Οπλο το ρούβλι στον οικονομικό πόλεμο του Πούτιν
Ο ρώσος πρόεδρος προβάλλοντας τα ευνοϊκά στοιχεία και προσπερνώντας τα αρνητικά μίλησε για «ανθεκτικότητα» της ρωσικής οικονομίας και «ομαλοποίηση» της εσωτερικής κατανάλωσης
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Δεν μιλά συχνά για τα οικονομικά ο Βλαντίμιρ Πούτιν, αλλά λόγω των συνθηκών τη Δευτέρα το έπραξε. Για να πανηγυρίσει, βέβαια! Για να αναλύσει οικονομικά στοιχεία και συγκυρίες από το εξωτερικό και το εσωτερικό της χώρας και να διακηρύξει πανηγυρικώς ότι (δήθεν) η κατάσταση στη ρωσική οικονομία ομαλοποιείται.
Η εξωτερική εξέλιξη στην οποία στάθηκε ο ρώσος πρόεδρος είναι η ανάκαμψη της ισοτιμίας του ρουβλίου έναντι των άλλων νομισμάτων και δη του δολαρίου στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος. Οι εσωτερικές συγκυρίες αφορούν την κατανάλωση.
Θα παρατηρούσε κανείς ότι όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις, ακόμα και σε δημοκρατικά καθεστώτα, ερμηνεύουν επιλεκτικά και κατά το δοκούν τις οικονομικές συγκυρίες, προβάλλοντας τα ευνοϊκά στοιχεία και προσπερνώντας τα αρνητικά.
Πολεμική «κανονικότητα»
Αλλά θα ήταν ακραία κωμικό, αν δεν ήταν βαθιά τραγικό, να πανηγυρίζει κάποιος για την πτώση της κατανάλωσης και την αποκλιμάκωση των τιμών των αγαθών δύο μήνες έπειτα από τις αγορές πανικού που έκαναν οι πολίτες μιας χώρας που ξεκινά έναν πόλεμο. Κωμικοτραγική είναι και η χρονική συγκυρία των πανηγυρισμών για «ομαλοποίηση της αγοράς» που έκανε ο Πούτιν μία ημέρα μετά τις απειλές που εκτόξευσε ο υπουργός Eξωτερικών του προς τη Δύση για τη χρήση… πυρηνικών όπλων.
Εν προκειμένω, ο Πούτιν προσπάθησε την περασμένη Δευτέρα να ανεβάσει το ηθικό των ρώσων πολιτών διαβεβαιώνοντάς τους ότι η χώρα βρίσκεται σε «τροχιά σταθεροποίησης» έπειτα από το πλήγμα που υπέστη εξαιτίας των κυρώσεων που της επέβαλε η Δύση μετά την «εκδήλωση της στρατιωτικής επιχείρησης» στην Ουκρανία.
Ο πληθωρισμός
και η «ανθεκτικότητα»
«Ο πληθωρισμός έχει αποκλιμακωθεί, η άνοδος των τιμών σε εβδομαδιαία βάση έχει επιστρέψει στα κανονικά επίπεδα και σε έναν αριθμό προϊόντων οι τιμές έχουν ήδη αρχίσει να υποχωρούν» δήλωσε ο Βλαντίμιρ Πούτιν σε κυβερνητική συνάντηση με αντικείμενο την οικονομία.
Ο πρόεδρος μίλησε για «ανθεκτικότητα» της ρωσικής οικονομίας, την οποία απέδωσε σε δύο παράγοντες. Πρώτον, στην «ευρωστία» του ρουβλίου, το οποίο έχει ανακάμψει το τελευταίο χρονικό διάστημα, «με την ισοτιμία του να επιστρέφει σχεδόν στα προ κρίσεως επίπεδα». Δεύτερον, στη «ζήτηση από τους καταναλωτές», η οποία έχει υποχωρήσει από το «ανώτατο επίπεδο που είχε φθάσει στα τέλη Φεβρουαρίου και αρχές Μαρτίου».
Βουτιά 40% και μετά στον αφρό
Ο Πούτιν αναφέρθηκε δηλαδή στο πρώτο διάστημα μετά τις 24 Φεβρουαρίου που εκδηλώθηκε η εισβολή και οι ρώσοι πολίτες άδειαζαν πανικόβλητοι τα ράφια των καταστημάτων φοβούμενοι ελλείψεις βασικών αγαθών και εκτίναξη των τιμών των εισαγόμενων προϊόντων λόγω κατάρρευσης του εθνικού τους νομίσματος.
Προφανώς, δύο μήνες μετά οι αγορές πανικού περιορίστηκαν, αφού γέμισαν με μακαρόνια και χαρτιά υγείας τα ράφια στις κουζίνες των ρωσικών νοικοκυριών και άδειασαν τα πορτοφόλια των καταναλωτών.
Σε ό,τι αφορά την ισοτιμία του ρουβλίου έναντι του δολαρίου, πάντως, η αλήθεια είναι ότι έχει αποκατασταθεί και με το παραπάνω σε προπολεμικά επίπεδα.
Το ρωσικό νόμισμα ανέκαμψε από τη βουτιά της τάξεως του 40% που είχε κάνει έναντι του αμερικανικού χάρη στις θεαματικές αυξήσεις των επιτοκίων που έκανε η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας, στον έλεγχο των κεφαλαίων που εφάρμοσε η Μόσχα και στα αυξημένα έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου, που ήταν το μοναδικό μεν αλλά ισχυρότατο στήριγμα της ρωσικής οικονομίας στο σύνολό της.
Παρεμπιπτόντως, στο θέμα των επιτοκίων ο Πούτιν ακολούθησε την εκ διαμέτρου αντίθετη τακτική από εκείνη του φίλου του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα
Η ισοτιμία του ρωσικού νομίσματος την 24η Φεβρουαρίου, που ξεκίνησε ο πόλεμος, από τα 81,3 ρούβλια ανά δολάριο που βρισκόταν βυθίστηκε έως τα 135,8 ρούβλια στις 10 Μαρτίου. Τη Δευτέρα του Πάσχα, που έκανε τις δηλώσεις ο Πούτιν, είχε ανακάμψει στα 74,2 ρούβλια ανά δολάριο, φθάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα έναντι του αμερικανικού νομίσματος από τον περασμένο Νοέμβριο.
Ωστόσο, παρά τις ευνοϊκές για τη Μόσχα εξελίξεις στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος, οι ειδικοί (στη Δύση βέβαια) θεωρούν ότι τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμα για τη ρωσική οικονομία.
Οι ειδικοί αναγνωρίζουν ότι η εκτίναξη και η παραμονή των τιμών του πετρελαίου πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι «λειτουργούν» ευεργετικά για τον Πούτιν και τη ρωσική οικονομία, δεδομένης της, μέχρι στιγμής, απουσίας εμπάργκο εισαγωγής ρωσικού πετρελαίου και αερίου εκ μέρους της Ευρώπης. Αλλά υποστηρίζουν ότι η Μόσχα δεν θα αποφύγει εφέτος τη βαθιά ύφεση.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει προ δύο εβδομάδων προβλέψει την πτώση του ρωσικού ΑΕΠ κατά 8,5% το 2022 συγκριτικά με το 2021.
Θεωρεί δηλαδή το ΔΝΤ ότι η ύφεση θα είναι κατά πολύ σοβαρότερη από εκείνη του 2020, της πρώτης χρονιάς μετά την εκδήλωση της πανδημίας, όταν το ρωσικό ΑΕΠ είχε υποχωρήσει κατά 2,7%. Τη δε 1η Απριλίου αξιωματούχος του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, που ζήτησε να μην κατονομαστεί, είχε προβλέψει μιλώντας σε δημοσιογράφους ότι η ρωσική οικονομία θα εμφανίσει εφέτος ύφεση 10%.
Κατεβαίνει ο πήχης για την ανάπτυξη στην Κίνα
Ούτε μία ούτε δύο ούτε τρεις… Εννέα μεγάλες επενδυτικές τράπεζες κατέβασαν τις τελευταίες ημέρες τον πήχη των προβλέψεών τους για την εφετινή ανάπτυξη στην Κίνα, λαμβάνοντας υπόψη τις έντονα περιοριστικές πολιτικές που εφαρμόζει το Πεκίνο στο υγειονομικό πεδίο για να τιθασεύσει την έξαρση της πανδημίας COVID-19 στον μείζονα οικονομικό κόμβο της Σανγκάης – στην πόλη λειτουργεί εξάλλου το λιμάνι με τη μεγαλύτερη εμπορική κίνηση παγκοσμίως.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του αμερικανικού δικτύου CNBC, οι UBS, Bank of America, Allianz Trade, JPMorgan, Citigroup, Goldman Sachs, Barclays, Morgan Stanley και Nomura προβλέπουν πλέον κατά μέσον όρο αύξηση του κινεζικού ΑΕΠ κατά 4%. Πρόκειται για μια εκτίμηση πολύ μετριοπαθέστερη από εκείνη της ίδιας της κινεζικής κυβέρνησης, που έχει προϋπολογίσει για το τρέχον έτος ανάπτυξη 5,5%.
Η ιαπωνική Nomura είναι η πιο απαισιόδοξη από τις εννέα, καθώς προβλέπει ανάπτυξη μόλις κατά 3,9% από 4,3% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψή της, ενώ η ελβετική UBS ήταν εκείνη που έκανε τη δραστικότερη αναθεώρηση – κατά 0,8% στο 4,2% από ανάπτυξη 5% που είχε προβλέψει παλαιότερα.
Στις νέες εκτιμήσεις τους οι εννέα τράπεζες συνυπολογίζουν, πέρα από τον αντίκτυπο των εξοντωτικών για την οικονομία (αλλά και για τους πολίτες) λοκντάουν που εφαρμόζουν στην πόλη των 25,5 εκατομμυρίων κατοίκων οι κινεζικές αρχές, και τις αρνητικές επιπτώσεις που θα έχει στις οικονομίες όλων των χωρών του πλανήτη – της κινεζικής ασφαλώς μη εξαιρουμένης – ο συνεχιζόμενος για τρίτο μήνα ρωσο-ουκρανικός πόλεμος.

