Θα ήταν η πρώτη φορά στην Ιστορία που ρωσικό όπλο έπεσε σε έδαφος του ΝΑΤΟ. Ωστόσο ο πύραυλος που κατέληξε στο πολωνικό χωριό Πσεβόντοφ την περασμένη Τρίτη, στα σύνορα με την Ουκρανία, σκοτώνοντας δύο Πολωνούς, δεν προήλθε τελικά από τη Ρωσία. Αξιωματούχοι του ΝΑΤΟ, η Βαρσοβία και η αμερικανική ηγεσία κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ατύχημα που προκλήθηκε πιθανότατα από ουκρανικό πύραυλο αεράμυνας S-300.

Ο ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι απέρριψε μετ’ επιτάσεως αυτόν τον ισχυρισμό. Αλλά η διαπίστωσή του ότι επρόκειτο για «χτύπημα στη συλλογική μας ασφάλεια» ήταν πέρα για πέρα ακριβής. Το περιστατικό υπενθύμισε εμφατικά τον κίνδυνο μιας ευρύτερης κλιμάκωσης σε έναν βίαιο πόλεμο που θα μπορούσε να φέρει Ρωσία και ΝΑΤΟ σε άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση, πολύ δε περισσότερο αν ο πόλεμος διαρκέσει σε βάθος χρόνου.

Ακόμα πιο επικίνδυνη όμως φαντάζει, σύμφωνα με τους «New York Times», η προοπτική «η Ρωσία να υπολογίζει ότι η χρήση των πυρηνικών όπλων τής παρέχει είτε στρατιωτικό είτε πολιτικό πλεονέκτημα, για να διχάσει το ΝΑΤΟ και να προκαλέσει πανικό στην παγκόσμια κοινότητα». Είναι κάτι που εξετάζουν ενδελεχώς στρατιωτικοί αναλυτές, θεωρώντας πολύ πιθανή την αναδιάταξη των νατοϊκών δυνάμεων, και δη την προώθησή τους σε πρώην σοβιετικές χώρες που συνορεύουν με τη Ρωσία.

Ο διάλογος στο παρασκήνιο

Οι φόβοι για τα πυρηνικά και ο κίνδυνος σύγκρουσης ΝΑΤΟ – Ρωσίας εξαιτίας εσφαλμένων υπολογισμών αποτέλεσαν βασικό σημείο των συζητήσεων μεταξύ του αμερικανού διευθυντή της CIA, Γουίλιαμ Μπερνς, και του ρώσου ομολόγου του, Σεργκέι Ναρίσκιν, στην Αγκυρα της Τουρκίας την περασμένη εβδομάδα. Μια συνάντηση που σε επίπεδο συμβολισμών έχει τη σημασία της, με δεδομένο ότι πρόκειται για τους αρχηγούς των μυστικών υπηρεσιών των δύο μεγάλων πυρηνικών υπερδυνάμεων.

Το πού θα καταλήξουν οι προσπάθειες των διαπραγματεύσεων μένει να φανεί. Πάντως, υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι διάλογος μεταξύ των δύο πλευρών διεξάγεται στο παρασκήνιο, κυρίως προς την κατεύθυνση κατάπαυσης του πυρός, με ορίζοντα τον οριστικό τερματισμό του πολέμου, γεγονός που συμφέρει όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.

Εν τω μεταξύ η ρωσική στρατιωτική καταστροφή στην Ουκρανία επιδεινώνεται, με την απώλεια της Χερσώνας και της γύρω περιοχής να αλλάζει το πρόσωπο της σύγκρουσης. Η Χερσώνα είναι η μοναδική ουκρανική περιφερειακή πρωτεύουσα που η Ρωσία κατέλαβε από τις πρώτες ημέρες της εισβολής στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο και την οποία ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν προσάρτησε μαζί με άλλες τρεις επαρχίες στα νότια και ανατολικά, διακηρύσσοντας ότι «θα είναι ρωσικές για πάντα».

Η «δολοφονία των ελπίδων»

Και μπορεί μεν η υποχώρηση από τη Χερσώνα να ήταν ένας από τους πιο επιδέξιους ελιγμούς που έκανε ο ρωσικός στρατός, διότι κατάφερε να αποφύγει μια σφαγή αποφασίζοντας να αποσύρει τα στρατεύματά του στην ανατολική όχθη του ποταμού Δνείπερου. Αλλά, όπως σημειώνουν αναλυτές υπενθυμίζοντας τα λόγια του Γουίνστον Τσόρτσιλ μετά τη Δουνκέρκη, «οι πόλεμοι δεν κερδίζονται με εκκενώσεις».

Εν προκειμένω, αυτή δεν είναι μόνο μια τεράστια αναποδιά για το Κρεμλίνο. Είναι η τελευταία σε μια σειρά ταπεινώσεων της Ρωσίας που αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτός ο Πούτιν, κυρίως από τη ρωσική ελίτ και τους γύρω ανθρώπους του. Οι πιο φιλοπόλεμοι ρώσοι στρατιωτικοί μπλόγκερ μετέφεραν άμεσα τον θυμό τους στο Διαδίκτυο, κάνοντας λόγο για «δολοφονία των ελπίδων» και «προδοσία» που «κλόνισε την εμπιστοσύνη» στο πρόσωπο του ρώσου προέδρου.

Για τους κατοίκους της Χερσώνας, της πόλης που υποτίθεται είχε ψηφίσει να είναι μέρος της Ρωσίας στο ψευτοδημοψήφισμα που έστησε η Μόσχα τον περασμένο Σεπτέμβριο, ήταν το πιο χαρμόσυνο γεγονός εδώ και μήνες. Γιόρτασαν «σαν να ήταν Παριζιάνοι το 1944», σημειώνει ο αρθρογράφος Μαξ Μπουτ της «Washington Post», σχολιάζοντας ότι ακόμα και κατά τη διάρκεια των πιο σκοτεινών ημερών της ρωσικής κατοχής, της οποίας η πλήρης βαρβαρότητα μόλις τώρα αποκαλύπτεται, οι κάτοικοι της Χερσώνας αντιστάθηκαν σθεναρά στις προσπάθειες που κατέβαλε το Κρεμλίνο να τους μετατρέψει σε Ρώσους.

Οσο για τον Ζελένσκι που επισκέφθηκε την απελευθερωμένη πόλη, δήλωσε ότι πρόκειται για την «αρχή του τέλους του πολέμου». Θα είναι όμως έτσι; Κυρίως, η Ουκρανία θα μπορέσει να αξιοποιήσει και να κεφαλαιοποιήσει τη νίκη της αυτή; Δηλαδή να επεκτείνει τη νότια αντεπίθεσή της σε άλλες ρωσικές κατεχόμενες περιοχές, όπως στη Μαριούπολη η οποία, όπως η Χερσώνα, έπεσε σε ρωσικά χέρια από την αρχή του πολέμου;

Φράγμα Ρεπουμπικανών στη βοήθεια σε Κίεβο

Αυτό θα είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, εκτιμούν στρατιωτικοί παρατηρητές, καθώς οι ρωσικές γραμμές είναι πλέον περισσότερο συμπαγείς και πιο κοντά στις αποθήκες ανεφοδιασμού στην ίδια τη Ρωσία και την κατεχόμενη από το 2014 Χερσόνησο της Κριμαίας. Επιπλέον, ο χειμώνας που πλησιάζει είναι μια βαριά προοπτική για τους στρατιώτες του Κιέβου, ενώ οι Ουκρανοί χρειάζονται όπλα μεγαλύτερης εμβέλειας, δηλαδή περισσότερη βοήθεια από ΗΠΑ και συμμάχους.

Ωστόσο, ενώ ο Πούτιν φαίνεται ανίκανος να σπάσει το φρόνημα των Ουκρανών, έχει καταφέρει να κάμψει τη βούληση των Δυτικών αναφορικά με τη στρατιωτική αρωγή προς το Κίεβο. «Υπό τους Ρεπουμπλικανούς ούτε άλλο ένα δολάριο δεν θα πάει στην Ουκρανία» δήλωσε η Ρεπουμπλικανή «τραμπική» βουλευτής Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν. Ο ηγέτης των Ρεπουμπλικανών στην αμερικανική Βουλή Κέβιν Μακάρθι είπε ότι είναι καιρός «να τερματιστεί η λευκή επιταγή» για την Ουκρανία.

Δημοσκόπηση της «Wall Street Journal», εν τω μεταξύ, η οποία δημοσιεύθηκε πριν από μερικές ημέρες, διαπιστώνει ότι το 48% των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων πιστεύει ότι οι ΗΠΑ παρέχουν υπερβολική βοήθεια προς την Ουκρανία, όταν το ποσοστό αυτό τον περασμένο Μάρτιο ήταν μόλις στο 6%. Την ίδια ώρα, στη Γαλλία και στη Γερμανία ακούγονται παρόμοιες φωνές, αν και σε πολύ μικρότερη εμβέλεια.

Αντίθετα, όσοι στηρίζουν τη βοήθεια προς τους Ουκρανούς θεωρούν ότι οι φρικαλεότητες του πολέμου παρέχουν έναν πολύ ισχυρό ηθικό και πρακτικό λόγο για να συνεχιστεί. Οι Ουκρανοί «προσφέρουν τον εαυτό τους ως ανθρώπινη ασπίδα με τρόπους που ωφελούν τη Δύση […], έχουν υποβαθμίσει τις ένοπλες δυνάμεις της Ρωσίας, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο για ρωσική επίθεση σε χώρες της Βαλτικής και του ΝΑΤΟ» σχολιάζουν οι «New York Times».

Με έναν λόγο, λένε, η βοήθεια πρέπει να συνεχιστεί καθώς η αντίσταση των Ουκρανών οδηγεί στον μετριασμό της ρωσικής επιθετικότητας και σε έναν κόσμο περισσότερο ασφαλή. Εάν η Ρωσία ηττηθεί στην Ουκρανία, η Κίνα θα μπορούσε να το λάβει αυτό ως προειδοποίηση και είναι λιγότερο πιθανό να προχωρήσει σε μια επιθετική κίνηση στην Ταϊβάν, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο ενός κατακλυσμιαίου πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.

Η σύνοδος των G20 – Συμφώνησαν ότι διαφωνούν

Στη σημαντικότερη διεθνή συνάντηση ηγετών από την έναρξη του πολέμου, στη σύνοδο των G20 στην Ινδονησία, δεν υπήρξε ομόφωνη καταδίκη της εισβολής του Πούτιν στην Ουκρανία. Παρά το κοινό ανακοινωθέν για την ανάγκη τερματισμού των εχθροπραξιών, μεγάλες χώρες, με σημαντικότερες την Κίνα και την Ινδία, που διατηρούν σημαντικούς εμπορικούς δεσμούς με τη Μόσχα, δεν επέκριναν ρητά το Κρεμλίνο, καταδεικνύοντας τα ευρύτερα ρήγματα στην ομάδα των ισχυρών.
Υπήρξε ωστόσο σύμπνοια στο γεγονός ότι η σύγκρουση πλήττει την παγκόσμια οικονομία σε ένα περιβάλλον που έχει ήδη κλονιστεί από την πανδημία και την αύξηση των τιμών. Αλλά, όπως σημειώνει ο Ισχαάν Θαρούρ της «Washington Post», η αποφυγή ομόφωνης καταδίκης της Μόσχας ήταν μια παραδοχή αποτυχίας: «Η G20 προσέφερε το στιγμιότυπο ενός παραλυμένου διεθνούς συστήματος, ανίκανου να κινητοποιηθεί γύρω από την επίλυση μεγάλων κοινών προκλήσεων».
Δεν είναι τυχαίο ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της συνόδου δεν υπήρξε αναμνηστική φωτογραφία, με το περίεργο κλίμα που επικράτησε να επισφραγίζει η χαρακτηριστική απομόνωση του ρώσου ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ από τους δυτικούς ηγέτες. Αλλά και η στιγμή που ο τηλεοπτικός φακός «έπιασε» τον κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ να επικρίνει τον καναδό πρωθυπουργό Τζάστιν Τριντό για φερόμενη «διαρροή» των συνομιλιών τους στην κεκλεισμένων των θυρών συνάντηση που είχαν στη Σύνοδο.