Έντυπη Έκδοση Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Αχιλλέας Κυριακίδης
Το μουσείο των τύψεων και άλλα διηγήματα
Εκδόσεις Πατάκη
σελ. 148, τιμή 8,70 ευρώ
Με έντονα τα σημάδια της καταγωγής της από τον συμβολισμό και τον μοντερνισμό, η λογοτεχνία του Χόρχε Λουίς Μπόρχες δύσκολα εν τέλει μπορεί να χαρακτηριστεί είτε συμβολιστική είτε μοντερνιστική. Λάτρης του σύντομου, σε ύψιστο βαθμό συμπυκνωμένου κειμένου, ο Μπόρχες είναι μια κινητή μηχανή παιγνιωδών γνώσεων, ένας ακατάβλητος εγκυκλοπαιδιστής χωρίς τον παραμικρό εγκυκλοπαιδισμό. Το παράδοξο, η αποκρυπτογράφηση που δεν παραδίδει στον πρώτα τυχόντα τα κλειδιά της, η σχέση με τον χρόνο ή το όνειρο και η περιήγηση σε τόπους του φανταστικού είναι τα καύσιμα που τροφοδοτούν επί μονίμου βάσεως την μπορχεσιανή μηχανή. Καύσιμα που λιγότερο ή περισσότερο φανερά τροφοδοτούν επί πολλά χρόνια και την πεζογραφία του Αχιλλέα Κυριακίδη.
Το Μουσείο των τύψεων είναι οπωσδήποτε το πιο μπορχεσιανό βιβλίο του Κυριακίδη. Στα δώδεκα διηγήματα που συναπαρτίζουν το σώμα της συλλογής ο συγγραφέας μοιάζει να ξεδιπλώνει όλον τον χάρτη με τις επιρροές του από τον Αργεντινό, αποκαλύπτοντας ένα προς ένα τα σημεία της συνάντησης μαζί του. Δεν έχουμε παρ’ όλα αυτά να κάνουμε με ένα βιβλίο σεβαστικών οφειλών, με έναν φόρο τιμής σε έναν λογοτεχνικό πατέρα που ρίχνει βαριά τη σκιά του στον επίγονο, ούτε, από την άλλη, μας ζητούν να χειροκροτήσουμε μια πατροκτονία, μια εξέγερση εναντίον της δυναστείας του απόλυτου λογοτεχνικού προτύπου. Τα διηγήματα του Κυριακίδη είναι ένα παιχνίδι με τον ίδιο τον Μπόρχες, μια δαιμόνια και ακαταπόνητη παρωδία τόσο του τρόπου της γραφής του όσο και της ίδιας της ποιητικής του.
Χρησιμοποιώντας τους ήρωες του Μπόρχες, παραλλάσσοντας ειρωνικά τους τίτλους των κειμένων του ή αντιγράφοντας εις ήχον πλάγιον τα ενδιαφέροντά του για την αστυνομική λογοτεχνία, τους γρίφους, τους μύθους και τις ιστορικές αφηγήσεις, ο Κυριακίδης φιλοτεχνεί ένα είδος mise en abyme, μια εγκιβωτισμένη εξιστόρηση, μια εικόνα του εαυτού μέσα στον εαυτό, μια ρωσική μπάμπουσκα με άπειρα αντίγραφα. Και σε αυτή την ατέρμονη διαδικασία εγκλωβισμού και απεγκλωβισμού χωρούν τα πάντα: οι επιμελητές βιβλίων που θέλουν επί ποινή ροπάλου να εξασφαλίσουν για τα αγαπημένα τους αριστουργήματα ένα ισορροπημένο και ολοκληρωμένο τέλος, τα μουσεία της μελαγχολίας που επιζητούν να θεραπεύσουν χωρίς να προσφέρουν καμιά θεραπευτική μέθοδο, συγγραφικοί ογκόλιθοι όπως ο Μέλβιλ, ο Ελιοτ, ο Ιούλιος Βερν, ο Εντγκαρ Αλαν Πόου, ο Τσέστερτον και ο Στίβενσον, καθώς και ιστορίες που συμπλέκουν το παρόν με το παρελθόν, προβάλλοντας το παρόν ως παρελθόν και το παρελθόν ως παρόν με μια αιφνίδια προβολή στο μέλλον, αφού ο χρόνος είναι κυκλικός. Ο χρόνος παρ’ όλα αυτά, κυκλικός ή όχι, είναι εκ παραλλήλου προνομιακός συνομιλητής της μνήμης και ταπεινός ικέτης της λήθης σε μια συνεχή και πάλι ανακύκλωση.
Θα ήταν περίεργο να έλειπαν από όλα αυτά και τα άλλα μπορχεσιανά κεφάλαια, ειρωνικά εκ νέου ανακινημένα και εξαρθρωμένα, καθώς πρέπει να προσαρμοστούν στη χρονική απόσταση (ξανά ο χρόνος) που χωρίζει την εποχή μας από την εποχή του Αργεντινού: ο άλλος ως αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητας, οι λαβυρινθώδεις δρόμοι της διακειμενικότητας, η πραγματικότητα της μυθοπλασίας και η μυθοπλασία της πραγματικότητας, ο θάνατος και η αυτοκτονία, οι πολλαπλές αντανακλάσεις του καθρέφτη, οι τρύπες μέσα από τις οποίες μπορούμε να κοιτάξουμε το σύμπαν, οι κατάλογοι ονομάτων και τίτλων (σε μια σχεδόν υπερρεαλιστική διαδοχή και συμπαράταξη) και το ψευδοδοκίμιο που τηρεί απαρεγκλίτως όλους τους δοκιμιακούς κανόνες δίχως να είναι δοκίμιο. Το παιχνίδι με τον Μπόρχες δεν έχει σταματημό. Κι είναι ωραίο όχι γιατί ξέρει να παίζει όπως ο ίδιος αλλά επειδή καταφέρνει να πάει έστω και ένα βήμα πέρα απ’ αυτόν.