούς όρους. Και τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Οτι δεν δουλεύουμε σε ένα πλατό. Οτι δουλεύουμε σε πραγματικούς χώρους και ότι ο τρόπος που οργανώνεται το γύρισμα, με τους συντελεστές, με τον διευθυντή φωτογραφίας, με τους ενδυματολόγους, τους σκηνογράφους, με τους ηθοποιούς, τα πάντα τελικά προσομοιάζουν περισσότερο στο γύρισμα μιας ταινίας παρά μιας σειράς, με την έννοια ότι υπάρχει ο χώρος, η ελευθερία και ο χρόνος – μακάρι να είχαμε ακόμα περισσότερο – να δοκιμάζουμε πράγματα, σε μια διαδικασία που θυμίζει σινεμά».
Η σειρά ολοκληρώνεται σε 13 επεισόδια. Εχετε δει κάποιες πρώτες σκηνές;
«Βρισκόμαστε περίπου στο μέσον των γυρισμάτων. Οχι. Και ένα περίεργο πράγμα, για πρώτη φορά αποφεύγω να κοιτάζω το μόνιτορ. Ισως γιατί έχω πολλή εμπιστοσύνη στον Βαρδή. Είδα μόνο το τρέιλερ. Ηταν πολύ όμορφο, μας έδωσε χαρά».
Η πανδηµία σε ποιον βαθµό πιστεύετε ότι αλλάζει και θα αλλάξει τον κόσµο όπου ζούµε;
«Πέρα από το συλλογικό τραύμα της καραντίνας που όλοι σε έναν βαθμό κουβαλάμε, νομίζω ότι εν γένει βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο, στην οποία συντελούνται αλλαγές στο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό μοντέλο, αλλαγές που φοβάμαι ότι θα οδηγήσουν σε περικοπές δικαιωμάτων και εντάσεις ανισοτήτων. Εδώ και έναν χρόνο ζούμε χωρίς θέατρο και σινεμά. Δεν έχουμε δηλαδή το δικαίωμα να βρεθούμε σε έναν χώρο μαζί με άλλους ανθρώπους, αγνώστους σε εμάς, και να φανταστούμε όλοι μαζί μια ιστορία. Ναι, βλέπουμε θέατρο στο σπίτι από την οθόνη του υπολογιστή, σινεμά από την οθόνη του υπολογιστή. Αλλά η συλλογική εμπειρία χάνεται, και κάτι σίγουρα χάνεται και από την εμπειρία αυτή καθαυτήν όταν έχεις την ευχέρεια να πατήσεις pause για να πας να φτιάξεις κάτι να φας. Οταν δεν χρειάζεται να έχεις την εγρήγορση που απαιτείται, γιατί υπάρχει το πλήκτρο του rewind».
Πιστεύετε ότι αυτοί οι νέοι τρόποι θέασης µπορεί να πλήξουν την τέχνη;
«Οχι, το θέατρο και το σινεμά θα επιβιώσουν. Εμείς δεν ξέρω αν θα επιβιώσουμε. Αυτή τη στιγμή πολλοί άνθρωποι είναι άνεργοι. Και δεν μιλάω στενά για τους ηθοποιούς. Ενας ολόκληρος χώρος βρίσκεται σε αναστολή».
Πώς κρίνετε τη στήριξη από την πολιτεία;
«Ανύπαρκτη. Εγώ δεν μπορώ να καταλάβω πώς σε μια κοινωνία τα κομμωτήρια, που είναι κι αυτά σημαντικά, μπορούν να είναι ανοιχτά με πρωτόκολλα ασφαλείας και τα θέατρα – δεν μιλώ καν για τα σινεμά – κλειστά».
Σας πηγαίνω στο κίνηµα #MeToo που συνταράζει το ελληνικό θέατρο. Σε κείµενό σας υποστηρίξατε ότι υπάρχουν πολλοί παράγοντες που καθιστούν το θέατρο και το σινεµά ένα τοπίο στο οποίο τελικά ευδοκιµεί η βία.
«Κοιτάξτε, η δική μας η τέχνη είναι συλλογική. Και επίσης οι ηθοποιοί παίζουν με το σώμα τους, το νευρικό τους σύστημα, τη φαντασία τους. Είναι οι ίδιοι τα όργανα της τέχνης τους. Γι’ αυτό, όταν είναι πάνω στη σκηνή, μπροστά στην κάμερα, δεν μπορούν να έχουν απόλυτα τη δυνατότητα της εξωτερικής παρατήρησης του εαυτού τους. Χρειάζονται το τρίτο μάτι, τον σκηνοθέτη. Για εμένα ο ηθοποιός λοιπόν είναι ένας κολυμβητής που μπαίνει στα βαθιά νερά και υπάρχει ένας άνθρωπος στην ακτή, αυτός είναι ο σκηνοθέτης, που τον καθοδηγεί, που του λέει «προχώρα» ή «πρόσεχε μην πας εκεί, έχει ρουφήχτρα». Δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις η σχέση ηθοποιού – σκηνοθέτη τελικά δεν διαμορφώνεται σε μια σχέση εμπιστοσύνης, συντροφικότητας, αλλά σε μια σχέση κακοποιητική. Και προσωπικά μου είναι ακατανόητο. Κάνουμε τέχνη για να συνδιαλεχτούμε με τον κόσμο, να πούμε ιστορίες και μέσα από το αποτέλεσμα των προσπαθειών μας αναδύεται, εκτός από την αφήγηση αυτή καθαυτήν, κάποιου είδους «πρακτική φιλοσοφία». Πώς μπορούμε να κάνουμε τέχνη όταν υπάρχουν σώματα και νευρικά συστήματα που κακοποιούνται κατά τη διάρκεια των προβών;».
Πράγµατι, για χρόνια είχε νοµιµοποιηθεί το πρότυπο του σκηνοθέτη-δυνάστη.
«Νομίζω, αυτό ξεκίνησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν αναδύθηκαν στην ιστορία της τέχνης φυσιογνωμίες που ήταν μεγαλοφυείς καλλιτέχνες, οι οποίοι, ναι, ήταν και δυνάστες. Περνώντας τα χρόνια, έγινε μια παρανόηση: ότι αν είσαι δυνάστης, είσαι και μεγαλοφυΐα. Και δυστυχώς δεν ισχύει. Δεν σημαίνει ότι επειδή είσαι κακότροπος, είσαι και σπουδαίος. Και υπάρχει και μία ακόμη παρανόηση στον χώρο μας: η ευγένεια πολλές φορές μπερδεύεται με την αδυναμία. Αυτός ο συνδυασμός συνετέλεσε ώστε να δημιουργηθεί ένα τέτοιο modus operandi».
Το καλό είναι ότι σήµερα, ύστερα από αυτές τις αποκαλύψεις, έστω και ο φόβος ίσως να συγκρατήσει ανθρώπους που θέλουν να συµπεριφέρονται κακοποιητικά.
«Δεν ξέρω αν μου αρέσει αυτή η ιδέα. Θέλω να πω ότι εγώ είμαι ηθοποιός. Θέλω να έχω έναν σκηνοθέτη ο οποίος δεν οδηγείται από τον φόβο. Δεν θα ήθελα να βλέπω έναν άνθρωπο με βίαιες και εξουσιομανείς τάσεις απλώς να συγκρατείται, νομίζω καλύτερα να μην κάνει αυτή τη δουλειά. Να μην κάνει καμία δουλειά. Και το λέω αυτό γιατί με τρομάζει η σκέψη ότι ανάμεσά μας μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι που δεν άσκησαν βία επειδή απλώς δεν είχαν την ευκαιρία να το κάνουν. Και είναι στο χέρι μας να αποδείξουμε ότι τελικά αυτή τη στιγμή δεν καταγγέλλουμε τους μελλοντικούς εαυτούς μας».
Εσείς έχετε βιώσει κακοποιητικές συµπεριφορές;
«Δεν υπάρχει ηθοποιός που να µην έχει βρεθεί σε µια τέτοια κατάσταση, τουλάχιστον µία φορά στην καριέρα του. Και αυτό προκαλεί ένα τραύµα και µία αναρώτηση, για το αν θέλεις πράγµατι να συνεχίσεις να κάνεις αυτή τη δουλειά. Ευτυχώς για εμένα, όσες φορές μου συνέβη – και δεν ήταν πολλές -, η απάντηση ήταν «συνεχίζω»».
Το 2013, στη «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη, ως Ορσα δώσατε µια καθηλωτική ερµηνεία. Εκτοτε σας είδαµε σε πολύ διαφορετικά πράγµατα.
«Η «Μικρά Αγγλία» ήταν η πρώτη μου δουλειά, μόλις τελείωσα τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Ισως η Ορσα να είναι και ο πιο αγαπημένος μου ρόλος. Πράγματι, μετά τη «Μικρά Αγγλία» έκανα τρία χρόνια να κάνω σινεμά. Στην Ελλάδα ή ακόμα και στην Αμερική, που η βιομηχανία είναι πολύ πιο ανεπτυγμένη, υπάρχει μια τάση έναν ηθοποιό που έκανε κάτι καλά να τον εμπιστεύονται ξανά και ξανά μόνο για παρόμοια πράγματα. Για εμένα αυτή δεν είναι η δουλειά μας. Πρέπει να υπάρχει μια διαδρομή ανάμεσα σε διαφορετικούς χαρακτήρες, έτσι ώστε όταν φτάσω ξανά να υποδυθώ μια γυναίκα που είναι πιο κοντά στην Ορσα, να είμαι πιο πλούσια υποκριτικά. Να «γράψει» διαφορετικά μέσα μου».
Η τελευταία σας ταινία «Kala Azar» µπορεί να µην παίχτηκε στα σινεµά λόγω COVID-19, γνωρίζει όµως µια πολύ καλή πορεία σε διεθνή φεστιβάλ. Παράλληλα, πριν από µερικούς µήνες βρεθήκατε για τα γυρίσµατα µιας νέας ταινίας στην Ιταλία. Τι πραγµατεύεται;
«Πρόκειται για μια ταινία του Θάνου Αναστόπουλου. Δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Πραγματοποιήσαμε το κομμάτι των γυρισμάτων που έπρεπε να γίνουν στην Τεργέστη, εν μέσω μάλιστα lockdown. Δεν μπορώ να πω πολλά για την υπόθεση. Θα σας πω όμως πώς ξεκίνησε η ιδέα. Ο Θάνος μένει στην Τεργέστη. Με το ξέσπασμα της πανδημίας, κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας, σε έναν περίπατό του παρατήρησε ότι το ελληνικό νεκροταφείο της πόλης είχε υποστεί πολλές ζημιές, το χώμα είχε υποχωρήσει και οι πλάκες των τάφων είχαν ανοίξει».
Αγαπάτε τα ταξίδια. Κάποτε επισκεφθήκατε το Ιράν. Τι σας έκανε περισσότερο εντύπωση;
«Στο Ιράν δεν υπάρχουν μπαρ, δεν υπάρχουν συναυλιακοί χώροι, οι νέοι δεν έχουν τον τόπο και τον τρόπο που έχουμε εμείς για να γνωριζόμαστε, έχουν όμως άλλον. Παρασκευή ή Σάββατο βγαίνουν βόλτα με τα αμάξια τους. Χωριστά πάντα, παρέες αγοριών και κοριτσιών. Βγαίνουν με το αμάξι στην πόλη, περιμένουν στις κυκλικές πλατείες, στα φανάρια, κοιτάζονται για να διασταυρωθεί το βλέμμα τους και ενδεχομένως συνεχίζουν μαζί την πορεία τους μέχρι να βρουν ένα μέρος να συναντηθούν».
Φέρει κάτι σκληρά ροµαντικό αυτό που λέτε. Αλήθεια, µεγαλώνοντας πιστεύετε ότι γινόµαστε πιο κυνικοί απέναντι στον έρωτα;
«Είναι δύσκολο να κρατήσεις την αθωότητα των εφηβικών χρόνων. Νομίζω ότι είναι ένα στοίχημα στο οποίο πρέπει όμως να επιμείνουμε. Γεννιόμαστε μόνοι, χωρίς κανείς να μας έχει ρωτήσει, σε έναν συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, και μόνο η συντροφικότητα, οι άνθρωποι που είναι γύρω μας και μοιράζονται την ίδια, ισότιμη στη βάση της συνθήκη είναι για εμένα ο τρόπος για να πορευτούμε μέσα στην ύπαρξη. Θεωρώ ότι αξίζει να προσπαθήσεις να διατηρήσεις την πίστη σου σε αυτούς».
ΙNFO
«Σιωπηλός Δρόµος»: Πρεµιέρα στο MEGA
την Κυριακή 4 Απριλίου, στις 21.00.

