«Εκαστος τόπος έχει την πληγήν του, η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τον πατριωτισμόν». Αυτά έγραφε το 1876 ο Εμμανουήλ Ροΐδης. Παρακολουθώντας και σήμερα το πώς εργαλειοποιήθηκε η συμφωνία για τη λύση του μακεδονικού ονοματολογικού ζητήματος, και μάλιστα από πολιτικές δυνάμεις που είχαν συμφωνήσει πριν από μόλις δέκα χρόνια για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, καταλαβαίνει κανείς ότι το παράθεμα του Ροΐδη είναι εξαιρετικά μετριοπαθές προκειμένου να περιγράψει την πραγματικότητα. Για πολιτικούς που ταΐζουν τον εθνικισμό επιδιώκοντας προσωρινά εκλογικά οφέλη σε βάρος του μακροπρόθεσμου της χώρας, ισχύει πολύ περισσότερο η περίφημη δήλωση του άγγλου συγγραφέα Σάμιουελ Τζόνσον, στο δοκίμιό του «Ο πατριώτης», το 1774: «Ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των παλιανθρώπων». Μάλλον θα γνώριζε ο Ροΐδης το δοκίμιο αυτό, γιατί από εκεί είναι αντλημένη η παρομοίωση του πατριωτισμού με επιδημία.
Εν τούτοις, ο πατριωτισμός δεν είναι συνώνυμος της πατριδοκαπηλίας. Τα πλήθη που ξεχύθηκαν στους δρόμους της Αθήνας το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 και κατευθύνονταν στα στρατολογικά κέντρα προκειμένου να καταταγούν και να σταλούν στο μέτωπο ήταν πατριώτες. Οι έφηβοι που μπήκαν στην ΕΠΟΝ, στην ΠΕΑΝ και σε άλλες αντιστασιακές οργανώσεις ήταν πατριώτες. Ο πατριωτισμός στις συνθήκες ακραίας στέρησης, φόβου και ανασφάλειας στην Κατοχή ήταν το αντίδοτο στην ταπείνωση και στον κυνισμό, γι’ αυτό και η μαζική αντίσταση στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Εχω ζήσει στον απόηχο αυτής της εμπειρίας. Με βάφτισαν με το όνομα του αδελφού της μάνας μου που σκοτώθηκε ηρωικά στα αλβανικά βουνά, στις πρώτες μάχες εναντίον των Ιταλών. Η φωτογραφία του ήταν στην τραπεζαρία με μαύρη ταινία, συνόδευα τη μαυροφορεμένη γιαγιά μου κάθε 28η Οκτωβρίου στην εκκλησία και στο ηρώο για το μνημόσυνο των πεσόντων και την επετειακή τελετή, και στον επιμνημόσυνο καφέ με τους συγγενείς των άλλων θυμάτων πολέμου και τους επιζήσαντες τραυματίες. Και άκουσα πολλές φορές τις ιστορίες τους. Δεν χαρίζω λοιπόν τα αισθήματα του πατριωτισμού και της θυσίας ούτε στους πατριδοκάπηλους, αλλά ούτε σε εκείνους τους θιασώτες τους φιλελεύθερου ατομικισμού που καταδικάζουν κάθε αίσθημα και πνεύμα συλλογικότητας. Γιατί το ίδιο αυτό πνεύμα πατριωτισμού και ανιδιοτελούς θυσίας το συνάντησα ανάμεσα στους φυλακισμένους νέους της χούντας, και ακόμα σε εκείνους που κάθε φορά τους συνεπαίρνουν ιδέες και προσδοκίες για μια καλύτερη κοινωνία, για να κάνουν καλύτερο το σχολείο τους, το πανεπιστήμιό τους ή το νοσοκομείο, την πόλη τους, για καλύτερο οτιδήποτε τους υπερβαίνει και έχει συλλογικό χαρακτήρα. Ανθρώπους που παίρνουν πρωτοβουλίες και δείχνουν αφοσίωση για κάτι που δεν έχουν ίδιον όφελος, και για το οποίο ξοδεύουν κι από πάνω. Αν αυτό δεν είναι το άνθος του πατριωτισμού, της κοινωνικότητας και του πολιτισμού, δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να είναι.
Ο πατριωτισμός δεν είναι εθνικισμός. Μπορεί να είναι δύσκολο να βρει κανείς την ακριβή εννοιολογική διάκριση, αλλά ο πατριωτισμός είναι πολύ παλαιότερος από τα ίδια τα έθνη. Το «αμύνεσθαι περί πάτρης» ήταν η υπεράσπιση της πόλης, αλλά και των ανθρώπων της, των παιδιών και των γονέων, από τους εισβολείς. Οχι μόνο αυτό, αλλά και η υπεράσπιση του δήμου, της ελευθερίας του πολίτη, της δημοκρατίας. Πατριωτισμός και ρεπουμπλικανισμός πάνε μαζί και είναι αξεχώριστα. Αυτό άλλωστε είναι το μεγάλο μάθημα της αθηναϊκής δημοκρατίας που προέκυψε μέσα από τους Περσικούς Πολέμους. Και επειδή προέκυψε από αυτή τη μεγάλη και παλλαϊκή κινητοποίηση, απέκτησε δημοκρατικό χαρακτήρα και στερέωσε το κράτος του δήμου. Η κλασική έννοια του πατριωτισμού αναδύθηκε στις αναγεννησιακές πόλεις της πρώιμης νεότερης εποχής, στη Γαλλική Επανάσταση, αλλά και στις εθνικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα. Μιλάμε μάλιστα στην εποχή εκείνη όχι μόνο για τον δημοκρατικό πατριωτισμό, αλλά και για τον διαεθνικό πατριωτισμό, γιατί το πρώιμο πνεύμα της δημιουργίας των εθνών ήταν η αγάπη κάθε πατρίδας. Αυτός ήταν ο πατριωτισμός του Ούγκο Φόσκολο, του Κάλβου, του Σολωμού, του Μπάιρον, του Ματσίνι και τόσων άλλων πατριωτών που δεν πολεμούσαν μόνο για τη δική τους πατρίδα αλλά και για τις πατρίδες των άλλων.
Ο Τζορτζ Οργουελ επιχείρησε τη διάκριση πατριωτισμού – εθνικισμού στις σημειώσεις του για τον εθνικισμό: «Με τον όρο «πατριωτισμός» εννοώ την αφοσίωση σε έναν ορισμένο τόπο και σε έναν ορισμένο τρόπο ζωής, τον οποίο κανείς θεωρεί τον καλύτερο του κόσμου, χωρίς να θέλει να τον επιβάλει σε άλλους. Ο πατριωτισμός είναι από τη φύση του αμυντικός, και πολιτισμικά και στρατιωτικά. Ο εθνικισμός, από την άλλη, είναι αξεχώριστος από την επιθυμία ισχύος». Ο εθνικισμός βέβαια παρουσιάζεται κατά κανόνα ως πατριωτισμός, και η θυματοποίηση έχει γίνει χαρακτηριστικό των σύγχρονων εθνικισμών. Εξάλλου πολλές από τις συγκρούσεις της εποχής μας είναι πόλεμοι και εμφύλιοι την ίδια στιγμή που θέτουν σύνθετα διλήμματα.
Εν τούτοις, ο πατριωτισμός είναι δεμένος με την αντίσταση στην τυραννία, την υπεράσπιση της ελευθερίας, του Συντάγματος, της έννοιας του κοινού αγαθού, της δικαιοσύνης. Με την ανιδιοτελή θυσία του χρόνου, της περιουσίας, της ελευθερίας, ακόμα και της ζωής. Για αυτόν τον λόγο, επειδή ο πατριωτισμός είναι αυτά τα ακριβά συναισθήματα, για τούτο η εκμετάλλευσή του, δηλαδή η πατριδοκαπηλία, είναι ό,τι απεχθέστερο.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.