Ντέιβιντ Χόλτον: «Οι βυζαντινές σπουδές ευημερούν»
Ο βρετανός καθηγητής Ντέιβιντ Χόλτον μιλάει στο «Βήμα» για τη γραμματική της μεσαιωνικής γλώσσας που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Μελετήματα για τη γλώσσα ορισμένων συγγραφέων ή για μεμονωμένα γραμματικά φαινόμενα και συνοπτικές επισκοπήσεις, αυτά ήταν τα εργαλεία που είχαμε για τη γνώση της γλώσσας του ελληνικού Μεσαίωνα. Η Γραμματική της μεσαιωνικής και πρώιμης νέας ελληνικής (The Cambridge Grammar of Medieval and Early Modern Greek) από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις του Κέιμπριτζ είναι η πρώτη μεθοδική προσπάθεια να περιγραφεί αυτή η γλώσσα. Δεκατέσσερα χρόνια έρευνας και συγγραφής, από έξι ειδικούς επιστήμονες, τους Ντέιβιντ Χόλτον και Τζέφρι Χόροκς (Πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ), την Τίνα Λεντάρη (Πανεπιστήμιο Αθηνών), την Ιώ Μανωλέσσου (Ακαδημία Αθηνών), τη Μάρτζολιν Γιάνσεν και τον Νότη Τουφεξή, κατέληξαν σε ένα τετράτομο έργο. Ο βυζαντινολόγος και νεοελληνιστής Ντέιβιντ Χόλτον, όνομα αναφοράς των Νεοελληνικών Σπουδών στο Κέιμπριτζ μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 2013, μας αφηγήθηκε το χρονικό του έργου, που «ξεκίνησε επίσημα το 2004 με πενταετή χρηματοδότηση από το Ερευνητικό Συμβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου (Arts and Humanities Research Council) και συνεχίστηκε με μικρές επιχορηγήσεις από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και, πολύ σημαντικά, με χορηγία από έναν γενναιόδωρο έλληνα φίλο, απόφοιτο του Κέιμπριτζ», και μας έδωσε μια εικόνα από τη γλώσσα που χαρτογραφεί η Γραμματική τους.
Η Γραμματική σας είναι η πρώτη γενική γραμματική της μεσαιωνικής μας γλώσσας. Σε τι οφειλόταν το βιβλιογραφικό κενό ως τώρα;
«Στο παρελθόν ίσως ο κύριος λόγος ήταν η έλλειψη υλικού, μαζί με την αμφίβολη ποιότητα των εκδόσεων. Επίσης, αν είμαστε ειλικρινείς, μια ορισμένη καταφρόνια για την «εφθαρμένη» και «ανώμαλη» μεσαιωνική γλώσσα (όπως θεωρούνταν από πολλούς επιστήμονες, Ελληνες και μη). Το 1961 ο γάλλος νεοελληνιστής Αντρέ Μιραμπέλ έκανε ανακοίνωση με τίτλο (στα γαλλικά): «Για μια ιστορική γραμματική της μεσαιωνικής ελληνικής: προβλήματα και μέθοδοι». Αλλά η πρότασή του δεν βρήκε ανταπόκριση. Τώρα δεν υπάρχει έλλειψη υλικού – το αντίθετο. Η βιβλιογραφία στην οποία βασιστήκαμε εκτείνεται σε 79 σελίδες. Γι’ αυτόν τον λόγο, αλλά όχι μόνο, δεν είναι δουλειά ενός ανθρώπου, όπως ήταν το 1897 όταν ο Αντώνης
Γιάνναρης έγραψε τη δική του ιστορική γραμματική της ελληνικής, «από την κλασική αρχαιότητα ως τη σημερινή εποχή». Σήμερα χρειάζονται διάφορες ειδικότητες και τεχνικές: φιλολογία, γλωσσολογία, παλαιογραφία, τεχνολογία. Και συνεργασία. Και αποφασιστικότητα!».
Ποια περίοδο καλύπτει η Γραμματική και σε τι κείμενα βασίστηκε;
«Καλύπτει την περίοδο περίπου από το 1100 ως το 1700, αλλά και οι δύο χρονολογίες είναι κάπως ελαστικές. Συμπεριλαμβάνουμε κείμενα που γράφτηκαν τον 11ο αιώνα, αλλά και τις πρώτες δεκαετίες του 18ου, αν συμπληρώνουν τα στοιχεία που έχουμε συλλέξει. Επίσης, περιγράφουμε τις πιο σημαντικές εξελίξεις στην αμέσως προηγούμενη περίοδο, ως αφετηρία για την περιγραφή και ανάλυση των αλλαγών που παρατηρούμε στην υστερομεσαιωνική (1100-1500 περίπου) και στην πρώιμη νέα ελληνική (1500-1700 περίπου) περίοδο. Εχουμε διερευνήσει σχεδόν όλα τα διαθέσιμα (εκδεδομένα) κείμενα που περιέχουν στοιχεία της δημώδους καθομιλουμένης γλώσσας, δηλαδή δεν είναι γραμμένα αποκλειστικά σε λόγια, αρχαΐζουσα γλώσσα. Συμπεριλαμβάνουμε όχι μόνο τα γνωστά λογοτεχνικά κείμενα (ποίηση, μυθοπλασία, θέατρο), αλλά και ιστορικά, θρησκευτικά, ιατρικά, διδακτικά, κ.τ.λ. Ξεχωριστή κατηγορία αποτελούν τα μη λογοτεχνικά κείμενα, δηλαδή έγγραφα κάθε είδους, επιστολές, χρονολογικά σημειώματα, κ.λπ. Τέτοια κείμενα έχουν ιδιαίτερη σημασία για τον ιστορικογλωσσολόγο διότι συνήθως έχουν συγκεκριμένη προέλευση και χρονολογία».
Περιγράψτε μας τη μεσαιωνική ελληνική, όπως προκύπτει από τη Γραμματική.
«Γενικά χαρακτηριστικά της μεσαιωνικής και πρώιμης νέας ελληνικής: εκτός από το λεξιλόγιο (έχουν εξαφανιστεί πολλές παλιές λέξεις, όπως το φουσάτο, το φαρί, το άρμενο, θωρώ, γοργό, δαμί, ατός (μου/σου/του), κ.τ.λ.), η σειρά των λέξεων κάποτε διαφέρει (έδωσέ μου το, όπως στα κυπριακά), ο παρακείμενος (έχω γράψει) δεν υπάρχει ακόμη, ο μέλλοντας σχηματίζεται συνήθως με το θέλω ή το μέλλω και απαρέμφατο (θέλω γράψειν). Είναι όμως δύσκολο να μιλούμε γενικά για τα ελληνικά αυτής της μακράς περιόδου, διότι η ελληνοφωνία καλύπτει μεγάλη γεωγραφική έκταση, αλλάζει με τον χρόνο αλλά και με κοινωνιογλωσσολογικές περιστάσεις. Λογοτεχνικά κείμενα, θρησκευτικά, νομικά, εκπαιδευτικά, επιστολογραφικά, όλα απαιτούν το δικό τους γλωσσικό επίπεδο, που επηρεάζει όχι μόνο το λεξιλόγιο, αλλά και τη γραμματική και το ύφος».
Η μεθοδική οργάνωση αυτού του υλικού ποια νέα στοιχεία φέρνει στο φως;
«Ανάμεσα στις «ανακαλύψεις» μας, δύο είδη περιπτώσεων είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, κατά τη γνώμη μου: πρώτο, η στενότερη χρονολόγηση ορισμένων σημαδιακών εξελίξεων στη σύνταξη, και δεύτερο, ο εκπληκτικός αριθμός παραλλασσομένων τύπων στη μορφολογία του ρήματος. Μπορούμε να πούμε τώρα με αρκετή βεβαιότητα ότι ο μέλλοντας με θα δεν εμφανίζεται σε γραπτό κείμενο πριν από την τελευταία δεκαετία του 16ου αιώνα. Αν το βρείτε σε προγενέστερο κείμενο, πρόκειται για παρανάγνωση ή εσφαλμένη διόρθωση. Παρόμοια, ο παρακείμενος του τύπου έχω γράψει βρίσκεται για πρώτη φορά σε κείμενα της τελευταίας δεκαετίας του 17ου αιώνα. Αρα πρόκειται για σχετικά πρόσφατη «καινοτομία» στα ελληνικά, και μάλιστα δεν απαντά καθόλου σε ορισμένες διαλέκτους. Και ένα από τα πολλά παραδείγματα για την πολυμορφία του ρήματος: για το τρίτο πρόσωπο ενικού του παρατατικού στην παθητική φωνή (π.χ. γραφόταν) έχουμε βρει 34 διαφορετικούς τύπους: εγράφετον (ο πιο συχνός τύπος), εγράφεντον, εγράφοτουν, εγράφουντο, εγράφουντονε, πιο σπάνια εγραφότουνα, εγράφεντονε και πάει λέγοντας. Ο σημερινός τύπος (ε)γραφόταν δεν βρίσκεται πριν από τον 17ο αιώνα».
Ποια είναι η συμβολή της Γραμματικής στα ελληνικά γράμματα;
«Πιστεύουμε ότι η Γραμματική θα αποτελέσει πολύτιμο βοήθημα για επιστήμονες από διάφορους κλάδους. Οσοι διαβάζουν και μελετούν παλαιότερα κείμενα σε μεσαιωνικά ή πρώιμα νέα ελληνικά θα ωφεληθούν σημαντικά από τη Γραμματική, μεταφραστές, ερμηνευτές και δάσκαλοι τέτοιων κειμένων, και ιδίως οι εκδότες κειμένων. Η Γραμματική θα συνεισφέρει στην αξιοπιστία των εκδόσεων, την εξακρίβωση της χρονολόγησης και της γεωγραφικής προέλευσης των κειμένων, και την επίλυση συναφών εκδοτικών προβλημάτων. Ταυτόχρονα εφοδιάζει τους γλωσσολόγους με άφθονο υλικό για διάφορους ερευνητικούς σκοπούς, καθώς συμπληρώνει την αξιοθαύμαστη μακρόχρονη ιστορία της ελληνικής γλώσσας».
Μετά τη συνταξιοδότησή σας χηρεύει η έδρα Νεοελληνικών Σπουδών στο Κέιμπριτζ και ανεστάλη το προπτυχιακό πρόγραμμα. Τα βυζαντινά γράμματα έχουν καλύτερη τύχη;
«Οι βυζαντινές σπουδές στη Μεγάλη Βρετανία, και αλλού, ευημερούν. Μολονότι δεν υπάρχουν πολλές πανεπιστημιακές θέσεις που φέρουν την ετικέτα «Βυζαντινά», συμμετέχουν συνάδελφοι από άλλους κλάδους (θεολογία, ιστορία, ιστορία της τέχνης, κλασικές σπουδές κ.ά.), επειδή έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για βυζαντινές όψεις του κύριου αντικειμένου τους. Κάθε πέντε χρόνια λαμβάνει χώρα το Διεθνές Συνέδριο Βυζαντινών Σπουδών. Στη Βρετανία διοργανώνεται κάθε έτος ένα Συμπόσιο Βυζαντινών Σπουδών. Μακάρι να μπορούσα να πω ότι οι νεοελληνικές σπουδές απολαμβάνουν την ίδια άνθηση. Στην Αγγλία παρατηρείται συρρίκνωση τμημάτων ξένων γλωσσών, όχι μόνο των νέων ελληνικών, και ορισμένες διδακτικές θέσεις έχουν καταργηθεί, ενώ άλλες μένουν κενές, κυρίως για οικονομικούς λόγους. Ελπίζω όμως ότι η δημιουργία στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ ενός Κέντρου Ελληνικών Σπουδών, που εγκαινιάζεται στις 28 Ιουνίου, θα ενισχύσει τόσο τις νεοελληνικές όσο και τις βυζαντινές σπουδές, και τις διασυνδέσεις τους με τις κλασικές σπουδές».

