Παλατιανά κάλαντα, εξιλαστήρια χοιροσφάγια και καρπάθιες ευκήσεις
Παραδόσεις του Δωδεκαημέρου από την Ελλάδα και τη Διασπορά, από τις συλλογές του Λαογραφικού Μουσείου και Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
«Αγιος Βασίλης έρχεται απέ την Καισαρεία/ Πηγαίνει στην Ιερουσαλήμ, την πόλη την αγία./ Στο δρόμο όπου πήγαινε, βρίσκει τον Ιωάννη,/ βρίσκει και το Γρηγόριο και τους εχαιρετάει.// Ωρα καλή, διδάσκαλοι, Τριάδος της Αγίας/ και του Χριστού γεννήματα και της Υπεραγίας./ Ωρα καλή Βασίλειε και πόθεν κατεβαίνεις/ κι από τι τόπον έρχεσαι και πού θε να πηγαίνεις; Ερχουμ’ απ’ την Καισάρεια κι απ’ την Καππαδοκία,/ πηγαίνω στην Ιερουσαλήμ, στην πόλη την αγία./ Θα πάγω και στη Βηθλεέμ, να δω κι εκεί τον τόπο,/ όπου γεννήθηκε ο Χριστός, κι ας κάνω τέτοιον κόπο./ Οκτώ ημέρες σήμερα που ο Χριστός γεννήθη,/ ω Αγιε Βασίλειε, να τον παρακαλέσεις/ αυτόν τον Ιησού Χριστό, στους πόδας Του να πέσεις/ …Να μας εσώσει η χάρις Του και να μας εφωτίσει/ και μέσα στον παράδεισο να μας εγκαταστήσει». Είναι τα παραδοσιακά πρωτοχρονιάτικα κάλαντα των Παλατιανών του Ωρωπού. Μικρασιάτες πρόσφυγες από τα Παλάτια του Μαρμαρά, ίδρυσαν το 1923 τα Νέα Παλάτια στον Ωρωπό, σε μια ακτή που τους θύμιζε το χωριό τους, μεταφέροντας στον νέο τόπο τα έθιμα της παλιάς ζωής τους. Κότα ήταν το χριστουγεννιάτικο φαγητό τους, κοτόπουλο βραστό, με ό,τι ζαρζαβατικά είχαν οι μπαξέδες τους, καταγράφει η Μαριέλα Ντάικου, νεαρή φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τον Απρίλιο του 2020. Στο τραπέζι της παραμονής της Πρωτοχρονιάς έπρεπε όμως να υπάρχει οπωσδήποτε ρύζι, για να έρθει ευημερία.
Εθιμα του Δωδεκαημέρου από τη Μικρασία και τη Λέσβο ως την Κάρπαθο και τη Φλόριδα διασώζονται στις πλούσιες συλλογές του Λαογραφικού Μουσείου και Αρχείου (ΛΜΑ) της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών που λειτουργεί από το 1965. Περίπου 4.000 χειρόγραφα λαογραφικού υλικού από διάφορα μέρη της Ελλάδας, από την Κύπρο και από την ελληνική διασπορά, το οποίο έχουν καταγράψει φοιτητές και φοιτήτριες Λαογραφίας, τεκμηριώνουν την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτισμού από τη δεκαετία του 1960 και μετά θησαυρίζοντας λαϊκές πρακτικές με μακρά και ποικίλη καταγωγή.
Ποδαρικό στην Ερεσό
Στην Ερεσό της Λέσβου όταν πλησίαζε η Πρωτοχρονιά η μάνα πρόσταζε τις κόρες της: «Να πας να φερς το αμίλητο το νερό» και «Εσύ να πας να κόψεις μιαν ελιά». Μια πέτρα σκούρα πράσινη, κλαδί ελιάς, ρόδι, βαμβάκι κι ένα κομμάτι σίδερο ήταν τα απαραίτητα για να στηθεί το ποδαρικό. Την παραμονή, οι ανύπαντρες κοπέλες έτρωγαν αλμυρά εδέσματα, «παστό, κολιό, σαρδέλα, ό,τι ήτανε αλμυρό για να φας και να κοιμηθείς και να διψάσεις». Κι αν ονειρεύονταν ότι ένα παλικάρι τους έφερνε στον ύπνο τους νερό, ήταν σημαδιακό ότι αυτόν θα πάρουν άντρα. Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, μετά την εκκλησία, γινόταν το ποδαρικό. Στην καταγραφή της Ιωάννας Μουρά γυναίκες της Λέσβου αφηγούνται: «Αμα γυρίζαμε από την εκκλησία ο μπαμπάς έκανε το ποδαρικό, έξω από την πόρτα, πριν μπούμε στο σπίτι. Εριχνε νερό κι έλεγε: «Οσο βαστάει η ελιά τα φύλλα να βαστάει τον νοικοκύρη. Σαν το βαμβάκι να είναι ελαφρύς ο χρόνος. Οπως τρέχει το νερό να τρέχει το καλό»». Μέσα στο σπίτι πια, το ποδαρικό συνεχιζόταν: «Οσο βαρύ είναι το σίδερο να είναι και η τσέπη του νοικοκύρη». Ο νοικοκύρης έσπαγε το ρόδι: «Να είναι το σπίτι γεμάτο καλά πράγματα». Υστερα η οικογένεια καθόταν στο τραπέζι και έτρωγε και έπειτα άρχιζε τις επισκέψεις στα σπίτια. «Την Πρωτοχρονιά όλα τα σπίτια γιορτάζανε, ήταν ανοιχτά, στρώνανε απάνω μικρά πιατάκια και βάζανε αμύγδαλα, κεφτεδάκια, ψωμάκι, όλα πολύ μικρά κομμένα».
Γλέντια και ευκήσεις στην Κάρπαθο
Στην Ολυμπο της Καρπάθου, οι επισκέψεις στα σπίτια στη διάρκεια του Δωδεκαημέρου έχουν τον χαρακτήρα της «εύκησης», ενός ιδιαίτερου γλεντιού για τον εορτασμό του ονόματος του νοικοκύρη του σπιτιού ή του ενήλικου γιου της οικογένειας. Οι αντροπαρέες συγκεντρώνονται την ημέρα της γιορτής στο καφενείο, ξεκινούν το γλέντι και τις ευχές στους εορτάζοντες και το απόγευμα, συνοδεία οργάνων, διασχίζουν το χωριό και επισκέπτονται τα σπίτια εορταζόντων σε ένα αέναο γλέντι. Σε κάθε σπίτι, τρώνε και πίνουν, τραγουδούν ευχετήριες μαντινάδες στον νοικοκύρη και επαινούν τη νοικοκυρά για το σπιτικό και τη μαγειρική της. Η Ευμορφία Ι. Διακογεωργίου καταγράφει το έθιμο και την πατινάδα των γλεντιστάδων: «Δεν τρα(γ)ου(δ)ούν στ’ ανήφορο μα γω θα τρα(γ)ου(δ)ήσω/ γιατί αυτή τη γειτονιά θέλω να την ξυπνήσω./ Μες στα γλυκοχαράματα και στης αυγής τ’ αγιάζι/ επισκεπτόμαστε και μεις το σπίτι που γιορτάζει». Στις κοινότητες των Καρπάθιων της Διασποράς, όπου το έθιμο διατηρείται, η εύκηση είναι μια ευκαιρία να ανταμώνουν στα σπίτια συγχωριανών τους και να γιορτάζουν ενισχύοντας τους δεσμούς μεταξύ τους και τονώνοντας το αίσθημα της κοινής καταγωγής.
Τα χοιροσφάγια των Χριστουγέννων
Η κότα ήταν συνηθισμένο φαγητό των Χριστουγέννων σε πολλές περιοχές της ελληνικής υπαίθρου, μια και όλοι είχαν κότες, όπως επίσης και ο χοίρος, μια και είναι ένα οικόσιτο ζώο εύκολο στη συντήρησή του. Η σφαγή του γουρουνιού, τα χοιροσφάγια, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έθιμα των Χριστουγέννων που κατάγεται από εξιλαστήριες τελετές και καθαρτήριες θυσίες της αρχαιότητας. Η Ιωάννα Γαλιώτου καταγράφει το έθιμο των χοιροσφαγίων στη Βυτίνα με τα λόγια του ντόπιου Βασίλειου Σκαρπέλου: «Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, τα συγγενικά σπίτια συνεννοούνταν για το πότε θα σφάξουν τα γουρούνια. Από νωρίς το πρωί, η μάνα έβαζε το λεβέτι με νερό στη φωτιά και μπόλικα λιανόξυλα από κάτω, έβγαζε και την πλάντρα από το κατώι στην αυλή. Οταν άρχιζε να κοχλάζει το νερό, έρχονταν οι άντρες με τα μαχαίρια στο χέρι. Με σκοινί του δένανε τα πόδια, για να μην τους πάρει μπροστά και γυρνάει στο χωριό μισοσφαγμένο και γίνουνε ρεζίλι. Μέσα σε ένα ταψί, έβαζαν τον καρύτζαβλο (λαρύγγι) και το συκώτι. Μετά, σε ένα κεραμίδι, με κάρβουνο και λιβάνι, λιβάνιζαν το σφάγιο, και στο στόμα του έβαζαν ένα λεμόνι. «Καλοφάγωτο, και του χρόνου μεγαλύτερο» ακούγονταν οι ευχές. Κυλάνε το γουρούνι πάνω στην πλάντρα μπρούμυτα. Στο τζάκι του σπιτιού, που έκαιγε, η μάνα ετοίμαζε στο τηγάνι τον μεζέ για τους σφάχτες. Μόλις τελείωνε το μάδημα του γουρουνιού, άρχιζε το ξεκοίλιασμα. Η νοικοκυρά παίρνει σε ταψί πατσιές και άντερα, και τα παιδιά περιμένουν με αγωνία τη φούσκα. Την πήγαιναν στο σταχτοφούρνι, τη στάχτωναν, την έτριβαν και τη φούσκωναν με χαρά. Τύφλα να ‘χουν τα μπαλόνια. Παιχνίδι μέχρι να νυχτώσει στην πλατεία. Μετά, το γουρούνι κάτασπρο, με το λεμόνι στο στόμα, κρεμόταν στο πατερό. Υστερα, άλεθαν σιτάρι με υπομονή στις δυο μυλόπετρες, για να φτιάξουν την οματιά. Μοσχομύριζε ο τόπος από τη γέμιση για το άντερο του γουρουνιού, σπασμένο σιτάρι, πορτοκαλόφλουδες, μπαχαρικά, και ψιλοκομμένο κρέας. Το έβαζαν σε ταψί και το έψηναν στον φούρνο».
Θεοφάνια στο Τάρπον Σπρινγκς της Φλόριδας
Δωδεκανήσιοι από την Κάλυμνο, τη Σύμη και τη Χάλκη, αλλά και νησιώτες από την Αίγινα και την Υδρα, πρωτοπήγαν στο Τάρπον Σπρινγκς της Φλόριδας των ΗΠΑ το 1905, προσκεκλημένοι τοπικού επιχειρηματία, για να εργαστούν στην αλιεία των άφθονων σφουγγαριών του Κόλπου του Μεξικού. Χάρη στους έμπειρους έλληνες σφουγγαράδες το Τάρπον Σπρινγκς ήκμασε ως εμπορικό κέντρο του σπόγγου μέχρι τη δεκαετία του 1940 και η ελληνική κοινότητα παραμένει ισχυρή στην πόλη. Ο αγιασμός των υδάτων τα Θεοφάνια – η απομάκρυνση των δαιμόνων και των κινδύνων της θάλασσας -, μια σημαντική θρησκευτική τελετή για την ελληνική ναυτική παράδοση, εξελίχθηκε στην πάροδο των χρόνων σε εντυπωσιακό εορτασμό που προσελκύει πλήθη επισκεπτών δίνοντας στην πόλη το προσωνύμιο «Πόλη των Θεοφανίων». Το ενδιαφέρον θρησκευτικό αλλά και λαϊκό δρώμενο κατέγραψε το 2016 η Βασιλική Χρυσανθοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια Κοινωνικής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών: «Από τις 5 Ιανουαρίου χιλιάδες άνθρωποι συρρέουν στη μικρή αυτή πόλη στον Κόλπο του Μεξικού, διπλασιάζοντας σχεδόν τον πληθυσμό της, για να παρακολουθήσουν τις τελετουργίες που συνδέονται με τον αγιασμό των καϊκιών και των υδάτων. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολουθούν τη λιτάνευση της εικόνας της βάπτισης του Χριστού και το βούτηγμα δεκάδων εφήβων στα παγωμένα νερά της θαλάσσιας λίμνης Σπρινγκ Μπαγιού για να πιάσουν τον σταυρό και να τον παραδώσουν στον Αρχιεπίσκοπο της Αμερικής, που έρχεται στην πόλη κάθε χρόνο για να συνεορτάσει εκεί τα Θεοφάνια. […] Παρούσα είναι η λευκοντυμένη «περιστεροφόρα», μια νεαρή κοπέλα, μέλος της βυζαντινής χορωδίας της εκκλησίας, από οικογένεια με ενεργό ρόλο στη ζωή της ενορίας και καλού ήθους η ίδια… Ακολουθούν οι έφηβοι δύτες, ξυπόλυτοι και ντυμένοι ομοιόμορφα με σκούρα κοντά παντελόνια και λευκές φανέλες με το λογότυπο και τη χρονολογία των Θεοφανίων…». Αργότερα οι έφηβοι δύτες μεταφέρουν τον σταυρό σε δίσκο στολισμένο με βασιλικό σε σπίτια και καταστήματα ψάλλοντας το τροπάριο των Θεοφανίων, στο τελευταίο στάδιο μιας τελετής μύησης στη ναυτική αλλά και στη θρησκευτική και πολιτισμική παράδοση της κοινότητας.

