«Με ζάχαρη άχνη και μέλι είχαμε φτιάξει ζαχαροζύμαρο, το βάλαμε έτσι που να το βρίσκουν εύκολα, τα… σταυρώσαμε, τ’ αφήσαμε και φύγαμε».

Καθώς μιλούμε έχοντας ανέβει στον μικρό λόφο της Ζωοδόχου Πηγής, έξω από τα Κύργια, το βλέμμα χάνεται κοιτάζοντας την καλλιεργημένη έκταση στην πεδιάδα της Δράμας. Οχι μόνον καθώς αυτή αποκτά μια ήρεμη κλίση προς τα κάτω αλλά και έτσι όπως φαίνεται να αγκαλιάζει γόνιμα και καθησυχαστικά αυτούς που τη δουλεύουν. Αγνωστο, είναι η αλήθεια, για πόσο ακόμη. Είμαστε στον Μάιο και ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό. Στον κάμπο λίγο έξω από την πρωτεύουσα του νομού η ζωή σε σχέση με τις τοπικές καλλιέργειες ζωηρεύει.

Ανεβαίνοντας προς τα πυκνά δάση της Δράμας, στα σύνορα της Ελλάδας με τη Βουλγαρία, κάναμε μια στάση λίγο πιο νότια, στα Κύργια, όπου ο Μιχάλης Φονδουλάκος, δασοπόνος και μελισσοκόμος, προθυμοποιήθηκε να μας μιλήσει σχετικά με κάτι που είχε ξεκινήσει την προηγούμενη χρονιά. Ενα πολύ ενδιαφέρον πείραμα όπου διακινδυνεύοντας μέρος από τις δικές του μέλισσες μαζί με τις κυψέλες τους τα μετέφερε όλα σε υψόμετρο 1.647 μέτρων στο φημισμένο δάσος της Ελατιάς. Και εκεί μέλισσες και κυψέλες έμειναν εντελώς μόνες τους. Από τον Δεκέμβριο έως το τέλος Μαΐου. Ηταν μια κίνηση ασυνήθιστη για μελισσοκόμο. Και το υψόμετρο, και το να μην επισκεφθεί ενδιάμεσα το μέρος έστω μια φορά. Αλλά δεν γινόταν και αλλιώς. Αφού ολόκληρη εκείνη η ορεινή περιοχή μένει σχεδόν πάντα καλυμμένη από τα χιόνια για πολλούς μήνες.

Αφού το έκαναν και οι παλιοί…

Το πείραμα ήταν στην ουσία υλοποίηση της ιδέας που είχε μια γυναίκα ερευνήτρια και με πολλά χρόνια (άρα και χιλιόμετρα) ενασχόλησης με τη μελισσοκομία. Η Σοφία Γούναρη, γεωπόνος (στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων ΕΛΓΟ Δήμητρα), έψαχνε την απάντηση στην ίσως και ρητορική ερώτηση: «Οι παλιοί στα ορεινά (και τώρα εγκαταλελειμμένα) χωριά είχαν μελίσσια. Εμείς γιατί όχι;». Και έτσι ξεκίνησε η προσπάθεια να δοκιμαστεί σε διάφορα σημεία της χώρας αν μπορούν να υπάρξουν με συστηματικό τρόπο Σταθερά Ορεινά Μελισσοκομεία, αλλά όχι ακριβώς ίδια με τα παλιά.

Τη διαφορά έκαναν τα ηλεκτροφόρα σύρματα που με ένα κόστος κάπου 300 ευρώ αποτρέπουν την αρκούδα να καταστρέψει ίσως τις κυψέλες, το «πιάτο» της κεραίας και τα παρελκόμενά του, για τη διαβίβαση των δεδομένων των σχετικών με την κυψέλη κάτω στον μελισσοκόμο και επίσης η εξελιγμένη μελισσοκομική «ζυγαριά». Ενα μηχάνημα που καταγράφει πλέον πέρα από το βάρος του μελισσοσμήνους στο εσωτερικό, τη θερμοκρασία στο εξωτερικό περιβάλλον της κυψέλης, την υγρασία και τη θερμοκρασία στο εσωτερικό. Εκεί που συγκεντρώνονται οι μέλισσες όταν δεν υπάρχουν «δουλειές» στην κυψέλη σε πολύ μικρές αποστάσεις μεταξύ τους, χωρίς να πάψουν να πετούν, δημιουργώντας τη λεγόμενη μελισσόσφαιρα.

Πόσο ψηλά, για πόσο χρόνο, ποιο το όφελος; Οι ερωτήσεις προκύπτουν εύκολα και αυθόρμητα, οι απαντήσεις χρειάζονται χρόνια έρευνας για να είναι αξιόπιστες. Προς το παρόν όμως υπάρχουν ήδη κάποια στοιχεία προς τη θετική κατεύθυνση.

Στο «πόσο ψηλά» η απάντηση είναι: οπωσδήποτε σε τόπους με πάνω από 900 μέτρα υψόμετρο. Και ο χρόνος ένας ολόκληρος χειμώνας στο βουνό. Με την υπενθύμιση πως η άνοιξη έρχεται εκεί μόλις Ιούνιο, ίσως και Ιούλιο! Και το χιόνι να μη λέει να φύγει ολοκληρωτικά ακόμη και τότε. Οσο για το όφελος, η πιο γρήγορη απάντηση είναι πως έρχεται η κλιματική αλλαγή να αλλάξει ακόμη και τη μελισσοκομία.

Τα συν και τα πλην

Πρόκειται βέβαια για ξεσηκωμό, που απαιτεί και μετακινήσεις, έξοδα καυσίμων, φόρτωμα-ξεφόρτωμα της κάθε μιας κυψέλης (που έχει αρκετό βάρος, ιδίως όταν είναι γεμάτη με το μέλι), ρίσκο και μακροχρόνια αγωνία. Αυτό το τελευταίο το έζησαν οι άνθρωποι του πειράματος καθώς οι μετρήσεις που έφθαναν κάτω από τα όργανα τα εγκατεστημένα επάνω στο βουνό έδειχναν στο τέλος Σεπτεμβρίου 0 βαθμούς Κελσίου για το περιβάλλον, 30 με 35 στο εσωτερικό, για να φθάσει να είναι στους -10 βαθμούς στο εξωτερικό λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, αλλά και στους 2 με 5 μόλις βαθμούς στο εσωτερικό. Κάτι που τους έκανε να σκεφθούν «πάει, το χάσαμε». Και όμως όχι. Στις 18 Μαρτίου με 0 βαθμούς εξωτερικά είχε αρχίσει και πάλι η δουλειά στο εσωτερικό με τις μέλισσες να ανεβάζουν εκεί τη θερμοκρασία στους 35 βαθμούς. Ετσι, στην πρώτη επίσκεψη, τον Ιούνιο πλέον, στο πανέμορφο δάσος υπήρχε ζωντανό μελίσσι να τους υποδεχθεί.

Σε τι διαφέρει λοιπόν ένα μελίσσι που τα έβγαλε πέρα μόνο του όλον τον χειμώνα από το άλλο που έμεινε «κάτω» και δεχόταν τη συχνή «περιποίηση» του μελισσοκόμου; Σε πολλά είναι η απάντηση. Οταν πέφτει πολύ η θερμοκρασία η βασίλισσα σταματάει να γεννά. Αντίστοιχα και οι εργάτριες δεν έχουν να φροντίσουν επί μήνες για τον γόνο και τη διατροφή του. Αυτό συμβάλλει στο να εμφανίζονται και οι βασίλισσες και οι υπόλοιποι κάτοικοι της κυψέλης την άνοιξη πολύ πιο ξεκούραστοι και δυνατοί. Εχοντας καταναλώσει πολύ λιγότερη ζάχαρη που επηρεάζει και το μέλι μετά. Ταυτόχρονα και πιο εγκλιματισμένοι στο τοπίο του βουνού αρχίζοντας τον Ιούνιο κατευθείαν δουλειά. Η βασίλισσα άλλωστε δεν περιμένει να ανέβει η θερμοκρασία στο βουνό για να αρχίσει να γεννάει. Ξεκινάει πιο νωρίς διότι αυτό ρυθμίζεται περισσότερο με τη φωτοπερίοδο, δηλαδή το πόσο αλλάζουν σε διάρκεια ημέρα και νύχτα. Οπως μας είπε ο συνομιλητής μας, μόνον τα ήδη εγκλιματισμένα μελίσσια είχαν απόδοση το καλοκαίρι σε μέλι. Δίνοντας ακόμη και γύρη και βασιλικό πολτό, ενώ όταν επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες στα πεδινά αυτό δεν συμβαίνει το καλοκαίρι. Κάτι που μας το επιβεβαίωσε και άλλος μελισσοκόμος που μιλήσαμε μαζί του την προηγούμενη εβδομάδα.

Ενα πολύ αισθητό κέρδος είναι επίσης πως η μισητή Βαρρόα (Varroa destructor), ένα εκτοπαράσιτο, πραγματική πληγή για την ελληνική μελισσοκομία, αντέχει πολύ λιγότερο στις χαμηλές θερμοκρασίες από ό,τι η μέλισσα, άρα το υψόμετρο και το κρύο δρουν ανακουφιστικά ως προς αυτό.

Το ίδιο και με τη νοζεμίαση. Στη μοναξιά του βουνού επίσης δεν υπάρχει η ευκολία να διαδοθούν οι ασθένειες από το μελίσσι ενός μελισσοκόμου στο μελίσσι του άλλου, όπως συμβαίνει όταν εκατοντάδες κυψέλες βρίσκονται αναγκαστικά η μία δίπλα στην άλλη και οι μέλισσες πηγαίνουν στα ίδια κλαδιά (συλλέγοντας το μελίτωμα). Επίσης ο πληθυσμός μένοντας στο εσωτερικό, στις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, σχεδόν ναρκώνεται και καταναλώνει πολύ λίγη τροφή. Ενα έως τρία κιλά ζαχαροζύμαρο φθάνουν και περισσεύουν.

Η κλιματική αλλαγή φαίνεται πως αργά ή γρήγορα θα σπρώξει τις μέλισσες στο βουνό. Ομως γιατί τότε δεν παίρνουν ήδη όλοι τα βουνά; Διότι ο μελισσοκόμος έχει να υπολογίσει και την απόδοση σε μέλι. Στην πεδιάδα υπάρχουν περιπτώσεις όπου μπορεί να βάλει τις κυψέλες του δίπλα σε έναν αγρό με βαμβάκι ή άλλα καλλιεργούμενα φυτά και να απολαμβάνουν οι μέλισσές του κοντινά και πιο ξεκούραστα πλούσια γεύματα. Τυπικά επίσης απαγορεύεται να μπαίνει σε ένα ορεινό δάσος και να τοποθετεί τις κυψέλες όπου να ‘ναι. Αν και ο μελισσοκόμος έχει συμφέρον να μην καεί ούτε ένα κλαδάκι από τα δέντρα, και αυτή η κίνηση το καλοκαίρι στα δάση μπορεί να λειτουργεί και αποτρεπτικά για κάποιους από τους εχθρούς τους.

Το τρίποντο της μελιτοέκκρισης

Το 70% περίπου της παραγωγής μελιού στην Ελλάδα οφείλεται στα μελιτώματα που βρίσκει η μέλισσα σε πεύκο, έλατο, βελανιδιά. Τα μελιτώματα είναι οι εκκρίσεις δυο κατηγοριών μελιτογόνων εντόμων. Τα έντομα αυτά προσκολλώνται στον κορμό των δέντρων και απομυζούν (χωρίς να φθάνουν να καταστρέψουν) τον λεγόμενο φυτικό χυμό καθώς αυτός με τη βοήθεια των τριχοειδών αγγείων ανεβαίνει προς το φύλλωμα. Στον φυτικό χυμό περιέχονται αμινοξέα και σάκχαρα. Από αυτά το έντομο κρατάει το άζωτο και αφήνει τα σάκχαρα με τη μορφή μιας μικροσκοπικής σταγόνας. Η μέλισσα που γνωρίζει αυτή την καλή του συνήθεια πηγαίνει και «θηλάζει» τη γλυκιά σταγόνα.

Στη μια κατηγορία ανήκουν τα μελιτοφόρα έντομα Marchalinidae και Coccidae που δίνουν μια γενιά τον χρόνο και μένουν πάντα στο ίδιο δέντρο. Στην άλλη κατηγορία ανήκουν οι Aphididae που αντίθετα δίνουν περισσότερες γενιές στον χρόνο και δεν μένουν προσκολλημένες στο ίδιο δέντρο για πάντα.

Είτε πρόκειται για μελιτοέκκριση είτε για ανθοφορία, ο μελισσοκόμος έχει λίγες ημέρες ανάλογα με το έντομο ή το φυτό για να εκμεταλλευτεί το φαινόμενο. Και πρέπει να πετυχαίνει κυριολεκτικά τρίποντο κάθε φορά. Γίνονται μεγάλες προσπάθειες με βάση τις μετεωρολογικές ενδείξεις και τις τοπικές συνθήκες για να προβλέπονται όλα αυτά, αλλά ακόμη χρειάζονται πολλά στοιχεία να μπουν σε επεξεργασία. Οπως έλεγε η κυρία Γούναρη σε μια εφετινή ομιλία της στην Ελλάδα, είμαστε αρκετά μπροστά στο θέμα αυτό αλλά η ροή των φυτικών χυμών εμφανίζει ημερήσιες και εποχικές διακυμάνσεις που θολώνουν την εικόνα. Προς το παρόν πάντως το πόσες κρύες ημέρες θα έχει ο Φεβρουάριος, κάτι που για εμάς περνάει χωρίς να του δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή, για τον μελισσοκόμο μπορεί να είναι μια πολύτιμη ένδειξη για το πότε θα ολοκληρώσει τον κύκλο του το εντομάκι που θα δώσει την πρώτη ύλη για ένα καλό μέλι.

Η αγωνία του μελισσοκόμου

Μιλώντας πριν από λίγες ημέρες ξανά με τον Μιχάλη Φονδουλάκο πήραμε και τα νέα του καιρού στην περιοχή. Δύσκολο καλοκαίρι, χωρίς βροχές, το ίδιο και το φθινόπωρο, η πεδιάδα στο κίτρινο χρώμα της ξηρασίας και οι μελισσοκόμοι να ψάχνουν με αγωνία για το πού θα πάνε τα… ζώα τους (διότι ο νομοθέτης θεωρεί τις μέλισσες ως κτηνοτροφικό ζώο). Στην Ελλάδα πλέον έχουμε ζεστή και άνυδρη άνοιξη, μακριά καλοκαίρια, χειμώνες που αρχίζουν με υψηλές θερμοκρασίες. Ας προστεθούν σε αυτά και τα άλλα δεινά της πεδιάδας, ορατά και αόρατα. Οπως το νερό των καναλιών για το πότισμα (από όπου πίνουν και οι μέλισσες) που είναι δηλητηριασμένο από τα φυτοφάρμακα (ενώ κάποτε έβρισκες και καραβίδες του γλυκού νερού εκεί) ή το ότι υπάρχει ασυνεννοησία ανάμεσα στους μελισσοκόμους και τους ιδιοκτήτες των αγρών για το πότε θα ψεκάσουν τα βαμβάκια και τον ηλίανθο, για παράδειγμα.

Οι ιδιοκτήτες των φωτοβολταϊκών τα έχουν και αυτοί με τις μέλισσες διότι η πρωινή υγρασία που με μορφή δροσοσταλίδων μαζεύεται στα χείλη των διάφανων επιφανειών τις προσελκύει, και αυτές με τη σειρά τους (χωρίς να το σκεφθούν πιο ώριμα) αφήνουν το μικρό καφετί ίχνος τους εκεί ακριβώς, αυξάνοντας το κόστος καθαρισμού των πάνελ. Και οι μέλισσες βέβαια τα έχουν με τους ιδιοκτήτες. Διότι καλύπτουν τεράστιες επισκέψιμες επιφάνειες γης έχοντας ψεκάσει κιόλας στα πέριξ διότι η γύρω βλάστηση είναι γι’ αυτούς απλά «αγριόχορτα».

Στα αόρατα ας βάλουμε και το ότι πλέον εκλείπει η βλάστηση στα όρια των αγρών. Κάποτε αυτή η βλάστηση, δέντρα και θάμνοι, ήταν ευεργετική για τη μελισσοκομία. Τώρα όμως που η καταχώριση των αγρών γίνεται και με τη βοήθεια του δορυφόρου η βλάστηση γι’ «αυτόν» που τα βλέπει από ψηλά έχει αρνητικό πρόσημο και ο αγρότης αισθάνεται ότι χάνει σε έκταση, δεν γίνεται επιλέξιμο το χωράφι του, οπότε τι κάνει; Κόβει σύρριζα και εξαφανίζει την τόσο χρήσιμη ενδιάμεση βλάστηση. Και ποιος να νοιαστεί για τέτοιες… λεπτομέρειες; Ολα λοιπόν βαίνουν συντεταγμένα κατά της μέλισσας.

Φεστιβάλ στο Στάδιο Ειρήνης και ΦιλίαςΟποιος θα βρίσκεται στην Αθήνα και τα περίχωρα στο τέλος της επόμενης εβδομάδας, από Παρασκευή 2 έως και Κυριακή 4 Δεκεμβρίου, θα έχει την ευκαιρία να επισκεφθεί το 13ο Φεστιβάλ Ελληνικού Μελιού στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, να παρακολουθήσει ομιλίες και να συναντήσει περίπου 250 έλληνες παραγωγούς μελιού.

Η αγωνία του καταναλωτή

Το μέλι είναι ένα από τα πιο δύσκολα καταναλωτικά προϊόντα να βγάλεις άκρη για το τι είναι εκεί μέσα στο βάζο. Ο άνθρωπος που απλά καταναλώνει και παίρνει κάθε τόσο και ένα βάζο μέλι από το ράφι ίσως να μη θέλει να ψάξει πιο πολύ το θέμα. Και αυτός όμως ας έχει υπόψη του τα πιο στοιχειώδη. Το πολύ φθηνό μέλι, ειδικά αυτή την εποχή που όλα έχουν ανέβει, δεν είναι ούτε τα σκυλιά να το τρώνε. Επίσης αυτό που προσφέρεται έχοντας στην ετικέτα ενδείξεις του τύπου «μέλι από χώρες εντός και εκτός ευρωπαϊκής Ενωσης» ή «Μέλι από 10(!!!) χώρες», πρέπει να γνωρίζει ο καταναλωτής ότι μπορεί αν κοιτάξει έναν… χάρτη αυτές οι ενδείξεις να τον ταξιδεύουν επικίνδυνα. Από την κοντινή μας Βουλγαρία και άλλες ανατολικές (ανεξέλεγκτες) χώρες με ύποπτα σε σχέση με τη ραδιενέργεια εδάφη μέχρι τις… απέραντες πεδιάδες της Ασίας. Οπου πολλά μπορεί να έχουν συμβεί στον δρόμο. Διότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν κενά στη νομοθεσία για το μέλι.

Εισάγονται τεράστιες ποσότητες από το προϊόν αυτό. Πόσοι γνωρίζουν πως πέρα από το απαράδεκτο για κατανάλωση «μέλι ζαχαροπλαστικής» (που όμως το κυκλοφορούν ελεύθερα), υπάρχει το «διηθημένο μέλι» με ελάχιστη περιεκτικότητα σε γύρη (χωρίς όμως ο νόμος να ορίζει πόση) και το «φιλτραρισμένο μέλι» που δεν περιέχει έστω έναν γυρεόκοκκο; Οπότε έχοντας αφαιρεθεί σκόπιμα όλοι οι γυρεόκοκκοι από αυτό το τελευταίο είναι αδύνατον να γίνει γνωστή η ακριβής προέλευσή του. Από εκεί και πέρα αυτές οι τεράστιες ποσότητες μελιού χάνονται αντί να γίνεται στενή παρακολούθησή τους και να ζητούνται εξηγήσεις για το πού χρησιμοποιήθηκαν. Και το πιο εξωφρενικό: Ο ΕΦΕΤ, που είναι για να παρακολουθεί τι γίνεται με τα τρόφιμα, δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το όπλο που λέγεται γυρεόκοκκοι για τον όποιο έλεγχο προέλευσης του μελιού διότι αυτό δεν είναι νομοθετημένο! Cui bono όπως έλεγαν και οι Λατίνοι, δηλαδή μήπως να ψάξουμε το ποιος ωφελείται διαχρονικά μάλιστα από αυτό; Το ποιος δεν ωφελείται πάντως το γνωρίζουμε ήδη. Μια φράση που θα θυμόμαστε από τη συζήτηση με τον συνομιλητή μας για το σωστό μέλι που μπορεί να δώσει ένα μελίσσι σε σωστές συνθήκες ήταν και αυτή: «Μέσα σε ένα βάζο όλο το βουνό».