«Οταν γίνεται πόλεμος, πρέπει να είσαι έτοιμος να πολεμήσεις»
Ο διεθνούς φήμης πιανίστας και καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών μιλάει για τα 30 χρόνια από την ίδρυση του οργανισμού, για τη δυσχερή εποχή της πανδημίας και για το παρόν και το μέλλον της κλασικής μουσικής
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
ση ώρα διήρκεσε η συνάντησή μας με τον Γιάννη Βακαρέλη στο κινητό τηλέφωνό του έφταναν e-mails και μηνύματα από ατζέντηδες και σημαντικούς καλλιτέχνες που συζητούσαν τις εμφανίσεις τους στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Ακόμα και αυτή τη ρευστή περίοδο που οι ακυρωμένες εκδηλώσεις είναι περισσότερες από εκείνες που πραγματοποιούνται, ο διεθνούς φήμης πιανίστας και καλλιτεχνικός διευθυντής του οργανισμού δουλεύει πυρετωδώς ετοιμάζοντας το πρόγραμμα της περιόδου 2021-2022. Με την ελπίδα, αυτή τη φορά να καταφέρει να το πραγματοποιήσει, χωρίς τα προβλήματα που προκάλεσε η πανδημία, αλλά και «έτοιμος, έτοιμοι, να αντιμετωπίσουμε κάθε νέα ανατροπή. Η περίοδος που διανύσαμε ήταν δύσκολη αλλά ήταν και μεγάλο σχολείο για εμάς, οπότε προχωράμε πιο σοφοί και με την καλύτερη δυνατή οργάνωση».Προχωρούν και γιορτάζουν τα 30 χρόνια λειτουργίας του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών με μια μεγάλη συναυλία, από τις σημαντικότερες που θα δοθούν στη χώρα μας τους προσεχείς μήνες: Αν όλα πάνε καλά, στις 14 Ιουνίου, στο Ηρώδειο, ο σπουδαίος Ζούμπιν Μέτα θα διευθύνει την Ορχήστρα του Μουσικού Φλωρεντινού Μαΐου σε έργα Μπραμς, με τον Πίνχας Ζούκερμαν στο βιολί.
Πώς όμως αποφασίστηκε η εορταστική συναυλία για τα 30 χρόνια του Μεγάρου να δοθεί στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, και όχι σε κάποια δική σας αίθουσα;
«Πρόκειται για την πρώτη συνεργασία μας με το Φεστιβάλ Αθηνών. Σκεφθήκαμε πως θα είναι ωραίο το Μέγαρο να έχει μια παρουσία κάθε χρόνο στο Φεστιβάλ και το Φεστιβάλ να μπορεί να χρησιμοποιεί για τις εκδηλώσεις του κάποιες αίθουσες του Μεγάρου, και προχωρήσαμε στις απαραίτητες συνεννοήσεις. Μια συναυλία τόσο σημαντική όσο αυτή της Ορχήστρας του Μουσικού Φλωρεντινού Μαΐου με τον Ζούμπιν Μέτα είναι ό,τι καλύτερο για την έναρξη της συνεργασίας μας, και το Ηρώδειο είναι ο ιδανικός χώρος για να τη φιλοξενήσει».
Ηταν έκπληξη η συμμετοχή του 85χρονου σήμερα μαέστρου!
«Πράγματι, για πολύ κόσμο ήταν έκπληξη. Ωστόσο εγώ έχω παίξει μαζί του, όπως έχω παίξει και με αυτή την ορχήστρα. Οπότε η επαφή υπήρχε. Η δυσκολία ήταν άλλη. Το Φεστιβάλ για λόγους προγραμματισμού μάς είχε δώσει αυστηρά και μόνο μία ημερομηνία. Οταν συνδιαλέγεσαι με μεγάλα ονόματα, τέτοιοι περιορισμοί κάνουν ακόμα πιο δύσκολη τη διαδικασία. Και εδώ δεν μιλάμε μόνο για τον μαέστρο, μιλάμε για τον συντονισμό, για τη μετακίνηση μιας ολόκληρης ορχήστρας. Ευτυχώς τα καταφέραμε, ήταν διαθέσιμος και ο Μέτα… Η δε ορχήστρα θα έρθει με τσάρτερ, γιατί αμέσως μετά θα πρέπει να επιστρέψει στη Φλωρεντία όπου έχει συναυλία. Είμαι πάντως εξαιρετικά ευτυχής επειδή θεωρώ πως αυτή η συναυλία συνεχίζει τις παλαιότερες, τις αρχικές μεγάλες δράσεις του Μεγάρου. Ελπίζω να πάνε όλα καλά».
Αυτό είναι το ζητούμενο; Η προσπάθεια να ξαναγίνει το Μέγαρο εκείνο που ήταν επί Χρήστου Λαμπράκη;
«Θα θυμηθώ την καταπληκτική ιδέα που είχε ο Χρήστος Λαμπράκης για τη Μικρή Επίδαυρο. Οταν ξεκίνησε το εκεί Φεστιβάλ, ακόμα και η ταξιθεσία ήταν οργανωμένη από το Μέγαρο. Θα θυμηθώ τα εκπαιδευτικά προγράμματα, τις εκπαιδευτικές συναυλίες που διοργάνωνε το Μέγαρο στέλνοντας την Καμεράτα παντού στην Ελλάδα. Θα θυμηθώ και τις περιοδείες που διοργάνωνε για εμάς, τους σολίστες – παραδείγματος χάρη, ο Λεωνίδας Καβάκος κι εγώ είχαμε παίξει στον Βόλο, στην Πάτρα… Με την εορταστική συναυλία του Μεγάρου στο Ηρώδειο αισθάνομαι πως επιστρέφουμε στο όραμα που υπήρχε».
Οπότε ο στόχος είναι το Μέγαρο να βγει έξω από το Μέγαρο.
«Κάπως έτσι. Να βγει και έξω από το Μέγαρο. Να απευθυνθεί σε ένα ευρύ κοινό ως το Μέγαρο όλης της Ελλάδας. Η παρουσία του στο Ηρώδειο στον εορτασμό των 30 χρόνων του, και ειδικά αυτή την περίοδο που διανύουμε, μια περίοδο τόσο δύσκολη για τους καλλιτέχνες, έχει ιδιαίτερο συμβολικό χαρακτήρα».
Στο μεταξύ, αναγκαστήκατε να ακυρώσετε πάρα πολλές εκδηλώσεις. Μερικές έγιναν διαδικτυακά, άλλες μετατέθηκαν για το μέλλον. Θα πρέπει να ήταν σκληρό για εσάς. Η πανδημία σάς βρήκε τη στιγμή που ξεκινούσατε να πραγματοποιήσετε το πρόγραμμά σας.
«Ηταν απογοητευτικό. Ξεκινάς να κάνεις κάτι με χαρά, βάζεις τον καλύτερο εαυτό σου, όλη σου την αγάπη, και τη στιγμή που περιμένεις να το δεις να πραγματοποιείται, έρχεται κάτι και το σβήνει. Ωστόσο τα προβλήματα, οι κακοτυχίες, είναι μέρος της ζωής. Προσπαθούμε να τις διαχειριστούμε και συνεχίζουμε».
Η κατάσταση είναι ακόμη ρευστή. Ποιο είναι το πλάνο για το μέλλον;
«Θα σας εξηγήσω πρώτα τι κάναμε. Τότε, όταν ξέσπασε η πανδημία, κύριο μέλημά μας ήταν να πραγματοποιηθεί τουλάχιστον το πρόγραμμα στο οποίο συμμετείχαν οι έλληνες καλλιτέχνες. Η λύση του Διαδικτύου ήταν μονόδρομος. Η αναμετάδοση των συναυλιών βοήθησε τους καλλιτέχνες που εισέπραξαν τις αμοιβές τους (γιατί δεν είναι λίγοι οι συνάδελφοι που βρέθηκαν σε τραγική οικονομική κατάσταση) αλλά βοήθησε και το Μέγαρο να υπάρχει. Τώρα συνεχίζουμε με κάποιες νέες παραγωγές αλλά και επαναπρογραμματίζοντας αρκετές εκδηλώσεις που είχαν αναβληθεί. Εχει φτιαχτεί ένας πυκνός και αρκετά ενδιαφέρων, θέλω να πιστεύω, προγραμματισμός για το 2021-2022».
Είστε αισιόδοξος; Θεωρείτε πως θα μπορέσετε να τον πραγματοποιήσετε;
«Είμαι αισιόδοξος, αλλά πατάω και τα πόδια μου στη γη. Ευχή μου, πέρα από το τέλος της πανδημίας, είναι να μας δοθεί η δυνατότητα να υποδεχθούμε όσο γίνεται περισσότερο κόσμο. Να μπορέσουμε, ας πούμε, δεδομένων των μέτρων που ισχύουν και που πιθανώς θα ισχύουν τροποποιημένα ανάλογα με τις ανάγκες κάθε εποχής, να παίξουμε μπροστά στο τουλάχιστον 50% της χωρητικότητας των αιθουσών μας, για αρχή, και στη συνέχεια το ποσοστό να αυξάνεται. Είμαι πολύ αισιόδοξος με το θέμα του εμβολιασμού, πιστεύω πως αν προχωρήσει θα βοηθήσει πολύ την κατάσταση».
Και αν η πανδημία δεν υποχωρήσει; Αν αναγκαστείτε να συνεχίσετε να λειτουργείτε όπως λειτουργήσατε εφέτος, δηλαδή μέσω Διαδικτύου; Είστε έτοιμος για αυτό το ενδεχόμενο;
«Προετοιμαζόμαστε για όλα τα ενδεχόμενα. Μεταξύ άλλων θα προχωρήσουμε στη μαγνητοσκόπηση, με όσο πιο προηγμένα συστήματα μπορούμε να έχουμε, παραστάσεων και συναυλιών, ώστε να μπορούν να προσφέρονται μέσω Internet, να τις παρακολουθεί το κοινό σε όλη την Ελλάδα, ακόμα και στο εξωτερικό. Η πανδημία μάς ανάγκασε να χρησιμοποιήσουμε το Διαδίκτυο όπως δεν το είχαμε χρησιμοποιήσει ποτέ. Μας αιφνιδίασε, δεν ήμασταν έτοιμοι, κάναμε όμως ό,τι μπορούσαμε. Τώρα είναι ευκαιρία να εξελίξουμε εκείνο που ξεκινήσαμε, την και από Διαδικτύου λειτουργία μας. Αυτό και θα μας πάει μπροστά και θα μας επιτρέψει να συνεχίσουμε, έστω με άλλους όρους, σε περίπτωση που τα πράγματα δεν θα πάνε τόσο καλά όσο θα θέλαμε. Οταν γίνεται πόλεμος, πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για να πολεμήσεις, πολύ απλά».
Λόγω της διεθνούς καριέρας σας, έχετε επαφή με σημαντικούς καλλιτέχνες στο εξωτερικό, αρκετοί εκ των οποίων είναι και φίλοι σας. Τι μηνύματα πήρατε από όλους αυτούς κατά την περίοδο των lockdowns;
«Oλοι οι συνάδελφοί μου έζησαν μια τεράστια δυστυχία! Δεν αναφέρομαι μόνο στο οικονομικό θέμα, γιατί υπήρξαν και καλλιτέχνες που δεν είχαν οικονομικό πρόβλημα. Αναφέρομαι κυρίως στην ανάγκη του καλλιτέχνη να επικοινωνεί με το κοινό του. Μου έλεγαν οι φίλοι «είμαστε κλεισμένοι στα σπίτια μας και μελετάμε». H μελέτη εκτός από απαραίτητη είναι και απολαυστική, όταν αγαπάς εκείνο που κάνεις. Eπειτα όμως θέλεις να βγεις μπροστά στο κοινό και να παρουσιάσεις τα αποτελέσματα της μελέτης σου. Το να διαβάζεις μόνο και μόνο για τη δική σου ευχαρίστηση και για τη δική σου εξέλιξη, χωρίς άλλον στόχο – όπου ο κύριος στόχος, θα επαναλάβω, είναι η παρουσίαση της δουλειάς σου μπροστά σε κοινό – μπορεί να γίνει βασανιστικό. Σε βαραίνει ψυχολογικά».
Ενίοτε στη συνείδηση του κόσμου ο καλλιτέχνης είναι λίγο φευγάτος, ένα υπερβατικό πλάσμα που ζει σε μια δική του πραγματικότητα… Εσείς, όπως έχετε αποδείξει και με τη μακρόχρονη θητεία σας στο Φεστιβάλ Ναυπλίου, λειτουργήσατε και λειτουργείτε εκτός από καλλιτέχνης και ως μάνατζερ που πρέπει να είναι απόλυτα οργανωμένος και να οργανώνει και τους άλλους. Πώς συνδυάζονται αυτές οι δύο πλευρές;
«Eχει να κάνει και με τις συμπτώσεις της ζωής, οι οποίες συχνά σού αποκαλύπτουν πράγματα για τον ίδιο σου τον εαυτό που μπορεί να μην τα φανταζόσουν. Το Ναύπλιο, ας πούμε, έγινε σχεδόν συμπτωματικά. Μου άρεσε ως πόλη, σκέφθηκα τις αντιστοιχίες του με πόλεις της Ιταλίας και της Γαλλίας όπου είχα παίξει, είδα πως θα μπορούσε και αυτό να αποτελέσει θαυμάσιο σκηνικό για συναυλίες… Βρέθηκα, σε συνεργασία με τους τοπικούς παράγοντες, να διοργανώνω ένα μικρό φεστιβάλ. Είδα πως μπορώ. Το Μέγαρο είναι πολύ διαφορετικό, πιο δύσκολο. Με το Φεστιβάλ Ναυπλίου ασχολιόμουν μερικές ημέρες μέσα στον χρόνο, με το Μέγαρο δεν μου φτάνει ποτέ ο χρόνος, οι εκκρεμότητες και οι υποχρεώσεις δεν τελειώνουν ποτέ. Ακόμα και έτσι όμως μου αρέσει. Γιατί είναι δημιουργικό».
Ποια είναι η σχέση σας με τη διδασκαλία;
«Είναι κάτι που το λατρεύω! Μου αρέσει να συναντώ αυτά τα νέα παιδιά που ενώ βλέπεις πως έχουν ταλέντο διαπιστώνεις πως έχουν πάρει έναν ελαφρώς, ας πούμε, στραβό δρόμο. Είναι μεγάλη ικανοποίηση να τα βοηθάς να μπαίνουν στον σωστό δρόμο, να τα μαθαίνεις να πειθαρχούν, να εργάζονται σωστά, να τους δίνεις τις τεχνικές βάσεις. Τότε αυτά τα ταλαντούχα παιδιά μπορούν να φέρουν θεαματικά αποτελέσματα».
Η γνώμη σας για τη σύγχρονη πιανιστική σκηνή; Διάβαζα πρόσφατα σε ένα ξένο έντυπο πως το επίπεδο είναι πολύ υψηλό. Συμφωνείτε;
«Ω ναι! Είναι πολύ υψηλό το επίπεδο. Δεν αναφέρομαι μόνο στους νέους πιανίστες, αλλά και στους νέους βιολονίστες, τους λυρικούς τραγουδιστές, τους μαέστρους. Υπάρχουν εξαιρετικοί καλλιτέχνες, και, σας διαβεβαιώνω, δεν είναι λίγοι! Να σας πω όμως και έναν ενδοιασμό που έχω: Ως προς την ποσότητα, κανένα πρόβλημα. Πολλοί διαθέτουν την αξιοθαύμαστη τεχνική αρτιότητα που τους επιτρέπει να κάνουν σχεδόν τα πάντα. Παίζουν τα πιο δύσκολα έργα και εύκολα γοητεύουν και εντυπωσιάζουν το κοινό. Ωστόσο, όσο απαραίτητη και αν είναι η τεχνική, η τέχνη απαιτεί και μια πιο πνευματική προσέγγιση. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε… Σε αυτό το θέμα αρκετοί νέοι καλλιτέχνες κατά κάποιον τρόπο υστερούν. Και χάνουν έτσι την ουσία, που δεν είναι ο εντυπωσιασμός, είναι αυτή η βαθιά εσωτερική διαδικασία, η συγκίνηση του ερμηνευτή που είναι τόσο ειλικρινής και ισχυρή ώστε μεταφέρεται και στο κοινό».
Τι φταίει για αυτή την, ας την πούμε, πιο επιφανειακή προσέγγιση;
«Σε μεγάλο βαθμό η εποχή μας. Ο απίστευτα γρήγορος τρόπος με τον οποίο γίνονται όλα, ο οποίος δεν σου αφήνει το χρόνο να ωριμάσεις. Ειδικά όταν μπαίνεις στη διαδικασία της διεθνούς σταδιοδρομίας τρέχεις ακατάπαυστα. Πάντα ήταν δύσκολη αυτή η αγορά, τώρα είναι ακόμα πιο δύσκολη γιατίόλα σού υπόσχονται πως μπορείς να γίνεις το νούμερο ένα στο λεπτό. Δεν έχεις τον χρόνο να ωριμάσεις. Συνηθίζεις στο «δεν χρειάζεται και πολύ ψάξιμο», νοοτροπία που δεν είναι καλή για τον καλλιτέχνη. Την ίδια στιγμή σε περιμένει στη γωνία ο ανταγωνιστής (γιατί η προσφορά είναι τεράστια), που μπορεί να είναι και πιο ταλαντούχος και πιο όμορφος (γιατί και αυτό παίζει ρόλο την εποχή του lifestyle) από εσένα. Ολα γίνονται σχεδόν βιομηχανικά. Αυτό δεν βοηθά την τέχνη».
Για να κλείσουμε με το Μέγαρο Μουσικής, τι θα λέγατε στο κοινό για να το προσκαλέσετε σε κάποια από τις εκδηλώσεις του;
«Θα του έλεγα πως το Μέγαρο είναι εδώ. Πως τριάντα χρόνια από την ίδρυσή του προσπαθεί να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη του κόσμου, που για διάφορους λόγους είχε λίγο χαθεί. Βεβαίως, αλλιώς λειτουργούσε την περίοδο που ήταν μονοπώλιο, την περίοδο που οι γενναιόδωρες χορηγίες ήταν πιο εύκολες, και αλλιώς σήμερα που υπάρχουν ισχυροί και καθόλα αξιόλογοι ανταγωνιστές και που δίνουμε καθημερινά αγώνες για να εξασφαλίσουμε τα κεφάλαια που θα μας επιτρέψουν να πραγματοποιήσουμε όσα σχεδιάζουμε. Ωστόσο το Μέγαρο είναι πάντα εδώ, με σεβασμό προς το κοινό και προς τους καλλιτέχνες του, διατηρώντας υψηλό το επίπεδο των παραγωγών του. Τριάντα χρόνια μετά συνεχίζουμε με πίστη, καλή διάθεση και αισιοδοξία το ταξίδι».

