«Ολη μου η ζωή βασίστηκε στο «όχι» που μ’ έμαθαν να λέω στο χωριό μου. «Οχι» στο οτιδήποτε. Αυτό το «όχι» έφτιαξε αυτό που είμαι». Τα λόγια του Μανώλη Γλέζου καρφώνονται στη συνείδηση του θεατή ενώ παρακολουθεί το συγκινητικό ντοκιμαντέρ «Ο τελευταίος παρτιζάνος» του Ανδρέα  Χατζηπατέρα. Aξιέπαινη προσπάθεια ενός νέου ανθρώπου ο οποίος χωρίς να ξέρει πολλά για το παρελθόν του Μ. Γλέζου αποφάσισε να φτιάξει το πορτρέτο του αναζητώντας τον άνθρωπο πίσω από τον μύθο του ακούραστου αγωνιστή, του αιώνιου διαδηλωτή, του θρυλικού ήρωα της Αντίστασης ο οποίος το 1941 κατέβασε τη σημαία των ναζί από την Ακρόπολη. Το 2015 ενώ σπούδαζε σινεμά στη σχολή κινηματογράφου NYU της Νέας Υόρκης, ο Ανδρέας Χατζηπατέρας – γεννημένος στο Λονδίνο, γόνος ελληνικής οικογένειας – άκουσε για πρώτη φορά το όνομα Μανώλης Γλέζος. Ενα άρθρο στους «Times» της Νέας Υόρκης που είχε διαβάσει μια καθηγήτριά του αναφερόταν στο ότι ο Γλέζος είχε γίνει ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ σε ηλικία 92 ετών. Εκείνη ρώτησε τον Χατζηπατέρα αν γνώριζε τον πολιτικό άνδρα. Δεν τον γνώριζε και η περιέργειά του φούντωσε. Ο Χατζηπατέρας έψαξε στο Διαδίκτυο, τηλεφώνησε σε συγγενείς στην Αθήνα και ήρθε σε επαφή με τον Γλέζο αποφασισμένος να κάνει μια ταινία τεκμηρίωσης για αυτόν.
Δύσκολη αποστολή. Η μορφή του ντοκιμαντέρ άλλαξε τρεις φορές. Αρχικώς ο Χατζηπατέρας ήθελε να ασχοληθεί με ένα συγκεκριμένο κεφάλαιο της ζωής του Γλέζου, εκείνο του Ευρωκοινοβουλίου. Σύντομα έγινε αντιληπτό πως η ιδέα δεν μπορούσε να λειτουργήσει «διότι άνοιγε πολλά ερωτήματα σχετικά με τον χαρακτήρα και τη δραστηριότητά του που έμεναν αναπάντητα. Θα ήταν σαν να έχω τραβήξει επίκαιρα για την τηλεόραση». Η δεύτερη μορφή ήταν εκείνη του ολοκληρωμένου βιογραφικού, «ιδέα χειρότερη από την προηγούμενη, γιατί άρχισα να κάνω συνεντεύξεις με ιστορικούς και πολιτικούς, να ψάχνω αρχεία και όλα αυτά που ένιωσα ότι θα κατέληγαν σε μια εγκυκλοπαιδική βιογραφία» παραδέχεται ο Χατζηπατέρας.
Και έτσι φτάνουμε στην τελική μορφή του ντοκιμαντέρ, όπου «αποφάσισα να τραβήξω απλώς τον Μανώλη και όπου πάει». Πλάνα στο σπίτι, ξεφύλλισμα άλμπουμ φωτογραφιών, ιστορίες της Κατοχής, η εκτέλεση του αδελφού του Νίκου (όπου ο Γλέζος προσπαθεί ματαίως να κρύψει τα δάκρυά του). Ωστόσο, αυτή η μέθοδος είχε επίσης δυσκολίες – αυτή τη φορά από πλευράς του ίδιου του Γλέζου. «Ηταν σαν να έπαιζε ένα παιχνίδι μαζί μου» είπε ο σκηνοθέτης.
Ωσπου μια μέρα, όταν πήγαν να τραβήξουν σε ένα σχολείο όπου ο Γλέζος θα μιλούσε, ο πολιτικός δεν τον άφησε να του βάλει μικρόφωνο πάνω του. «Δεν θέλω να ενοχλούνται τα παιδιά από τίποτε» του λέει χαρακτηριστικά ο Γλέζος στη σκηνή. «Τα παιδιά είναι άλλο πράγμα, δεν μπορείς να καταλάβεις».Από αυτή τη μικρή σκηνή, ο Χατζηπατέρας βρήκε αυτό που ήθελε. «Αυτός είναι για μένα ο Γλέζος. Περισσότερο ακτιβιστής και λιγότερο πολιτικός. Από όλο το υλικό που είχα τραβήξει ως τότε, αυτή ήταν η πιο αγνή στιγμή του, που τον καταλαβαίνεις ως άνθρωπο. Τότε είπα μέσα μου ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα παίξω και εγώ το παιχνίδι μαζί του, κι από αυτό το υλικό θα καταλάβει και ο θεατής ποιος είναι ο Μανώλης Γλέζος».