Πειρατές και κουρσάροι στα ελληνικά πελάγη
Ενα περιπετειώδες θρίλερ με σκληροτράχηλους ναυτικούς, με εγκληματίες και ήρωες, με επιδρομές και λεηλασίες, που γραφόταν επί αιώνες στις θάλασσές μας και στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
«Πλέουμε ευχάριστα μ’ έναν άνεμο που μας σπρώχνει απαλά ανάμεσα στον κάβο Ματαπά και το νησί του Τσιρίγου. Ενας έλληνας πειρατής μάς ζυγώνει. (…) Το ελληνικό μπρίκι δεν απέχει παρά μόνο ένα στάδιο από το καράβι μας. Ανεβαίνουμε όλοι στο κατάστρωμα: ετοιμαζόμαστε για τη μάχη· γεμίζουμε τα κανόνια· το κατάστρωμα είναι στρωμένο με τουφέκια και πιστόλια. Ο καπετάνιος διατάζει τον κυβερνήτη του ελληνικού μπρικιού να υποχωρήσει. Εκείνος, βλέποντας στο κατάστρωμα του πλοίου μας είκοσι πέντε άντρες οπλισμένους γερά, αποφασίζει να μη διακινδυνέψει την έφοδο. Απομακρύνεται, επιστρέφει για δεύτερη φορά και αγγίζει σχεδόν το καράβι μας. (…) Παρατηρώ το πλήρωμά του. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου πρόσωπα όπου το έγκλημα, ο φόνος και το πλιάτσικο να έχουν αποτυπωθεί με πιο απαίσια χαρακτηριστικά. Διακρίνουμε καμιά δεκαπενταριά με είκοσι ληστές, ντυμένους με αρβανίτικα ρούχα ή με κουρέλια ευρωπαϊκής ενδυμασίας. (…) Είναι όλοι οπλισμένοι με πιστόλια και στιλέτα με ασημένιες σκαλιστές λαβές που αστράφτουν». Αν και η αλήθεια της διήγησης (μετάφραση Βάσω Μέντζου) του Αλφόνσου Λαμαρτίνου που το 1832 επισκέφτηκε την Ελλάδα αμφισβητείται, καθώς το περιστατικό δεν αναφέρεται και στο ημερολόγιο που κρατούσε ο συνοδός του, κάπως έτσι είχε η κατάσταση στις ελληνικές θάλασσες τότε. Το επιβεβαιώνουν δεκάδες άλλες μαρτυρίες περιηγητών αλλά και αυτοχθόνων, οι οποίοι στα ταξίδια τους είχαν την ατυχία να συναντηθούν με πειρατές και κουρσάρους, δηλαδή τους πειρατές που είχαν λάβει νόμιμη άδεια από ένα κράτος να λαφυραγωγούν εμπορικά πλοία που έφεραν τη σημαία εχθρικού κράτους. Ολους αυτούς που, εκμεταλλευόμενοι την επί αιώνες πολιτική αστάθεια, λυμαίνονταν τα πελάγη μας. Και που η δράση τους, κατά τον 16ο, τον 17ο αλλά και τον 18ο αιώνα, από το Αιγαίο έως το Νότιο Κρητικό Πέλαγος, ήταν καθημερινό φαινόμενο. Οι Ελληνες και οι επισκέπτες τους υπέφεραν από την πειρατεία, όμως, την ίδια στιγμή, οι Ελληνες διακρίθηκαν και ως πειρατές. Με τη φήμη τους να ξεπερνά τα όρια της χώρας, καθώς πολλοί διέπρεψαν ως πληρώματα και κυβερνήτες ξένων κουρσάρικων πλοίων.
Με τον τρόπο του Ιουλίου Βερν
Οι εν Ελλάδι ληστές της θάλασσας ενέπνευσαν ακόμα και τον Ιούλιο Βερν. Στο μυθιστόρημα «L’ Αrchipel en feu», το οποίο στη γλώσσα μας κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Οι πειρατές του Αιγαίου», ο γάλλος μυθιστοριογράφος αναφέρεται στον αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας από τους Τούρκους αλλά και στις καταστροφές που προκαλούσαν την ίδια στιγμή οι κουρσάροι και οι πειρατές. Επικεφαλής τους, ο φοβερός Σακρατίφ! Ο Σακρατίφ που «είχε εγκαταστήσει, τώρα και χρόνια, το κέντρο της πειρατείας του στην Κάρπαθο. Εκεί, σε κρυφά, ασφαλή ακρογιάλια, έκρυβε τον άγριο στόλο του. Εκεί μαζεύονταν οι σύντροφοί του, απάνθρωποι φονιάδες και ληστές, και από κει ξεκινούσαν και τρομοκρατούσαν το Αιγαίο». Το βιβλίο, το 1884, εποχή που πρωτοδημοσιεύτηκε, είχε προκαλέσει αντιδράσεις καθώς θεωρήθηκε πως παρουσίαζε κάποιους Ελληνες ως προδότες που συνεργάζονταν με τους Τούρκους.
Η αληθινή ιστορία
Ο Βερν άντλησε στοιχεία από όσα είχε διαβάσει στον Τύπο για την Ελληνική Επανάσταση και από τα κείμενα των περιηγητών, έκανε όμως μυθοπλασία. Για όποιον ενδιαφέρεται για την ιστορική αλήθεια, υπάρχουν αρκετά βιβλία και έρευνες που ασχολούνται εμπεριστατωμένα με αυτό το ευρύτατο θέμα, το οποίο στην πραγματικότητα ξεκινάει από την αρχαιότητα, με τους Ρωμαίους να είναι οι πρώτοι που επιχείρησαν να πατάξουν την πειρατεία. Η δική μας, αρκετά γενική και συνοπτική (λόγω και του περιορισμένου χώρου μας), προσέγγιση αφορά τους τελευταίους αιώνες και μπορεί να δώσει αφορμή στον φιλομαθή αναγνώστη να ψάξει και να διαβάσει περισσότερα. Ενα από τα πιο σημαντικά βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει στο παρελθόν, αν όχι το σημαντικότερο, είναι η βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών τρίτομη «Ιστορία της πειρατείας» (Εκδόσεις της Εστίας) της Αλεξάνδρας Κραντονέλλη-Βοκοτοπούλου, η οποία καλύπτει το φαινόμενο από το 1390 μέχρι και την Επανάσταση του 1821. Από τότε, πριν ακόμα από την Οθωμανοκρατία, η πειρατεία είχε αρχίσει να ριζώνει στην Ελλάδα. Με τους πειρατές της Μπαρμπαριάς (της Αλγερίας) και της Μάλτας να δυναμιτίζουν στη συνέχεια με την εμφάνισή τους ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Η αδυναμία των Οθωμανών να επιβάλουν την τάξη στις θάλασσες που είχαν κατακτήσει και η αδυναμία των Ενετών να κρατήσουν ανοιχτές και ασφαλείς τις θαλάσσιες εμπορικές οδούς επέτρεψαν στους επιτήδειους (πολλοί εκ των οποίων ήταν φτωχοί άνθρωποι που στράφηκαν στο πλιάτσικο για να επιβιώσουν) να αναλάβουν δράση και να επιβάλουν τους δικούς τους νόμους. Την ίδια όμως στιγμή και οι δύο πλευρές χρησιμοποίησαν τους πειρατές για την επίτευξη των πιο σκοτεινών σκοπών τους, δίνοντάς τους ακόμα μεγαλύτερη δύναμη από αυτή που αποκτούσαν κουρσεύοντας και καταστρέφοντας χωριά και πόλεις, κλέβοντας τις περιουσίες των ανθρώπων και πουλώντας τους στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Ακόμα και ο Πάπας χρηματοδοτούσε τους πειρατές σε περιόδους συρράξεων και πολέμων προκειμένου να επιβάλει τη δική του ισχύ.
Οι φοβεροί Μπαρμπαρόσα
Ανάμεσα στους δεκάδες πειρατές που πέρασαν από τη χώρα μας, οι αδελφοί Μπαρμπαρόσα, ο Ορούτς και κυρίως ο Χαϊρεντίν – που υπήρξε ναύαρχος και οργανωτής του τουρκικού στόλου – είναι οι πιο γνωστοί. Είχαν γεννηθεί στη Λέσβο από πατέρα εξισλαμισμένο Αλβανό και μητέρα χριστιανή Ελληνίδα. Ο Χαϊρεντίν για πολλά χρόνια θεωρούνταν ο φόβος και ο τρόμος του Αιγαίου. Δικό του έργο ήταν η αποτρόπαια σφαγή των Κυθήρων, όπου βρήκαν τον θάνατο ή αιχμαλωτίστηκαν (και οδηγήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα) περισσότεροι από 7.000 άμαχοι. Ομως, όπως προείπαμε, όσο και αν οι νησιώτες υπέφεραν πολύ από τους πειρατές – αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εγκατέλειψαν τα παράλια και άρχισαν να χτίζουν τα χωριά τους σε ορεινά σημεία και στο εσωτερικό των νησιών -, ανάμεσά τους δεν ήταν λίγοι εκείνοι που άσκησαν πειρατεία. Η Μύκονος, η Πάρος και η Αντίπαρος, η Μήλος, η Σέριφος, η Ιος, οι Φούρνοι, η Σκύρος, η Σκιάθος και άλλα νησιά χρησιμοποιήθηκαν κατά περιόδους ως καταφύγιά τους και ως ορμητήρια από τα οποία εξαπέλυαν τις επιδρομές τους και όπου επέστρεφαν φορτωμένοι με λάφυρα. Επίσης, και αυτό είναι μία ακόμα πολύ σημαντική λεπτομέρεια σε μια πολυδιάστατη ιστορία, δεν ήταν λίγοι οι πειρατές οι οποίοι, τη στιγμή που λεηλατούσαν ξένες περιουσίες και σκότωναν τους ιδιοκτήτες τους, ήταν και ήρωες που πολέμησαν με σθένος και θυσιάστηκαν στον απελευθερωτικό αγώνα.
«Ο βασιλεύς της Μήλου»
Από τη Μήλο καταγόταν σύμφωνα με μια εκδοχή, από το Λιδωρίκι της Φωκίδας σύμφωνα με μια άλλη, ο Ιωάννης (ή Τζώρτζης) Κάψης (ή Καψής), ο επονομαζόμενος και «βασιλεύς της Μήλου». Οποιος και αν ήταν, από όπου και αν καταγόταν, το σίγουρο είναι πως ο Κάψης κούρσευε, με ορμητήριό του τον Μύτικα της Αιτωλοακαρνανίας, αδιακρίτως Ενετούς, Τούρκους και Ελληνες. Στη Μήλο εγκαταστάθηκε όταν ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε μια ντόπια κοπέλα. Τότε αποσύρθηκε από το επικερδές «επάγγελμά» του και ίδρυσε εκεί μια ιδιότυπη… βασιλευόμενη δημοκρατία (γι’ αυτό και ο τίτλος του βασιλιά-ηγεμόνα) με επικεφαλής τον ίδιο, για να γίνει εξαιρετικά δημοφιλής και αγαπητός στους κατοίκους. Αφησε όμως πίσω του τον αδελφό του να συνεχίζει την πειρατεία και να επιβεβαιώνει πως «σόι πάει το βασίλειο». Οταν ο αδελφός συνελήφθη από τους Γάλλους και παραδόθηκε στους Τούρκους, ο Κάψης αρμάτωσε νέο πειρατικό στόλο και άρχισε εκ νέου να επιτίθεται σε Ευρωπαίους και Τούρκους, εξαιρώντας αυτή τη φορά τους Ελληνες. Οι Τούρκοι τού έστησαν παγίδα, τον συνέλαβαν, τον μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη και τον κρέμασαν. Ο Κωνσταντίνος Καλαμάτας (από την Πάτμο, με καταγωγή και από την Καλαμάτα) υπήρξε ένας ακόμα διαβόητος μακελάρης των θαλασσών, ο οποίος μάλιστα αιτήθηκε να γίνει κουρσάρος της Βρετανίας και πήρε άδεια. Επειδή όμως δεν τηρούσε τους κανόνες, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Οι κρητικοί αδελφοί Μακρή και ο Μανούσος Θεοτοκόπουλος (αδελφός του κορυφαίου ζωγράφου Δομήνικου Θεοτοκόπουλου), οι Κερκυραίοι Πέτρος Μπούας, Στυλιανός Χαλικιόπουλος και Χριστόφορος Κοντοκάλης (που τιμήθηκαν από τη Βενετία με τον τίτλο του δούκα για τη συμμετοχή τους στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου) άσκησαν κατά διαστήματα, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, την πειρατεία.
Οι πειρατές της Μάνης
Δεν είχαν μόνο τα νησιά πειρατές. Η φτωχή Μάνη κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα ζούσε κυρίως από την πειρατεία που ασκούσαν οι κάτοικοί της στα πλοία που περνούσαν από τα παράλιά της. Οι οποίοι κάτοικοι τις νύχτες χωρίς φεγγάρι αναβόσβηναν φανούς εξαπατώντας τους ναυτικούς και κάνοντάς τους να ρίξουν τα πλοία τους πάνω στα βράχια, για να εισβάλουν ακολούθως και να τα κατακλέψουν. Ενας από αυτούς, ο Λιμπεράκης ή Λιβέριος Γερακάρης, γεννημένος στο Οίτυλο περί το 1644, ξεκίνησε ως κωπηλάτης στον βενετικό στόλο για να γίνει πειρατής με δικό του πλοίο και να αναδειχθεί σε μία από τις αμφιλεγόμενες προσωπικότητες εκείνης της περιόδου, καθώς, μεταξύ άλλων, πολέμησε και στο πλευρό των Τούρκων και στο πλευρό των Ενετών. Επειτα από μια μυθιστορηματική ζωή πέθανε φυλακισμένος στην Μπρέσια της Ιταλίας. Ο Νικολός Σάσσαρης, ο Σαμπάτης Λέκκας, τα αδέλφια Αντώνιος και Γιάννης Μανιάτης και ο Δημήτριος Καλκαντζής είναι μερικοί ακόμα μανιάτες πειρατές.
Ο αγώνας του Καποδίστρια
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, που το 1828 έφτασε στο ελεύθερο πλέον ελληνικό κράτος για να αναλάβει τη διακυβέρνησή του, ήταν εκείνος που αποφάσισε να δώσει τέλος στην πειρατεία. Γι’ αυτόν τον λόγο οργάνωσε ακόμα και ειδικά δικαστήρια. Βοηθοί του στο εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα ήταν, μεταξύ άλλων, ο Ανδρέας Μιαούλης, ο Αντώνιος Κριεζής και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Με τις ενέργειές τους (και με τη βοήθεια των συμμαχικών δυνάμεων) το φαινόμενο περιορίστηκε αρκετά, όμως στη συνέχεια η φτώχεια που βασάνιζε τη χώρα άρχισε να γεννάει πάλι πειρατές. Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια λόγω της άναρχης κατάστασης που επικράτησε εκείνη τη δραματική περίοδο. Ομως, στη συνέχεια, το Πολεμικό Ναυτικό ανέλαβε δράση: Καταστρέφοντας τα ορμητήριά τους και κυνηγώντας επίμονα εκείνους που προσπαθούσαν να συνεχίσουν την παράνομη δράση τους, έδωσε τέλος στην εν Ελλάδι ιστορία της πειρατείας. Οι θάλασσες της χώρας ήταν επιτέλους, έπειτα από πολλούς αιώνες, ασφαλείς για εκείνους που τις ταξίδευαν.

