Ποτέ δεν με απασχολούσε ιδιαίτερα η ιστορία και η καταγωγή των λέξεων, μολονότι θαύμαζα τη δουλειά του Γιώργου Μπαμπινιώτη – τις ραδιοφωνικές εκπομπές του οποίου πάντα έβρισκα εξαιρετικές. Εμένα αν κάτι πάντα μου άρεσε ήταν η ιστορία των φράσεων. Και οι φράσεις και οι λέξεις, με τον καιρό, άλλαξαν περιεχόμενο. Ομως αν το πρόβλημα των λέξεων είναι ότι έχουμε μάθει να τις φθείρουμε, χρησιμοποιώντας τες συνήθως υπερβολικά (το κακόμοιρο «αγαπώ» π.χ. το έχουμε καταχραστεί τόσο ώστε σπανίως έχει τη δύναμη που κουβαλάει…), με τις φράσεις συμβαίνει κάτι ολότελα διαφορετικό: το νόημά τους μεταβάλλεται για να μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να σωθεί η ύπαρξή τους. Πολύ συχνά η χρήση τους είναι λάθος, αλλά σε άλλες περιπτώσεις αυτή η λάθος χρήση έχει σημάνει και τη σωτηρία τους. Πάρτε για παράδειγμα την έκφραση «πετάω αετό», την ιστορία της οποίας κάθε φορά θυμάμαι όταν φτάνει η Καθαρά Δευτέρα με τις λαγάνες και τα νηστίσιμά της.

Η φράση γεννήθηκε στα κλαμπ και στις ντισκοτέκ της νεανικής μου ηλικίας και τη χρησιμοποιούσαν τα κορίτσια – μια γυναικεία συνθηματική κουβέντα. Δεν είναι παράξενο ότι τη γέννησε το γυναικείο μυαλό κάτω από κάποια ντισκόμπαλα της εποχής του ’80: οι γυναίκες συχνά κρύβουν τις επιθυμίες τους πίσω από υπέροχες εκφράσεις γιατί συνήθως είναι πιο έξυπνες από τους άνδρες και σίγουρα πιο περιγραφικές. Το «πετάει αετό» ήταν, αρχικά, μια έκφραση που χαρακτήριζε τον χαζούλη νεαρό ο οποίος δεν καταλαβαίνει πόσο αρέσει στο κορίτσι. Τα κορίτσια της δεκαετίας του ’80 είχαν ήδη ανακαλύψει τη χαρά της μεταμεσονύκτιας διασκέδασης – και όχι μόνο στις μεγάλες πόλεις ή μόνο τα καλοκαίρια. Δεν είχαν, όπως οι μαμάδες τους, την υποχρέωση να επιστρέφουν στο σπίτι αυστηρά στις έντεκα. Μπορούσαν να μένουν, το Σαββατόβραδο ειδικά, λίγο παραπάνω έξω. Αλλά είχαν καλή ανατροφή και δεν μιλούσαν (ακόμη…) όπως οι νταλικέρηδες. Κυρίως απέφευγαν να μιλούν για τα αγοράκια με τρόπους χυδαίους. Το «πετάει αετό» ή «πετάει χαρταετό» αναφερόταν στο αγόρι απέναντι που δεν καταλάβαινε το ενδιαφέρον τους γιατί έμοιαζε να ασχολείται με κάτι άλλο – ασήμαντο φυσικά μπροστά στη δική τους προσοχή. Η φράση περιέγραφε υπέροχα μια κατάσταση: ήταν ολόσωστη, χαριτωμένη και καθόλου χυδαία. Δεν ήταν κολακευτικό για εμάς που αετούς πετούσαμε, δηλαδή δεν καταλαβαίναμε τίποτα – αλλά, τι να κάνουμε; Ας προσέχαμε.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω