Ενα ασημένιο κουτάλι στο οποίο αντικαθρεφτίζεται η εικόνα μιας πετρελαιοπηγής. Το εξώφυλλο του «Growing Up Getty. The Story of America’s Most Unconventional Dynasty» (εκδ. Simon & Schuster), συλλογικής βιογραφίας της πολυπληθούς αμερικανικής πατριάς δισεκατομμυριούχων, είναι υπαινικτικό όσο και ακριβές. Ο «μαύρος χρυσός» υπήρξε πράγματι το θεμέλιο της αμύθητης περιουσίας του γενάρχη της δυναστείας, Τζ. Πολ Γκέτι, και η απρόσκοπτη ροή του επί 50 χρόνια όντως εξέθρεψε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα που δεν χρειάστηκε να κάνουν πολύ περισσότερα από το να την απολαύσουν. Γύρω από τα πλούτη αυτά συσσωρεύθηκαν, ως είθισται, φήμες, διαμάχες, τραγωδίες, ταινίες, σειρές, ώστε τα μέσα ενημέρωσης να κάνουν λόγο για την «κατάρα των Γκέτι». Ωστόσο, η εικόνα που παρουσιάζει ο δημοσιογράφος του «Vanity Fair» Τζέιμς Ρετζινάτο στο βιβλίο που εκδόθηκε το καλοκαίρι στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν προσιδιάζει σε καταραμένους: ο βίος του Τζ. Πολ Γκέτι υπήρξε έντονος και περιπετειώδης κατά το πρότυπο των ομολόγων του μεγιστάνων του 20ού αιώνα, οι (πολλοί) κληρονόμοι του βίωσαν δραματικές στιγμές περισσότερο ως εξαιρέσεις παρά ως κανόνα. Η οικογένεια των Γκέτι θα μπορούσε, αντίθετα, να θεωρείται υπόδειγμα πραγματιστικής διαχείρισης: οι αντιξοότητες δεν τους κατέβαλαν, οι οικονομικές διενέξεις δεν τους διέλυσαν, η πώληση των πατρικών επιχειρήσεων δεν τους εμπόδισε να διατηρήσουν την ευημερία τους για τέσσερις γενιές.

Ο Τζιν Πολ Γκέτι (1892-1976) έγινε εκατομμυριούχος χάρη στη διορατικότητα του πατέρα του, δισεκατομμυριούχος χάρη στο δικό του επιχειρηματικό ταλέντο. Ο Τζορτζ Φράνκλιν Γκέτι, δικηγόρος, επένδυσε το 1903 περί τα 500 δολάρια σε δικαιώματα πετρελαίου στο «Οικόπεδο 50», περιοχή που αργότερα θα γινόταν τμήμα της Οκλαχόμα, τότε όμως ήταν ακόμη έδαφος των Ινδιάνων. Δύο χρόνια αργότερα οι πετρελαιοπηγές που ανακαλύφθηκαν τον έκαναν πλούσιο. Με τα χρήματά τους ο υιός Γκέτι σπούδασε Οικονομικά και Πολιτικές Επιστήμες στο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας, συνέχισε τις σπουδές του στην Οξφόρδη, ταξίδεψε σε Σκανδιναβία, Ρωσία, Ελλάδα, Τουρκία, Αίγυπτο και Δυτική Ευρώπη, έμαθε γερμανικά, γαλλικά, ισπανικά (και αρκετά ιταλικά, ρωσικά, ελληνικά και αραβικά ώστε να συνεννοείται επαρκώς). Επιστρέφοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες εξέφρασε την επιθυμία να γίνει διπλωμάτης ή συγγραφέας. Για να τον προσελκύσει στην οικογενειακή επιχείρηση ο πατέρας του έθεσε στη διάθεσή του 10.000 δολάρια προκειμένου να τα επενδύσει στον πετρελαϊκό τομέα. Ο νεαρός Πολ πείστηκε από τη δοκιμή: οι επιλογές του τον κατέστησαν εκατομμυριούχο σε ηλικία μόλις 23 ετών. Μετά το 1923, όταν ο πατέρας του υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, ο Γκέτι σταδιακά πήρε τα ηνία της επιχείρησης. Από το 1923 ως το 1932 συνήψε τέσσερις γάμους. Κανένας δεν κράτησε πάνω από τέσσερα χρόνια. Ο πέμπτος, το 1939, θα άντεχε για σχεδόν μία εικοσαετία. Αν και αποτυχημένες, οι σχέσεις αυτές παρήγαγαν τέσσερις διαδόχους: οι Τζορτζ, Ρόναλντ, Πολ και Γκόρντον γεννήθηκαν μεταξύ 1924 και 1933 (ο πέμπτος, ο Τίμοθι, γεννήθηκε το 1946 και πέθανε το 1958). Στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας ο Γκέτι διαχειρίστηκε τις τύχες της πατρικής φίρμας με τέτοια σύνεση ώστε με την έλευση της Μεγάλης Υφεσης να επιδοθεί σε σαφάρι αγορών πετρελαϊκών εταιρειών. Η ιδιοφυέστερη σύλληψή του ωστόσο θα ερχόταν αρκετά αργότερα, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν θα έπειθε τον βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας να του παραχωρήσει για 60 χρόνια με το αζημίωτο (1 εκατ. δολάρια τον χρόνο και 55 σεντς το βαρέλι) την Ουδέτερη Ζώνη, μια περιοχή 3.900 τετραγωνικών χιλιομέτρων στα σύνορα με το Κουβέιτ, όπου έπειτα από αεροπορικές παρατηρήσεις ήταν πεπεισμένος ότι βρισκόταν πετρέλαιο. Η διαίσθησή του αποδείχθηκε σωστή – και η περιουσία του διπλασιάστηκε.

Ο «σχεδόν χίπης» Τζ. Πολ Γκέτι

Η δημόσια εικόνα του Τζ. Πολ Γκέτι ήταν αυτή ενός στρυφνού, αγέλαστου, αδίστακτου επιχειρηματία. Οσο δημόσια βέβαια μπορεί να είναι η εικόνα κάποιου ο οποίος λειτουργεί κρυμμένος υπό το προσωπείο της ανωνυμίας. Γιατί ο Γκέτι ήταν πλούσιος, αλλά δεν ήταν γνωστός. Δρώντας εκτός των κοινωνικών κυκλωμάτων, ζούσε για δεκαετίες νομαδική ζωή, μετακινούμενος από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο και από σουίτα σε σουίτα, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Το τίμημα της ελευθερίας ήταν να πλένει μόνος του κάλτσες και εσώρουχα. Εως ότου όμως το περιοδικό «Fortune» τον ανακηρύξει σε πλουσιότερο άνθρωπο του κόσμου στις 28 Οκτωβρίου 1957, ο μεγιστάνας του πετρελαίου είχε προλάβει να ξεπεράσει σε υπεραξία τον Τζον Ντ. Ροκφέλερ Τζούνιορ, τα έξι παιδιά του Ροκφέλερ, τέσσερις Ντι Πoντ και τους Τζόζεφ Κένεντι, Χάουαρντ Χιουζ, Βίνσεντ Αστορ και Χένρι Φορντ Β’. Τα 750 εκατομμύρια ως 1 δισεκατομμύριο δολάρια στα οποία υπολογιζόταν η αξία του αναμφίβολα άξιζαν κάμποσα χρόνια πλύσεων. Στα 65 του όμως, έχοντας μετατραπεί εν μια νυκτί σε διασημότητα (ή «παραδοξότητα», όπως έλεγε ο ίδιος, «κάτι παρεμφερές με τον ψηλότερο άνδρα ή τον κοντύτερο νάνο του κόσμου»), χρειάστηκε να αγοράσει ως καταφύγιό του το Σάτον Πλέις, μια δουκική κατοικία με 27 υπνοδωμάτια στο Σάρεϊ, 40 χιλιόμετρα έξω από το Λονδίνο. Παρά το ότι εξοικειώθηκε με τον Τύπο και από το 1961 ως το 1965 έγραφε μια μηνιαία στήλη στο «Playboy», η χαρακτηριστικότερη απεικόνισή του παρέμεινε εκείνη του «Μοναχικού δισεκατομμυριούχου», όπως ήταν ο τίτλος του ντοκιμαντέρ του BBC που γυρίστηκε στο μέγαρό του το 1963. Οι οικείοι του πάντως δεν τον έβλεπαν ούτε ως μισάνθρωπο ούτε ως μοναχικό. Η δικηγόρος του, Ρομπίνα Λουντ, περιγράφει μια ξεκαρδιστική στιγμή, όταν το 1960 ο Γκέτι την προσκαλεί να χοροπηδήσουν πάνω σε έναν καναπέ-αντίκα προκειμένου να δοκιμάσουν την αντοχή του και πέντε λεπτά αργότερα ξαναπαίρνει το ανέκφραστο ύφος του για να υποδεχθεί δύο επιχειρηματίες σε ένα επαγγελματικό ραντεβού. Ο εγγονός του, Κρίστοφερ, θυμάται τον παππού του να αστειεύεται ότι θα ταΐσει τα ανυπάκουα πιτσιρίκια στα λιοντάρια που φιλοξενούσε στην έπαυλη, τον εαυτό του να καταστρέφει με το παιδικό αυτοκινητάκι του τα τριαντάφυλλα του κήπου χωρίς καμία επίπληξη (αλλά την μπαταρία του να έχει αφαιρεθεί την επόμενη ημέρα) και χαρακτηρίζει τον Γκέτι «σχεδόν χίπη (…), άνθρωπο που δεν έγινε ποτέ μέρος του κατεστημένου». Οσο για τα ημερολόγιά του, αυτά αποκαλύπτουν έναν άνθρωπο που ως τα 70 του διασκέδαζε στο Λονδίνο με ποτά στο Ritz, δείπνα στο Mirabelle και χορούς στο Garrison ως τις 2 τα ξημερώματα.

Οι πρωταγωνιστές του δράματος

Οπωσδήποτε, η ιστορία που στιγμάτισε το όνομά του ήταν η απαγωγή του εγγονού του, Τζον Πολ Γκέτι Γ’. Στις 10 Ιουλίου 1973 ο 16χρονος απήχθη στη Ρώμη, όπου ζούσε, από μέλη της Ντραγκέτα τα οποία ζήτησαν λύτρα ύψους 17 εκατ. δολαρίων. Ο πατέρας έσπευσε να απευθυνθεί στον παππού. Ο Τζ. Πολ Γκέτι εξέδωσε μια γραπτή ανακοίνωση στην οποία τόνιζε: «Εχω άλλα δεκατέσσερα εγγόνια και, αν πληρώσω έστω και μία πένα για λύτρα, θα απαχθούν και τα δεκατέσσερα». Σε ιδιωτικές συζητήσεις δεν έπαψε ποτέ να υποστηρίζει τη θέση του αυτή, αν και τελικά εκείνος έδωσε τα 3,2 εκατομμύρια που καταβλήθηκαν τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους για να αφεθεί ελεύθερος ο νεαρός. Πλήθος αναφορών στα ημερολόγιά του πράγματι αποκαλύπτουν διαρκή ανησυχία για την τύχη του εγγονού του. Ωστόσο, είναι επίσης γεγονός ότι η αρχική άρνηση επιβάρυνε τη θέση του Τζον Πολ και του κόστισε σωματικά και ψυχικά: για να τον ελέγχουν, οι απαγωγείς του τον εξανάγκαζαν να πίνει αλκοόλ, ενώ, καθώς η ομηρεία παρατεινόταν, έκοψαν το ένα του αφτί και το έστειλαν σε εφημερίδα της Ρώμης (έφτασε πέντε εβδομάδες αργότερα εξαιτίας απεργίας των ταχυδρομικών υπαλλήλων). Εθισμένος στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά, ο Τζον Πολ υπέστη το 1981 εγκεφαλικό επεισόδιο, από το οποίο δεν συνήλθε ποτέ πλήρως ως τον θάνατό του, το 2011.

H υποτιθέμενη «κατάρα των Γκέτι» έλκει την καταγωγή της από τη χρονική διαδοχή της δικής του απαγωγής και δύο θανάτων που προηγήθηκαν – της δεύτερης συζύγου του πατέρα του, Ταλίθα, και του θείου του, Τζορτζ. Ο Σερ Πολ Γκέτι, γνωστός και ως Τζον Πολ Γκέτι B’, υπήρξε μαζί με την ολλανδή σύζυγό του Ταλίθα Πολ, ηθοποιό και μοντέλο, style icon της δεκαετίας του ’60. Το Palais de la Zahia, η έπαυλή τους στο Μαρακές, γνωστή από εντυπωσιακές φωτογραφήσεις της εποχής, φιλοξενούσε κατά καιρούς τον Τζιμ Μόρισον των Doors και τη σύντροφό του Πάμελα Κούρσον, τον Ιβ Σεν Λοράν και τον Πιερ Μπερζέ, τον Γουίλιαμ Μπάροουζ, τον Γκορ Βιντάλ, τον Μικελάντζελο Αντονιόνι, τον Μάρλον Μπράντο. «Ο Πολ και η Ταλίθα είχαν το καλύτερο και το πιο εκλεπτυσμένο όπιο», δεν παραλείπει να σημειώσει στην αυτοβιογραφία του ο «ειδήμων» περί ουσιών και κιθαρίστας των Rolling Stones, Κιθ Ρίτσαρντς. Οι καταχρήσεις ωστόσο είχαν το τίμημά τους: η Ταλίθα πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης το 1971, η υγεία του Πολ υπέστη χρόνιες βλάβες. Η δική του ανέμελη ζωή (είχε παραιτηθεί από τη διοίκηση της θυγατρικής της Getty Oil στην Ιταλία) ήταν το άκρως αντίθετο αυτής του μεγαλύτερου αδελφού του, Τζορτζ Φράνκλιν, ο οποίος, ως πρεσβύτερος υιός της οικογένειας, είχε αναλάβει τη θέση του γενικού διευθυντή επιχειρήσεων (COO) της Getty Oil. Το επαγγελματικό άγχος ωστόσο τον οδήγησε στο ποτό, στην αύξηση του βάρους του, στη φαρμακευτική απόπειρα καταπολέμησής του, στους αυτοτραυματισμούς. Ενα κοκτέιλ αλκοόλ, διεγερτικών και ηρεμιστικών προκάλεσαν τον θάνατό του στις 6 Ιουνίου 1973.

Σε πολλούς αυτές οι οικογενειακές τραγωδίες σε συνδυασμό με τον θάνατο του πατριάρχη Τζ. Πολ Γκέτι, στις 6 Ιουνίου 1976, άφησαν την αίσθηση του τέλους εποχής. Αυτό όμως ήρθε το 1984, όταν ο Γκόρντον Γκέτι, ως μοναδικός πλέον διαχειριστής των συμφερόντων της οικογένειας στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, συμφώνησε για την πώλησή της στην Pennzoil. Μια ανώτερη προσφορά της τελευταίας στιγμής από την Texaco τον έκανε να αλλάξει γνώμη προσπορίζοντας τελικά στους Γκέτι 4 δισ. δολάρια. Μέλη της οικογένειας αντέδρασαν και στελέχη της εταιρείας επιχείρησαν να προσβάλουν δικαστικά την απόφαση προσεταιριζόμενοι τον 16χρονο τότε Τάρα, γιο του Σερ Πολ, όμως η απόπειρα έπεσε στο κενό. Εκ των υστέρων, η πρωτοβουλία του Γκόρντον, αναγνωρισμένου συνθέτη κλασικής μουσικής, αποτέλεσε μαζί με τη δημιουργία του καταπιστεύματος Γκέτι από τη μητέρα του Τζ. Πολ το 1934 τη διασφάλιση της περιουσίας απογόνων που δεν διέθεταν την επιχειρηματική αγχίνοια του γενάρχη. Ο Ρετζινάτο σχολιάζει επιγραμματικά ότι η εξαφάνιση της Getty Oil στοίχισε σε 20.000 εργαζομένους τις δουλειές τους. Κάποια χρόνια αργότερα ο Γκόρντον θα παρατηρούσε κυνικά ότι «οι εξαγορές, ιδιαίτερα οι επιθετικές εξαγορές, συνιστούν ζωντανό παράδειγμα αποδοτικότητας και οικονομικής εξέλιξης».

Η «νέα» γενιά

Η φαμίλια των Γκέτι αριθμεί σήμερα 19 εγγόνια και κάπου 40 δισέγγονα. Τα μονοπάτια των απογόνων μιας τόσο μεγάλης αριθμητικά οικογένειας δεν μπορεί παρά να είναι διαφορετικά. Ο Μαρκ Γκέτι, γιος του Πολ, είναι ο κύριος συνεχιστής της επιχειρηματικής παράδοσής τους, δημιουργός του πρακτορείου Getty Images, κολοσσού της ψηφιακής φωτογραφίας. Oι κόρες του Τζορτζ, Αννα, Κλερ και Κάρολαϊν, αποφεύγουν συνειδητά τη δημοσιότητα και έχουν ενεργό ανάμειξη σε πλήθος πρωτοβουλιών για την προστασία του περιβάλλοντος, την προώθηση των τεχνών και τη φιλανθρωπία. O Τάρα Γκέτι έχει δημιουργήσει ένα καταφύγιο άγριας ζωής έκτασης 70.000 στρεμμάτων στην Αφρική. Αλλοι απόγονοι στράφηκαν προς την τέχνη: ο Μπαλτάζαρ, γιος του Τζον Πολ του Τρίτου, είναι ηθοποιός, μουσικός και παραγωγός· η Ιζαμπελ, κόρη του Κρίστοφερ Γκέτι και της Πία Μίλερ (αδελφής της Μαρί Σαντάλ, συζύγου του πρώην διαδόχου της Ελλάδας, Παύλου), είναι η τραγουδίστρια του συγκροτήματος Jean Marlow. Ο κλάδος του Σαν Φρανσίσκο, από την πλευρά του, διακρίνεται για τις πολιτικές του διασυνδέσεις. Ο Γκόρντον συνδέεται με μακρά φιλία με την προέδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, από τη δεκαετία του ’70, όταν στήριζαν αμφότεροι το έργο του πρωτοπόρου ανθρωπολόγου Λούις Λίκι. Ο Γκάβιν Νιούσομ, σημερινός κυβερνήτης της Καλιφόρνιας, είναι επιστήθιος φίλος του γιου του Γκόρντον, Γουίλιαμ Πολ, ενώ μία από τις προσκεκλημένες της συζύγου του τελευταίου, Βανέσα Τζάρμαν, στον γάμο τους το 1999 ήταν μια 34χρονη τότε ανερχόμενη βοηθός περιφερειακού εισαγγελέα με το όνομα Κάμαλα Χάρις.

Τι κατέλιπαν τέσσερις γενιές Γκέτι στην Ιστορία; Κατ’ αρχάς το περίφημο μουσείο – σε δύο μάλιστα εκδοχές, εκείνη της ρωμαϊκής βίλας του γενάρχη στο Μαλιμπού και της νεότερης μοντέρνας του Getty Center στο Μπρέντγουντ του Λος Αντζελες. Επειτα, μια χορεία κληρονόμων χωρίς αλληλοφάγωμα μέχρι τελικής πτώσεως: οι οικονομικοί πόλεμοι πάντοτε διεξάγονταν διά των δικηγόρων, ενώ οι σχέσεις των μελών της οικογένειας παρέμεναν εγκάρδιες. Τέλος, και σε σύγκριση με αρκετoύς άλλους αμερικανούς κροίσους, μια πιο προοδευτική προσέγγιση των πραγμάτων ως προς την πολιτική, το περιβάλλον, τα έμφυλα ζητήματα. Αρκούν όμως αυτά για να χαρακτηριστούν «αντισυμβατικοί», όπως τους θέλει ο υπότιτλος του Τζέιμς Ρετζινάτο; Με τις διασυνδέσεις με βασιλικούς οίκους και την αριστοκρατία του χρήματος, με τις ιπποδρομίες του Ασκοτ και τη «London Season», με κλάδους που επιδιώκουν τη δημοσιότητα και κλάδους που αποσύρονται στις κουίντες, με τους εκκεντρικούς και τους αποσυνάγωγούς τους, οι Γκέτι είναι μάλλον μια φαμίλια αντιφάσεων
– όπως κάθε δυναστεία που σέβεται τον εαυτό της.