Σε αντίθεση με τη βυζαντινή πόλη, η οποία είχε αναπτυχθεί σε απόσταση από τη θάλασσα, η Πάτρα του 19ου αιώνα στρέφεται προς τη θάλασσα. Ο Καποδίστριας την προόριζε για λιμάνι επικοινωνίας του νεοελληνικού κρατιδίου με τη Δυτική Ευρώπη… Για τον λόγο αυτόν ο Σταμάτης Βούλγαρης, στον οποίο ανέθεσε τον σχεδιασμό της τον Οκτώβριο του 1828, πρότεινε να οικοδομηθεί η σύγχρονη πόλη στην παραλία.

Στην Πάτρα του 1828, αμέσως μετά την απελευθέρωση κατέφθαναν οι παλιοί της κάτοικοι και ξενομερίτες από την Πελοπόννησο, την Αιτωλοακαρνανία, την Κεφαλλονιά, τη Ζάκυνθο και την Ιθάκη, αλλά και από επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως η Ηπειρος, η Χίος, η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Κρήτη, καθώς και από κοινότητες της Διασποράς. Σύντομα ο πληθυσμός έφθασε τους 4.000 κατοίκους. Τον 19ο αιώνα στην Πάτρα ζουν Ελληνες, χριστιανοί ορθόδοξοι, Εβραίοι, αλλά και δραστήριοι Ιταλοί, Μαλτέζοι, Αγγλοι και Γερμανοί, δηλαδή καθολικοί και προτεστάντες. Στις αρχές του 1870 έχουν σχηματιστεί συνοικίες που διακρίνονται τόσο για την ομοιογένεια της οικονομικής δραστηριότητας των κατοίκων τους όσο και από την κοινή γεωγραφική τους καταγωγή.

Οι συνοικίες και ο χαρακτήρας τους

Η συνοικία του Αγίου Γερασίμου, στη νότια πλευρά της πόλης, κατοικείται από Κεφαλλονίτες. Στη βόρεια πλευρά της πόλης, εκτός σχεδίου, είχε διαμορφωθεί η συνοικία του Αγίου Διονυσίου, κατοικούμενη – κυρίως – από Ζακυνθινούς και Ιταλούς. Στις συνοικίες του Αγίου Ανδρέα, του Αγίου Γερασίμου και του Αγίου Διονυσίου, συγκεντρώθηκε – κυρίως – η εργατική τάξη της εποχής.

Η κεντρική συνοικία της Ευαγγελίστριας, στην καρδιά της Κάτω Πόλης, παραμένει ο αποκλειστικός χώρος δράσης και κατοικίας των εμπόρων. Στη συνοικία της Ευαγγελίστριας βρίσκονταν τα βιβλιοπωλεία, τα ιδιωτικά σχολεία, οι περισσότερες κατοικίες των εμπόρων, τα καταστήματα πολυτελών υφασμάτων, αποικιακών και ξυλείας, οι εμποροράπτες, τα ζαχαροπλαστεία, τα ζυθοπωλεία, οι τράπεζες. Το όνειρο του αστού εμπόρου της Πάτρας τον 19ο αιώνα ήταν ένα μεγαλοπρεπές σπίτι με μάρμαρα, επίπλωση από την Αγγλία ή την Τεργέστη και μια έπαυλη στα προάστια της πόλης. Τέτοιες επαύλεις ανοικοδόμησαν οι αστοί της Πάτρας στη νότια παραλία, μεταξύ Ιτεών και Βραχνέικων.

Από τα κτήματα στην πολιτική

Ποιοι ήταν οι κάτοικοι της πόλης; Αυτόχθονες πρόκριτοι κτηματίες, ετερόχθονες έλληνες έμποροι και ευρωπαίοι έμποροι και επιχειρηματίες συνθέτουν το ανώτερο κοινωνικό στρώμα της πόλης. Οι πρώτοι κατάγονται από τις παραδοσιακές οικογένειες των πατρινών προκρίτων και διατηρώντας μεγάλες γαιοκτησίες, αλλά κυρίως την αίγλη του προκρίτου ασχολούνται με την εκμετάλλευση των κτημάτων τους ή συχνότερα στρέφονται προς την πολιτική και τον κρατικό μηχανισμό. Οι δεύτεροι φέρνουν μαζί τους σημαντικά κεφάλαια τα οποία επενδύουν στο εμπόριο της σταφίδας, άλλους κλάδους του εμπορίου και την τοκογλυφία, ενώ ορισμένοι θα στραφούν προς τη δευτερογενή παραγωγή και θα ιδρύσουν τις πρώτες αξιόλογες βιομηχανίες της πόλης μετά το 1875.

Η Πάτρα όμως προσελκύει και ξένους εμπόρους και τραπεζίτες που φθάνουν με την ιδιότητα είτε του προξένου είτε του εμπορικού αντιπροσώπου. Ανθρωποι με ευρύτερη αντίληψη οι αλλοεθνείς έμποροι, ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι στα μηνύματα των καιρών, με γνώσεις και πείρα και με ικανότητες προσαρμογής, επιβλήθηκαν νωρίς στην οικονομική και κοινωνική ζωή της πόλης. Πρωτοστάτησαν στην οργάνωση του εμπορικού κόσμου, εντάχθηκαν πλήρως στην τοπική κοινωνία και σε αρκετές περιπτώσεις ενίσχυσαν την οικονομική και κοινωνική τους θέση με επιγαμίες. Στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα, ιδρύουν τις χαρακτηριστικές οινοποιίες, που θα αποτελέσουν σήμα κατατεθέν της περιοχής. Η εξαγωγή και το εμπόριο της σταφίδας δημιούργησαν λοιπόν στη Βόρεια Πελοπόννησο μια ηγετική, αστικής υφής, εμπορική ομάδα με εύρος, με συνέχεια και με σπουδαίες επιπτώσεις πάνω στο σύνολο της οικονομικής, κοινωνικής αλλά και πολιτικής ζωής της περιοχής.

Το ανώτερο στρώμα της πόλης υιοθετεί έναν διαφορετικό τρόπο ζωής από τα υπόλοιπα. Η εγκατάσταση στην πόλη ραπτών ευρωπαϊκής μόδας από πολύ νωρίς αποδεικνύει την αλλαγή αυτή. Στις πνευματικές απολαύσεις της ανώτερης κοινωνίας συγκαταλέγεται και η όπερα, αν και ως το 1872 δεν υπάρχει θέατρο στην πόλη. Ωστόσο δίνονται παραστάσεις όπερας από ιταλικούς θιάσους που την επισκέπτονται συχνά.

Στο επίκεντρο η εκπαίδευση

Από την οπτική γωνία μας, εκείνη των μαθητών, στο ίδιο πλαίσιο θα εντάξουμε και τα υψηλά ποσοστά φοίτησης στα σχολεία, που μαρτυρούν ότι η εκπαίδευση βρίσκεται στο κέντρο της πολιτιστικής ζωής της πόλης.

Το 1857 μάλιστα, έπειτα από έντονες πιέσεις του επιχειρηματικού κόσμου, εισάγονται εμπορικά μαθήματα και η αγγλική γλώσσα στο πρόγραμμα του Γυμνασίου. Η γρήγορη ανάπτυξη ενός δικτύου ιδιωτικών σχολείων στην κεντρική συνοικία της πόλης, ήδη από το 1840, αποδεικνύει μια διαδικασία δημιουργίας «αριστοκρατικής παιδείας» η οποία στηρίζεται στην οικονομική ευρωστία του ανώτερου κοινωνικού στρώματος.

Η παρουσία και η προσφορά Αγγλων, Ιταλών και Γερμανών

Η θέση της Πάτρας την καθιστούσε πάντα ένα σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών. Αναπόφευκτα, η θέση των ξένων στην πόλη ήταν αρκετά έντονη, ενώ διακριτές ήταν τρεις εθνικές παροικίες.

Η αγγλική παροικία

Μετεπαναστατικά, η αγγλική παροικία διαρκώς μεγάλωνε ως το 1930. Με νόμο του 1867 της παραχωρήθηκε «εθνικό οικόπεδο» στην αρχή της οδού Αγίου Διονυσίου για την ανέγερση του αγγλικανικού ναού του Αγίου Ανδρέα, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1878 χάρη στην οικονομική συμβολή της. Κατασκευάστηκε από αγγλικό γρανίτη, που μετέφεραν από την Αγγλία ως έρμα τα πλοία που έρχονταν στην Πάτρα για να φορτώσουν σταφίδα, και υπήρξε σημείο συνάντησης των άγγλων και των γερμανών προτεσταντών της Πάτρας. Εξέχοντα μέλη της παροικίας υπήρξαν: Ο Ερρίκος Ρόμπινσον, που είχε εγκατασταθεί στην πόλη προεπαναστατικά και έζησε ως το 1843. Υπήρξε διευθυντής του μεγάλου σταφιδεμπορικού οίκου Μπαρφ.

Ο Κάρολος Ινγκάτ, που ήλθε στην Πάτρα το 1828 και ίδρυσε μαζί με τον ζακυνθινό έμπορο Διονύσιο Μαλτέζο τον εμπορικό οίκο Ingat & Co. Το 1838 πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Εμπορικού Επιμελητηρίου.

Ο Γεώργιος-Γουλιέλμος Κροβ (Crowe), που εγκαταστάθηκε στην Πάτρα το 1830, ως πρόξενος της Αγγλίας και διευθυντής του υποκαταστήματος Burf.

Ο Θωμάς Βουδ ήλθε το 1843 και διαδέχθηκε τον Ρόμπινσον στη διεύθυνση του οίκου Μπαρφ, αλλά ίδρυσε αργότερα δικό του εμπορικό οίκο. Το 1846 διορίστηκε πρόξενος της Μεγάλης Βρετανίας σε όλη την Πελοπόννησο. Το όνομά του διασώζεται στη γνωστή πλατεία, στην αρχή της οδού Γεωργίου Ολυμπίου.

Η ιταλική παροικία

Οι καθολικοί της Πάτρας, Ιταλοί και Μαλτέζοι, υπήρξαν η πολυπληθέστερη ξένη παροικία της και ανέπτυξαν πολύ καλές σχέσεις με τους Πατρινούς. Στα 1828 ναπολιτάνοι ψαράδες, αποτέλεσαν τον πυρήνα της «Ιταλικής Καθολικής Παροικίας». Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ανταποκρινόμενος σε σχετικό αίτημά τους, τους παραχώρησε ένα κεντρικό ακίνητο στην οδό Μαιζώνος, όπου κτίστηκε η Καθολική Εκκλησία του Αγίου Ανδρέα. Οι περισσότεροι Ιταλοί ήταν γεωργοί, ψαράδες, κτίστες, αλευρομυλωνάδες, αμαξηλάτες, εργάτες στις σταφιδαποθήκες, αρτοποιοί, ζυθοποιοί, ζαχαροπλάστες, μουσικοί και τυπογράφοι. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Ιταλοί εκδιώχθηκαν, εκτός από 100 οικογένειες.

Στην πόλη λειτουργούσαν τα εξής ιταλικά σχολεία: η ελληνογαλλική εμπορική σχολή (Σχολή των Freres Maristes), η Σχολή Καλογραιών στην οδό Κορίνθου (στο σημερινό παράρτημα του Πανεπιστημίου), ένα νηπιαγωγείο επί των οδών Κορίνθου και Μανιακίου, η σχολή των Fratelli στη Ρήγα Φεραίου, καθώς και ένα μεικτό δημοτικό επί της οδού Μαιζώνος. Το 1935 ιδρύθηκε η ιταλική σχολή «Scuola Reale».

Η γερμανική παροικία

Οι Γερμανοί είχαν και προεπαναστατικά δεσμούς με την Πάτρα, έτσι δύο δεκαετίες μετά το τέλος της Επανάστασης αρχίζει να συγκροτείται μια νέα γερμανική παροικία. Ενδιαφέρονταν όχι μόνο για τη σταφίδα, αλλά και για τα κρασιά και τα καπνά της Αιτωλοακαρνανίας.

Μεγάλη οινοποιητική επιχείρηση ίδρυσε στην Πάτρα και ο Γερμανός Θεόδωρος Αμβουργερ (1822-1883). Ηλθε στην Πάτρα το 1847 για να αναλάβει τη διεύθυνση του οίκου Fels. Υποστήριξε την οινοποιία και τη μεταξουργία, ιδρύοντας στην Καλαμάτα ένα από τα πρώτα ατμοκίνητα μεταξουργεία. Παντρεύτηκε στην Πάτρα και απέκτησε τέσσερα παιδιά. Η δράση του υπήρξε πρωτοποριακή. Δικό του έργο ήταν η ίδρυση, στο 1868, του εμπορικού συλλόγου «Ερμής», που ακμάζει μέχρι σήμερα.

Ο Γουσταύος Κλάους (1825-1908) γεννήθηκε στη Βαυαρία και ήλθε στην Πάτρα το 1854 ως διευθυντής του οίκου Fels. Πρόξενος της Βαυαρίας και αργότερα της Γαλλίας, παντρεύτηκε την Ελληνίδα Θωμαΐδα Καρβούνη. Αγόρασε την ωραία υψηλή τοποθεσία, που – ανώνυμη ως τότε – πήρε και εξακολουθεί να φέρει το όνομά του. Ο ίδιος την έλεγε «Gutland». Εκεί, στα έτη 1870-1875, άρχισε η ανέγερση του οινοποιητικού εργοστασίου και των αποθηκών της ανωνύμου εταιρείας «Αχαΐα» (Αχάγια), που ίδρυσε ο Κλάους και που ορισμένοι τύποι κρασιών της – προπάντων η μαυροδάφνη – προκάλεσαν γρήγορα μεγάλη ζήτηση στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Γερμανία.

Σημαντικοί δρόμοι της παλιάς πόλης

Επιστρέφοντας στην Ανω Πόλη της Πάτρας του 19ου αιώνα, να θυμίσουμε ότι οι πιο σημαντικοί δρόμοι της ήταν οι οδοί Γερμανού, Μπουκαούρη, Λόντου και Αγίου Γεωργίου:

  • Η οδός Γερμανού, το Μπολ Σοκάκ της Τουρκοκρατίας. Διασταυρωνόταν καθέτως με τον δρόμο που οδηγούσε προς Ανδρίτσαινα, τη σημερινή οδό Μπουκαούρη.
  • Η οδός Μπουκαούρη ήταν άλλος ένας δρόμος της προεπαναστατικής Ανω Πόλης στη συνοικία Τάσι, που οφείλει την ονομασία της στον δήμαρχο Πατρέων της οθωνικής περιόδου Ιωάννη Μπουκαούρη.
  • Η οδός Αγίου Γεωργίου ένωνε την Ανω Πόλη με την Κάτω. Σημείο συνεύρεσης δύο διαφορετικών κόσμων και ταυτοχρόνως σημείο τομής.