Το έργο του είναι πάντα φρέσκο. Το διαπιστώνει κανείς στην επαφή με έργα του, περίπου δέκα τον αριθμό, στην γκαλερί Roma στο Κολωνάκι, μια νέα άφιξη στον χώρο των αιθουσών τέχνης της Αθήνας στο μικρό στενό της οδού Ρώμα 5. Είτε πρόκειται για τα μπουκάλια, τα φρούτα και τα κύπελλα από σελίδες τηλεφωνικών καταλόγων, ανοιγμένων σε 360 μοίρες προκειμένου να μπορεί να «πλάσει» το υλικό του όπως οι αγγειοπλάστες τον πηλό.

Είτε πρόκειται για τα σακάκια, τα παλτό, τις κάλτσες και τις γραβάτες κρεμασμένα σε κρεμάστρες ή στον τοίχο, «σμιλεμένα» από λωρίδες από αχρησιμοποίητες αφίσες ή κακέκτυπα με πολλαπλές εκτυπώσεις εικόνων και χρωμάτων τα οποία είχε πρωτοπαρουσιάσει στην γκαλερί Ileana Sonnanbend στη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές του ’70. Είτε πρόκειται για έναν «Αγρό» από μικρά κομμάτια χαρτί που παραθέτει σε συστάδες, όπως έκανε στα τέλη της δεκαετίας του ’80, είτε τέλος για έναν χάρτινο Batman από τη συλλογή «Υπερήρωες» των τελευταίων χρόνων (2014), τα έργα στην έκθεση «Pavlos – Almost magic» σφύζουν από χρώμα, ζωή και τα παλαιότερα από αυτά δεν μαρτυρούν επ’ ουδενί την ηλικία τους. Τελικά εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί και πώς ο Παύλος Διονυσόπουλος επέβαλε το διεθνές Pavlos χάρη σε αυτό το προσωπικό ιδίωμά του. Με πρώτη του ύλη το τυπωμένο χαρτί κομμένο μηχανικά σε λωρίδες για να δημιουργήσει κυματιστές επιφάνειες και να καταργήσει τα όρια μεταξύ ζωγραφικής και γλυπτικής προκειμένου να φέρει κοντά τον νέο ρεαλισμό με την ποπ αρτ, χωρίς ωστόσο να εντάσσεται σε κάποιο κίνημα. Στο εξωτερικό, έφτασε να δει έργα του να χρησιμοποιούνται ακόμα και για ρεπορτάζ μόδας της «Vogue» το 1979, μαζί με εκείνα του έτερου διεθνούς Takis, ενώ η πόλη του Παρισιού τον τίμησε με μια αναδρομική στο παρεκκλήσι της Σορβόννης το 1992 με τίτλο «30 χρόνια χαρτιού». Το έργο του τιμήθηκε και στην Ελλάδα, καθώς εκπροσώπησε τη χώρα στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1980 μια εγκατάσταση έργων του με πλαστικοποιημένες κορδέλες (bolduc), αυτές με τις οποίες δένουν τα πακέτα. Σήμερα, όλοι ερχόμαστε σε επαφή με τους «Ποδοσφαιριστές» του (2000), ένα έργο από κομφετί που έκοψε ο ίδιος και κοσμεί τον σταθμό μετρό της Ομόνοιας.

Μια μεγάλη διαδρομή για το παιδί που γεννήθηκε στα Φιλιατρά το 1930, σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη και βρέθηκε τελικά στο Παρίσι το 1954 με υποτροφία του γαλλικού κράτους και παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Grande Chaumiere. Στο δεύτερο ταξίδι του στην πόλη το 1958 άνοιξε και το εργαστήριό του. Ηταν η περίοδος που η συνάντησή του με εκπροσώπους του κινήματος του «Νέου Ρεαλισμού» θα αποδεικνυόταν καρμική. Στο Σαλόνι τους το 1963 ήταν που εξέθεσε έναν πίνακα με παράλληλες λωρίδες αφισών, με αποτέλεσμα να κάνει τον θεωρητικό πατέρα τους, Πιερ Ρεστανί, να αναφωνήσει: «Νομίζαμε ότι όλα είχαν λεχθεί σχετικά με την αφίσα, μέχρι που εμφανίστηκε ο Παύλος».

Οσον αφορά την γκαλερί Roma, την ανοίγει η συλλέκτρια Αννα Αγγελοπούλου, η οποία σκοπεύει να τη λειτουργήσει με ένα διεθνές πρόγραμμα καταξιωμένων καλλιτεχνών. «Σκοπός μας είναι να αναδείξουμε τα ταλέντα και να προβάλουμε την κληρονομιά των καλλιτεχνών (estates), συνεργαζόμενοι με επιμελητές, συλλέκτες, ιδρύματα και διεθνείς οργανισμούς» σημειώνει. Την γκαλερί διευθύνει η Τζοάνα Παπαδοπούλου-Αβέρωφ, κόρη του εικαστικού Nonda (Επαμεινώνδα Παπαδόπουλου), ενώ ο Ηριδανός Τσιριγκούλης έχει αναλάβει τη διαχείριση ενός private viewing room στον δεύτερο όροφο του κτιρίου για την πώληση έργων καλλιτεχνών όπως ο Κανιάρης, ο Φασιανός, ο Κεσσανλής.