Πεζογραφία και Μεταπολίτευση
Οι συγγραφείς που ξεχώρισαν, τα βιβλία που αγάπησε το κοινό και οι όροι με τους οποίους διεξάγεται η λογοτεχνική κριτική παρουσιάζονται στη συστηματική μελέτη της Ελισάβετ Κοτζιά
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Με το προηγούμενο βιβλίο της Ιδέες και αισθητική. Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι 1930-1974 (Πόλις, 2006) η κριτικός Ελισάβετ Κοτζιά σκιαγράφησε το αισθητικό και το ιδεολογικό περιβάλλον περίπου μισού αιώνα. Το νέο της βιβλίο Ελληνική πεζογραφία 1974-2010. Το μέτρο και τα σταθμά (Πόλις, 2020) προεκτείνει την επισκόπηση της ελληνικής πεζογραφίας μέχρι την πρώτη δεκαετία του αιώνα που διανύουμε. Ηταν μια έκδοση που την περιμέναμε με αδημονία. Οσο δεν εμφανίζεται γραμματολόγος πρόθυμος να αναλάβει την καταγραφή και αποτίμηση της λογοτεχνικής παραγωγής που αυξήθηκε ιλιγγιωδώς τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ο φόβος ότι αυτή περνά στη λήθη ακατάγραφη εντείνεται. Ο όγκος αυτής της παραγωγής είναι πράγματι αποτρεπτικός για τον μοναχικό ερευνητή και η συγγραφή μιας συλλογικής ιστορίας της λογοτεχνίας μας – ζητούμενο διατυπωμένο από δεκαπενταετίας, όταν ολοκληρώθηκε η πολύτομη Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας (Καστανιώτης) του Αλέξανδρου Αργυρίου – φαίνεται πως αργεί πολύ ακόμη. Η Κοτζιά, συστηματική κριτικός λογοτεχνίας επί μία τριακονταετία στην εφημερίδα «Καθημερινή», έχει, εξ επαγγέλματος, την απαιτούμενη εποπτεία και γνώση της λογοτεχνικής παραγωγής για να αναλάβει αυτό το εγχείρημα – όπως επιχείρησε και ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου με το δικό του βιβλίο Η κίνηση του εκκρεμούς. Ατομα και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017 (Πόλις, 2018), δύο τίτλοι που πρέπει να διαβαστούν συμπληρωματικά.
Οσοι έχουν παρακολουθήσει την κριτική διαδρομή της Ελισάβετ Κοτζιά είναι εξοικειωμένοι με την αυτοπεποίθηση της φωνής της και τον νηφάλιο λόγο της, τις στέρεες γραμματολογικές γνώσεις της, τη θεωρητική της κατάρτιση και τη μεθοδική τεκμηρίωση των κριτικών της απόψεων εξετάζοντας το λογοτεχνικό προϊόν στην ολότητά του, όχι μόνο ως ατομική αισθητική έκφραση αλλά και ως κοινωνικό φαινόμενο, που παράγεται μέσα σε συγκεκριμένη κοινωνία κάθε φορά. Τα στοιχεία αυτά χαρακτηρίζουν και ετούτη τη συνθετική μελέτη της, η οποία διαβάζεται ποικιλοτρόπως ως γραμματολογία, ως απομνημονεύματα μιας κριτικού, ως (απαραίτητο) εγχειρίδιο για επίδοξους κριτικούς λογοτεχνίας και ως δοκίμιο – ή, αν προτιμάτε, ιδιοσυγκρασιακή ιστορία – για τη λογοτεχνική κριτική στην Ελλάδα τα τελευταία σαράντα χρόνια.
Οι συγγραφείς της Μεταπολίτευσης
Στην επαγγελματική της διαδρομή την Κοτζιά την απασχόλησε κυρίως η πεζογραφία, για λόγους που δεν είναι άσχετοι με την έκρηξη της πεζογραφίας από το 1995 και μετά, με τους πεζογραφικούς τίτλους να υπερβαίνουν τους ποιητικούς κατά 65% το 1999 και 60% το 2011, όπως σημειώνει η ίδια. Τα χρονολογικά όρια της μελέτης τα υπαγορεύει «μια πραγματικότητα που μέσα στην τριακονταπενταετία 1974-2010 άλλαξε βαθύτατα σε όλα τα πεδία». Τerminus post quem αναδεικνύεται από τα πράγματα το 1974, «όταν οι μεταπολιτευτικοί συγγραφείς έπαψαν να διακατέχονται από το βάρος της αποστολής το οποίο αισθάνονταν οι πρεσβύτεροι, να αφυπνίσουν ηθικά και να καθοδηγήσουν κοινωνικά τους αναγνώστες τους, με στόχο τη δημιουργία ενός καλύτερου, δικαιότερου κόσμου», με αποτέλεσμα το πέρασμα της πεζογραφίας στην «επιτρεπτικότερη, ανεκτικότερη και χαλαρότερη εποχή του τέλους του 20ού αιώνα» και terminus ante quem το 2010 «με την εικασία πως τίποτα δεν θα παραμείνει το ίδιο […] ύστερα από την πτώχευση του ελληνικού μεταπολιτευτικού πολιτικοοικονομικού συστήματος του 2010 και […] τις προσφυγικές μετακινήσεις στη διάρκεια της δεκαετίας που ακολούθησε». Τους 281 πεζογράφους αυτής της περιόδου που μνημονεύει τους ταξινομεί σε δύο ομάδες: τους πεζογράφους της πρώιμης μεταπολιτευτικής περιόδου (που γεννήθηκαν μεταξύ 1940-1965 και πρωτοεμφανίζονται στα γράμματα μετά το 1974) και εκείνους της όψιμης μεταπολιτευτικής περιόδου (που γεννήθηκαν μεταξύ 1966-1985 και πρωτοεμφανίζονται στα γράμματα μετά το 1990). Η απομάκρυνση από το (ελληνικό) συλλογικό και το δημόσιο, η μετακίνηση σε διεθνή περιβάλλοντα και προβληματισμούς, η εξωστρέφεια, οι υβριδικές λογοτεχνικές μορφές διακρίνουν τους δεύτερους (στους οποίους ανήκουν και οι συγγραφείς της λεγόμενης «λογοτεχνίας της κρίσης») από τους πρώτους.
Για μια κοινωνιολογία της λογοτεχνίας
Οι προσεγγίσεις του λογοτεχνικού φαινομένου από τη σκοπιά μιας κοινωνιολογίας της λογοτεχνίας παραμένουν αντιδημοφιλείς στην Ελλάδα. Αισθάνεται συχνά κάποιος διαβάζοντας τις λογοτεχνικές κριτικές ότι η σύνδεση του λογοτεχνικού έργου με τα ευτελή συμφραζόμενα της υλικής του πραγματικότητας αποτελεί έγκλημα απομυθοποίησης της αισθητικής ή της ιδεολογικής ιερότητας του λογοτεχνήματος. Ωστόσο, τα λογοτεχνικά κείμενα δεν δημιουργούνται στο κενό. Το ότι στις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα πολιτισμός και διασκέδαση έπαψαν να θεωρούνται ανταγωνιστικές δραστηριότητες, η αυξανόμενη οικονομική ευμάρεια μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων που οδήγησε στην πρόσβαση στο συμβολικό κεφάλαιο του πολιτισμού και το γεγονός ότι το βιβλίο έγινε μέρος της κουλτούρας του ελεύθερου χρόνου δεν είναι άσχετα με τη μεγάλη έκρηξη της εκδοτικής παραγωγής που είδαμε αυτή την περίοδο και στην Ελλάδα. Ο αριθμός των μυθιστορημάτων τριπλασιάζεται σε σχέση με αυτόν των διηγημάτων από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι τίτλοι ξένης πεζογραφίας αυξάνονται, ο όγκος του μυθιστορήματος μεγαλώνει ξεπερνώντας τις 300 σελίδες, και οι γυναίκες συγγραφείς πεζογραφικών βιβλίων που αποτελούσαν το 1990 το ένα τρίτο του συνόλου των μυθιστοριογράφων φτάνουν το 2005 περίπου στο μισό. Τα ίδια χρόνια παρατηρείται ένας πλουραλισμός των λογοτεχνικών βραβείων, αύξηση της διαφήμισης και της προβολής του βιβλίου από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και πλέον από το Διαδίκτυο. Είναι τα χρόνια που ο αναγνώστης αρχίζει να αποκτά καθοριστικό ρόλο. Τα μπεστ σέλερ και το φαινόμενο του ευπώλητου συγγραφέα-σταρ, η συζήτηση για τη λεγόμενη «γυναικεία πεζογραφία» γεννιούνται μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Από τις κριτικές εξαιρέσεις η Κοτζιά, προσεγγίζοντας τα λογοτεχνικά έργα σφαιρικά, δεν παραγνώρισε τη σημασία αυτών των παραμέτρων στην κριτική διαδρομή της. Τη σημασία τους υπογραμμίζει και στο πρώτο μέρος («Ζητήματα μεθόδου») ετούτης της μελέτης παράλληλα με τη σημασία του γούστου, των αισθητικών κριτηρίων και των καθαρά κειμενικών προσεγγίσεων με τα εργαλεία των φορμαλιστικών θεωριών του 20ού αιώνα και της αποδόμησης.
Ο κριτικός, ο Κανόνας και η παράδοση
Χρησιμοποιώντας, σε σημεία, τον πρωτοπρόσωπο λόγο της εξομολόγησης και παρουσιάζοντας ανοιχτά την εξέλιξη της δικής της σκέψης, η Κοτζιά απηχεί τις μετακινήσεις της ελληνικής κριτικής τα τελευταία σαράντα χρόνια. «Ενας κριτικός έχει τη φιλοδοξία να ξεχωρίσει τα έργα που στη δική του και στην επόμενη γενιά θα εκλαμβάνονται ως κορυφαία» ορίζει η ίδια την αποστολή του κριτικού. Ωστόσο, οι αλλαγές στους τρόπους παραγωγής και διακίνησης του βιβλίου, οι αλλαγές στην κοινωνία και οι αλλαγές στις θεωρητικές προσεγγίσεις του λογοτεχνικού γεγονότος συνεπάγονται μετακινήσεις στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον ρόλο του ο κριτικός αλλά και στα αξιολογικά του κριτήρια. Ετσι, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου («Η ερμηνευτική κριτική») δίπλα στη ρεαλιστική μυθοπλασία εξετάζονται είδη που εισβάλλουν στην κεντρική λογοτεχνική σκηνή από το προηγούμενο περιθώριο της «λαϊκής» ή της «μαζικής» λογοτεχνίας, το αστυνομικό μυθιστόρημα, το ιστορικό μυθιστόρημα, η παρωδιακή μυθοπλασία, η πεζογραφία του φανταστικού, τα οποία διεκδικούν όχι μόνο την αναγνωστική προτίμηση αλλά και την κριτική αναγνώριση και την τοποθέτησή τους στο «ανάγλυφο» της λογοτεχνίας, στην αναγνωστική εμπειρία που θα αποτελέσει τη λογοτεχνική παράδοση της περιόδου.
Οι συγγραφείς που αποτελούν τις κορυφές αυτού του ανάγλυφου και συγκροτούν τον προσωπικό λογοτεχνικό Κανόνα της κριτικού, αναφέρονται χωριστά στο τρίτο μέρος του βιβλίου («Η αξιολογική κριτική»). Εκεί ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης, ο ερευνητής, ο εκπαιδευτικός θα βρει εργοβιογραφικά και κριτικά σημειώματα για 180 πεζογράφους, ενώ εξαιρετικά χρήσιμη είναι η οργάνωση των κειμένων στο δεύτερο μέρος με θεματικές ετικέτες («Ο ιδιωτικός βίος», «Η πόλη και το σπίτι», «Οικογενειακές σχέσεις», «Λογοτεχνία του τραύματος», «Οι δυστοπίες», «Μετανάστες και πρόσφυγες», «Παρενδυτικές μεταμορφώσεις» κ.ά.) που ανακαλούν συζητήσεις που απασχόλησαν στη διάρκεια αυτής της περιόδου την κοινωνία και τον δημόσιο λόγο και ακολούθως τους έλληνες λογοτέχνες.
Αντικειμενικότητακαι «αυθαιρεσίες»
Στο οντολογικό ερώτημα «Είναι αντικειμενική η κριτική;» η Κοτζιά απαντά με παρρησία και ειλικρίνεια: «Το ότι ένα κείμενο μου αρέσει ή δεν μου αρέσει, η θέση δηλαδή πάνω στην οποία εδράζεται η αξιολογική μου στάση, δεν είναι πρόσφορη για τεκμηρίωση. Διότι τελικά απορρέει από το γούστο και τις αυθαιρεσίες του, άρα οι τεκμηριωτικές προτάσεις που χρησιμοποιώ για το πού ένα κείμενο επιτυγχάνει και πού αποτυγχάνει είναι στην πραγματικότητα ψευδο- αποδεικτικός λόγος […]. Διότι, σε τελική ανάλυση, τα προϊόντα της καλλιτεχνικής αξιολόγησης παράγονται εκτός πεδίου λογικής, γι’ αυτό και δεν είναι διαχειρίσιμα με τα εργαλεία και τα επιχειρήματά της».
Ο αναγνώστης αυτής της πυκνής, μεθοδικής μελέτης της Ελισάβετ Κοτζιά αντιλαμβάνεται την ειρωνεία του πράγματος: οι αυθαιρεσίες του γούστου που διαμορφώνεται από ένα στιβαρό απόθεμα γραμματολογικών, θεωρητικών και κοινωνιολογικών γνώσεων δεν ταυτίζονται με τις αυθαιρεσίες μιας αβασάνιστης εντυπωσιολογικής κριτικής. Στο πέρας της ανάγνωσης, μια ουσιαστική πτυχή της αποστολής του κριτικού γίνεται ευδιάκριτη: ο παιδευτικός ρόλος του στην υπηρεσία του αναγνώστη. Καθώς ο πολλαπλασιασμός των κριτικών φωνών στα ποικίλα μέσα και κυρίως στο Διαδίκτυο έχει οδηγήσει σε σχετικοποίηση της κριτικής και έχει θέσει σε αμφισβήτηση τον ρόλο του επαγγελματία κριτικού, ο τόμος, ως προσωπική κατάθεση μιας βετεράνου της κριτικής, αποτελεί εφαλτήριο για τον επαναπροσδιορισμό και υποδομή για τη μελέτη της ελληνικής λογοτεχνικής κριτικής των τελευταίων δεκαετιών, η οποία παραμένει μεγάλο ζητούμενο της ιστορίας των γραμμάτων μας.

