Στο ελληνικό πρωτάθλημα παίρνουν μέρος ομάδες που συνήθως δεν μοιάζουν καθόλου. Οι πιο πολλές έχουν άλλους στόχους, διαφορετική οργάνωση, οπαδούς με διαφορετική νοοτροπία. Το να βρεθούν ομάδες που έχουν πάρει τον ίδιο δρόμο σε μια σεζόν είναι σπάνιο: αυτή τη σπάνια ομοιότητα τη διακρίνει κανείς στους πρωταγωνιστές του αποψινού μεγάλου κυριακάτικου παιχνιδιού, δηλαδή στον Ολυμπιακό και στον Αρη.

Γεννήθηκαν το περασμένο καλοκαίρι

Οι δύο ομάδες έχουν πάντα τεράστιες διαφορές σε ό,τι έχει να κάνει με τα μπάτζετ, τους στόχους και την οργάνωσή τους, αλλά έχουν μια μεγάλη ομοιότητα: προέκυψαν και οι δύο το περασμένο καλοκαίρι και χτίστηκαν (ορθότερα χτίζονται…) με σκοπό να ικανοποιήσουν τους οπαδούς, τα θέλω των οποίων οι δύο διοικήσεις λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν τους. Ο Αρης έκανε πέρυσι το καλοκαίρι δεκαοκτώ μεταγραφές, ο Ολυμπιακός είκοσι. Καμία άλλη ελληνική ομάδα δεν έκανε περισσότερες.
Φυσικά αυτού του τύπου η επιλογή προέκυψε από μια τελείως διαφορετική ανάγκη. Ο Αρης επέστρεψε στη Σούπερ Λίγκα μετά από χρόνια και έπρεπε να εμφανιστεί με μια ομάδα απολύτως ανταγωνιστική. Ο Ολυμπιακός αποφάσισε να αλλάξει το περσινό του ρόστερ κατανοώντας εμπράκτως τη δυσαρέσκεια των οπαδών του, που δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι από τα πεπραγμένα της ομάδας.
Και οι δύο διοικήσεις έδειξαν το καλοκαίρι τις καλές τους προθέσεις. Ο πρόεδρος του Αρη κ. Θόδωρος Καρυπίδης θα μπορούσε να ζητήσει υπομονή από τους οπαδούς, να θέσει ως πρώτο και μοναδικό στόχο την παραμονή της ομάδας στην κατηγορία, να χρησιμοποιήσει ως δικαιολογία το ότι μέχρι την παραμονή της έναρξης του πρωταθλήματος η ΠΑΕ δεν είχε εξασφαλίσει ούτε καν τηλεοπτικό συμβόλαιο: δεν έκανε τίποτα από αυτά, και αυτό είναι προς τιμήν του. Προσέλαβε ως τεχνικό διευθυντή τον κ. Κωνσταντίνο Διαμαντόπουλο, έναν άνθρωπο που είχε περάσει από τον ΠΑΟ έναν χρόνο πριν και γνώριζε από πρώτο χέρι τη δυσκολία χτισίματος μιας ομάδας, και πόνταρε στον προπονητή Πάκο Ερέρα, που στους οπαδούς του Αρη ξύπνησε μνήμες από τις επιτυχημένες σεζόν που την ομάδα διοικούσαν ο κ. Λάμπρος Σκόρδας και ο κ. Γιάννης Κόντης, οι οποίοι χάρη στην αγάπη τους για το ισπανικό ποδόσφαιρο είχαν μετατρέψει τον Αρη σε μια ομάδα που θα ήθελε να βρίσκεται στην ισπανική λίγκα.
Οι δύο αυτοί πόνταραν αμέσως σε ποδοσφαιριστές που αγωνίζονταν στο ισπανικό πρωτάθλημα. Ηρθαν τέσσερις Ισπανοί (ο μέσος Ματίγια, οι  αμυντικοί Βέλεθ και Μενέντεθ και ο τερματοφύλακας Κουέστα), ήρθε ο Πορτογάλος με θητεία στην ισπανική Αλκορκόν Μπρούνο Γκάμα και ήρθαν και δύο ισπανόφωνοι Αργεντινοί που επίσης αγωνίζονταν στην Λίγκα, ο μέσος Κολάσο και ο εξτρέμ Ματέο Γκαρσία που έπαιζε στη Λας Πάλμας. Σε αυτούς προστέθηκαν κάμποσοι παίκτες με γνώση του ελληνικού πρωταθλήματος: ο Νίκο Μαρτίνες και ο Σιώπης, ο Ναζλίδης και ο Γιουνέζ που είχε περάσει από την Ξάνθη, ο Ντιγκινί που έπαιζε στον Ατρόμητο και ο ταλαντούχος Καψάλης από τη Βέροια. Το παζλ ολοκλήρωσαν δύο διεθνείς Αλβανοί: ο κόφτης Μπάσα που έπαιζε χρόνια στην Ιταλία και ο Μαβράι που αγωνιζόταν στο Αμβούργο. Προέκυψε μια ομάδα που στα πρώτα της ματς σκόρπισε μεγάλες ελπίδες, γεγονός που στάθηκε αιτία να εκτοξευθεί ο αριθμός των διαρκείας εισιτηρίων και να πιστεύει ο κόσμος ότι η ομάδα είναι έτοιμη ακόμη και για πρωταθλητισμό.

Χάλασαν οι εντυπώσεις

Σε ό,τι αφορά τις μεγάλες προσδοκίες, όσα έγιναν στον Αρη είναι όμοια με όσα είδαμε και στον Ολυμπιακό. Και στον Πειραιά η απόφαση για πλήρη ανοικοδόμηση, σε συνδυασμό με τις πολύ καλές εμφανίσεις στα ευρωπαϊκά ματς με τη Λουκέρνη και την Μπέρνλεϊ, δημιούργησε ενθουσιασμό.
Η γρήγορη προσαρμογή του μόνιμου σκόρερ στα φιλικά του καλοκαιριού Γκερέρο αλλά και του Λάζαρου Χριστοδουλόπουλου, οι μεστές εμφανίσεις της ευχάριστης έκπληξης που ακούει στο όνομα Μεντί Καμαρά, το σπουδαίο ξεκίνημα του Ποντένσε, οι σοβαρές εμφανίσεις του Φορτούνη, του Βούκοβιτς, του Τσιμίκα και του Ελαμπντελαουί και φυσικά ο ερχομός του Γιάγια Τουρέ δημιούργησαν τη σιγουριά πως η ομάδα μπορεί να έχει μια εξαιρετική χρονιά. Τα πάνω από είκοσι χιλιάδες εισιτήρια που κόπηκαν στα παιχνίδια με τον ΠΑΣ, τον Λεβαδειακό και τον Αστέρα μαρτυρούν τη βεβαιότητα του κόσμου ότι έγινε καλή δουλειά. Ομως και στον Ολυμπιακό και στον Αρη η συνέχεια δεν ήταν η καλύτερη: και οι δύο ομάδες χρειάζονται αρκετό χρόνο γιατί είναι ομάδες που τώρα χτίζονται.
Και οι δύο άρχισαν να έχουν προβλήματα όταν οι προπονητές τους αποφάσισαν να πειράξουν τις ενδεκάδες με τις οποίες εμφανίστηκαν στην αρχή της σεζόν. Στον Ολυμπιακό οι προσθήκες του Γκιγέρμε, του Μεριά, του Χασάν, του Νάτχο ήταν απαραίτητες μεν, πλην όμως δημιούργησαν και κάποια τακτικά προβλήματα. Στον Αρη συνέβη το ίδιο όταν ο Ερέρα υποχρεώθηκε εκ των πραγμάτων να εντάξει στην ομάδα τον Σιώπη, τον Μαβράι, τον Μαρτίνες που δεν ήταν παρόντες στο βασικό στάδιο της προετοιμασίας. Και ο Ολυμπιακός και ο Αρης πλήρωσαν και τραυματισμούς. Ο Ολυμπιακός έχασε τους δύο του φορ που είναι τραυματίες – ο Χασάν θα επιστρέψει σε λίγες μέρες, ο Γκερέρο αργότερα. Ο Αρης έχασε για εβδομάδες τον Ματέο Γκαρσία και στο ματς με την ΑΕΚ στο ΟΑΚΑ αγωνίστηκε χωρίς τους βασικούς του στόπερ – ήταν εκτός και ο Βέλεθ και ο Δεληζήσης. Μια άλλη σατανική ομοιότητα είναι η άδικη ήττα και των δύο από τον ΠΑΟΚ και μάλιστα εντός έδρας. Ο Ολυμπιακός στο Φάληρο είχε χάσει μια ντουζίνα ευκαιρίες, ο Αρης στο «Βικελίδης» ηττήθηκε με ένα γκολ του Πρίγιοβιτς στο 84΄ και ενώ προηγουμένως ο Γιουνέζ είχε χάσει πέναλτι. Αυτές κυρίως οι ήττες χάλασαν τις εντυπώσεις.

Ο παράγοντας διαιτησία…

Και ο Ολυμπιακός και ο Αρης έχουν πολλά και δικαιολογημένα παράπονα από τη διαιτησία. Στα πέντε από τα οκτώ ματς που έχει δώσει μέχρι τώρα ο Ολυμπιακός παραπέμφθηκαν και τιμωρήθηκαν σιωπηλά άλλοτε οι επόπτες και άλλοτε οι διαιτητές – δεν τιμωρήθηκαν μάλιστα οι δύο χειρότεροι, ο Σωτηρόπουλος και η Κουρουμπίλια που τον αδίκησαν στο ματς με τον ΟΦΗ.
Ο Αρης έχει παράπονα για τα όσα αποφάσισαν οι διαιτητές στα παιχνίδια του με τον ΠΑΣ και τον Πανιώνιο: με βάση τα τηλεοπτικά ριπλέι δεν του δόθηκαν πέναλτι που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν να αποφύγει ήττες που με βάση την απόδοσή του δεν άξιζε.
Ο Ολυμπιακός ζήτησε ξένους διαιτητές για όλα τα παιχνίδια του. Ο Αρης για τα ματς με τον Ολυμπιακό, τον ΠΑΟΚ, τον ΠΑΟ και την ΑΕΚ. Τα αιτήματα και των δύο δεν εισακούστηκαν.