Οι βιβλιοθήκες στο προσκήνιο
Η ανάγκη εκσυγχρονισμού, ψηφιακού μετασχηματισμού και ενίσχυσης του χώρου ξαναμπαίνει στον δημόσιο διάλογο από την «Πρωτοβουλία για ένα Δίκτυο Βιβλιοθηκών»
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Οι πόρτες τους είναι κλειστές για το κοινό, τα αναγνωστήριά τους άδεια, αλλά οι βιβλιοθήκες εξακολουθούν να λειτουργούν μέσα στους περιορισμούς της πανδημίας. Προχωρούν το έργο της καταλογογράφησης των συλλογών και άλλες εργασίες υποδομής, δανείζουν βιβλία με παραγγελία και κατ’ οίκον παράδοση, δημιουργούν ψηφιακό περιεχόμενο για τους χρήστες τους, πραγματοποιούν διαδικτυακά σεμινάρια και εκδηλώσεις, κρατούν την επαφή με τα μέλη τους χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ικανοποιούν αιτήματα των ερευνητών εξ αποστάσεως. Είναι αλήθεια πως δεν ισχύει για όλες, ούτε στον ίδιο βαθμό για όλες. Τον εκσυγχρονισμό και τον ψηφιακό ανασχηματισμό των βιβλιοθηκών ζητεί η «Πρωτοβουλία για ένα Δίκτυο Βιβλιοθηκών» με ψήφισμα που απευθύνει προς το υπουργείο Παιδείας, το υπουργείο Πολιτισμού και το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Στο ψήφισμα που υπογράφουν αρχικά 64 συγγραφείς, βιβλιοθηκονόμοι, μεταφραστές, πανεπιστημιακοί καθηγητές, εκδότες κ.ά., γίνεται λόγος για τη «στενή σύνδεση Παιδείας και Πολιτισμού» με όχημα τη δημιουργία βιβλιοθηκών-κέντρων πολιτισμού και την οργάνωσή τους σε ένα δίκτυο πανελλαδικής κλίμακας.
Το ψήφισμα της Πρωτοβουλίας
Με αναφορές στην Εκθεση Πισσαρίδη, στο Ταμείο Ανάκαμψης και στο «Εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας» και στη «Βίβλο ψηφιακού μετασχηματισμού», το ψήφισμα της κίνησης, που έχει αναρτηθεί στο Διαδίκτυο για τη συγκέντρωση υπογραφών, σημειώνει ότι «η δημιουργία ενός λειτουργικού Δικτύου Βιβλιοθηκών στη χώρα μας είναι απολύτως απαραίτητη και θα πρέπει να περιληφθεί τόσο στο πρόγραμμα Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας όσο και στο Πρόγραμμα Ψηφιακού Μετασχηματισμού» και κάνει λόγο για «βιβλιοθήκες που μπορούν να λειτουργούν ως εστίες πολιτισμού πέρα από τη σύνδεσή τους με τις συλλογές βιβλίων» διότι «είναι οι μόνοι ελεύθεροι, δωρεάν χώροι για τις κοινότητες που εξυπηρετούν και μπορούν να διαθέσουν τις υποδομές τους – π.χ. εργαστήρια υπολογιστών, αίθουσες εκδηλώσεων, εκθεσιακές εγκαταστάσεις, media labs κ.λπ. – για την καλλιτεχνική έκφραση και δημιουργία των μελών της κοινότητάς τους».
Οι υπογράφοντες
Ανάμεσα στους υπογράφοντες – στους οποίους συγκαταλέγονται οι συγγραφείς Βασίλης Βασιλικός, Ρέα Γαλανάκη, Μάρω Δούκα, Ιωάννα Καρυστιάνη, Αχιλλέας Κυριακίδης, ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος, ο τέως δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης, οι εκδότριες Ελενα Πατάκη και Αννη Ραγιά κ.ά. – είναι και η Μυρσίνη Ζορμπά, πρώην υπουργός Πολιτισμού. Το σχέδιο για τις βιβλιοθήκες-κέντρα πολιτισμού που προτείνονται έχει πολλές ομοιότητες με το δίκτυο Γραφείων Πολιτισμού του Οργανισμού Βιβλίου και Πολιτισμού που επεξεργαζόταν η κυρία Ζορμπά – πρώτη διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) – ως τελευταία υπουργός Πολιτισμού της κυβέρνησης Τσίπρα και είναι εύκολο να εικάσουμε ότι είναι ο ιθύνων νους πίσω από την κίνηση αυτή.
Για συλλογική κίνηση κάνει λόγο η ίδια, σε τηλεφωνική επικοινωνία με «Το Βήμα», που ξεκινά από τη σκέψη ότι «αφού δεν μπορεί να γίνει ένας οργανισμός για το βιβλίο, οι βιβλιοθήκες είναι οι μόνες που θα μπορούσαν να στηρίξουν τον εκδοτικό κόσμο» και την αντίληψη ότι «ο εκσυγχρονισμός των βιβλιοθηκών και ο ψηφιακός μετασχηματισμός τους αποτελούν μοχλό ανάπτυξης». Οπως αναφέρει το ψήφισμα της κίνησης, «η ανάπτυξη ψηφιακού περιεχομένου και η ανάπτυξη εργαλείων και πλατφορμών εκπαίδευσης και πολιτισμού, η ενοποιημένη ευρεσιμότητα των διαθέσιμων ψηφιακών πόρων και οι ανάλογες υποδομές και ο εξοπλισμός αποτελούν μια κοινωνικο-πολιτισμική επένδυση που αξίζει να αξιοποιηθεί σε όσο γίνεται μεγαλύτερη κλίμακα από ευρύτερες και μεικτές ομάδες, που εκδηλώνουν ενδιαφέρον μέσα και από την ανάπτυξη αποθετηρίων για τη διαδικτυακή διάθεση του περιεχομένου που παράγουν. Αυτό δίνει ώθηση επίσης στην εξωστρέφεια και την επικοινωνία με το ευρωπαϊκό περιβάλλον, τους οργανισμούς, τις πρωτοβουλίες και τα προγράμματα που αναπτύσσονται σε άλλες χώρες». Για «βιβλιοθήκες με εξειδικευμένο προσωπικό που μπορούν να ανταποκριθούν σε όλες τις ανάγκες των χρηστών τους» κάνει λόγο η κυρία Ζορμπά, η οποία παραδέχεται ότι στη διάρκεια της θητείας της διαπίστωσε ότι στην πράξη δεν ήταν εφικτή η συνεργασία των υπουργείων Παιδείας και Πολιτισμού, γι’ αυτό τώρα πιστεύει «ότι πρέπει να υπάρξει μια θεσμική διασφάλιση ενός αυτόνομου δικτύου που θα συνεργάζεται με τα υπουργεία Πολιτισμού, Παιδείας, Ψηφιακής Διακυβέρνησης και Εσωτερικών, που έχει την αίσθηση της περιφερειακότητας», ενός δικτύου ανεξάρτητου από το υπάρχον Δίκτυο Ελληνικών Βιβλιοθηκών που εποπτεύεται από την Εθνική Βιβλιοθήκη, το οποίο «θα χρηματοδοτηθεί από τα αναπτυξιακά προγράμματα για πέντε χρόνια αλλά θα έχει θεσμικά εξασφαλισμένη συνέχεια, θα στηρίζεται στους δικούς του stakeholders, θα έχει διοικητικό συμβούλιο, καταστατικό, τρόπο λειτουργίας και στο οποίο θα συμμετέχουν όλες οι βιβλιοθήκες που έχουν νομικό πρόσωπο».
Οχι απαραίτητα για τη σύσταση νέου δικτύου βιβλιοθηκών αλλά για «ενίσχυση της δικτύωσης και της συνεργασίας των βιβλιοθηκών και την αναβάθμισή τους με τη χρήση κεντρικών οικονομικών και τεχνολογικών πόρων και κεντρικής δομής» κάνει λόγο μιλώντας στο «Βήμα» ο σύμβουλος ψηφιακών εκδόσεων και μπλόγκερ του eAnagnostis.gr Μιχάλης Καλαμαράς, από τους συντάκτες του ψηφίσματος.
Δίκτυα νέα και παλιά
Η έννοια του δικτύου δεν είναι νέα. Στον ακαδημαϊκό χώρο δραστηριοποιείται ήδη ο Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών (ΣΕΑΒ), υπάρχει το δίκτυο μουσικών βιβλιοθηκών (Ελληνικό Παράρτημα της Διεθνούς Οργάνωσης Μουσικών Βιβλιοθηκών), η Οργανωτική Επιτροπή Ενίσχυσης Βιβλιοθηκών (Synergasia) – η οποία οργανώνει διεθνή συνέδρια, εργαστήρια, ομάδες συζήτησης και διαλέξεις με σκοπό να παρουσιάσει τις τελευταίες εξελίξεις στον τομέα της πληροφόρησης -, το Δίκτυο Οικονομικών Βιβλιοθηκών (ΔΙΟΒΙ) που εξυπηρετεί συγκεκριμένες ακαδημαϊκές ανάγκες των μελών του, ενώ το παλαιότερο δίκτυο ARGOS των βιβλιοθηκών των ξένων αρχαιολογικών σχολών στόχο είχε την ενοποίηση των καταλόγων τους για τη διευκόλυνση των ερευνητών.
Στον χώρο των λαϊκών βιβλιοθηκών (public libraries) ή βιβλιοθηκών κοινού δραστηριοποιήθηκε από το 2012 ως το 2014 το δίκτυο Future Library, με την υποστήριξη του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» οργανώνοντας καλοκαιρινές εκστρατείες για παιδιά σε δημόσιες και δημοτικές βιβλιοθήκες, εκπαιδεύοντας το προσωπικό τους, ανακαινίζοντας τις υλικοτεχνικές υποδομές τους και εμπλουτίζοντας τις συλλογές τους. Είναι το δίκτυο που μετατράπηκε στο Δίκτυο Ελληνικών Βιβλιοθηκών της Εθνικής Βιβλιοθήκης, στο οποίο συμμετέχουν σήμερα 243 βιβλιοθήκες από όλη την Ελλάδα.
«Το «Δίκτυο Ελληνικών Βιβλιοθηκών», που δημιουργήθηκε το 2017 με επικεφαλής την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, χρειάζεται ήδη αναβάθμιση, καθώς και θεσμική συγκρότηση με ισότιμη συμμετοχή των μελών του, καταστατική δομή και σταθερή χρηματοδότηση» σημειώνεται στο ψήφισμα της Πρωτοβουλίας αφήνοντας αιχμές αμφισβήτησης.
«Κάθε δίκτυο αποτελεί ένα οικοσύστημα και προκύπτει από συγκεκριμένες ανάγκες» σχολιάζει στο «Βήμα» ο Φίλιππος Τσιμπόγλου, διευθυντής Εθνικής Βιβλιοθήκης, ο οποίος κάνει διάκριση ανάμεσα στις ερευνητικές βιβλιοθήκες και στις βιβλιοθήκες κοινού. Επιστήμονας που θεωρείται και ειδήμων στον χώρο της δικτύωσης των βιβλιοθηκών, από τους πρωτεργάτες του δικτύου διαδανεισμού που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης το 1993, εξηγεί ότι κάθε δίκτυο εξυπηρετεί ιστορικά ανάγκες της εποχής: «Η δράση ενός δικτύου κάποτε τελειώνει και αντικαθίσταται από άλλα που δίνουν λύσεις σε νέα προβλήματα».
Η Εθνική Βιβλιοθήκη συμμετέχει σε πολλά δίκτυα βιβλιοθηκών. Συγκεκριμένα, όπως εξηγεί, «Μέσω του Δικτύου Ελληνικών Βιβλιοθηκών η Εθνική Βιβλιοθήκη υποστηρίζει τους καταλόγους των δημόσιων βιβλιοθηκών – τρεις-τέσσερις μήνες θα είναι διαθέσιμος ο συλλογικός κατάλογος των βιβλιοθηκών – και την εκπαίδευση του προσωπικού τους στα νέα βιβλιοθηκονομικά πρότυπα, ενώ τα προγράμματα για παιδιά συνεχίζονται ψηφιακά με το πρόγραμμα «ΑΛΛΑ-ΖΩ» και την προσπάθεια αφομοίωσης των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης από τις μικρές ηλικίες».
Ο ίδιος τονίζει ότι η ένταξη σε ένα δίκτυο αποτελεί δέσμευση για τις βιβλιοθήκες, διευκρινίζει ότι η ευρωστία κάθε δικτύου είναι συνάρτηση της ευρωστίας κάθε μέλους του ξεχωριστά και ότι «δεν κάνει το δίκτυο τα μέλη ίσα». Θεωρεί σημαντικό και απαραίτητο για τη λειτουργία ενός εθνικού δικτύου βιβλιοθηκών να λυθούν τα προβλήματα των μελών του δικτύου και να υποστηριχθεί κάθε βιβλιοθήκη από την πολιτεία, τον φορέα ή τον δήμο στον οποίο ανήκει με επαρκή χρηματοδότηση, στελέχωση με καταρτισμένο προσωπικό, συνεχείς εκπαιδεύσεις του υπάρχοντος προσωπικού και στοχευμένες ενέργειες, όχι περιστασιακές, ούτε επιπόλαιες, αλλά ενέργειες που θα γίνονται σταθερά, με τρόπο που θα εξασφαλίζει τη συνέχεια. «Ρόλος ενός δικτύου είναι να στηρίξει τις βιβλιοθήκες για να μη σπαταλούν τις λιγοστές δυνάμεις τους εκεί που δεν πρέπει. Το δίκτυο θέτει παραμέτρους, αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει αν δεν ενισχυθούν οι συνιστώσες του» καταλήγει.
Παιδεία και Πολιτισμός
Γενικόλογο και με κοινούς τόπους, με ωραίες ιδέες μεν, αλλά χωρίς συγκροτημένες προτάσεις, το ψήφισμα της «Πρωτοβουλίας για ένα Δίκτυο Βιβλιοθηκών» δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόταση καινοτόμα, ούτε προς τη σωστή κατεύθυνση. Οι βιβλιοθήκες δεν έχουν ανάγκη από ένα δίκτυο που θα δημιουργηθεί ad hoc για την άντληση οικονομικών πόρων αλλά από μια δικτύωση και συντονισμό από έναν φορέα με ιστορία, διάρκεια και συνέχεια. Η Εθνική Βιβλιοθήκη θα πρέπει να είναι ο συντονιστής μιας τέτοιας δικτύωσης και οπωσδήποτε θα πρέπει να υποστηριχθεί με οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους προς αυτή την κατεύθυνση. Το ωφέλιμο είναι ότι με αφορμή το ψήφισμα αυτό ανοίγει και πάλι ο διάλογος για τις βιβλιοθήκες και την υποστήριξή τους από την πολιτεία, ενεργοποιώντας τα αρμόδια υπουργεία και φέρνοντας ακόμη μια φορά στο προσκήνιο την επιτακτική ανάγκη συνεργασίας του αρμόδιου για τις βιβλιοθήκες υπουργείου Παιδείας (ΥΠΑΙΘ) με το αρμόδιο για το βιβλίο υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού (ΥΠΠΟΑ). Η συνεργασία τους υπήρξε διαχρονικά ζητούμενο για την ανάπτυξη του βιβλίου και της φιλαναγνωσίας στη χώρα. Το ΥΠΑΙΘ σήμερα, μεταξύ τηλεκπαίδευσης και νομοσχέδιου για την ανώτατη εκπαίδευση, δεν έχει έτοιμες απαντήσεις για τα ζητήματα των βιβλιοθηκών.
Στο ΥΠΠΟΑ ο υφυπουργός Σύγχρονου Πολιτισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης φάνηκε να γνωρίζει εξαρχής την πολυπλοκότητα του χώρου του βιβλίου και την ανάγκη για διυπουργικές συνεργασίες, οι οποίες ως σήμερα ουδέποτε έχουν τελεσφορήσει. Αυτή τη στιγμή, βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία επεξεργασίας προτάσεων, μας πληροφόρησαν πηγές του ΥΠΠΟΑ, αλλά δεν έχει ξεκινήσει ακόμη συγκεκριμένος διάλογος με το ΥΠΑΙΘ. Το αιφνίδιο της πανδημίας και οι ανάγκες που δημιούργησε στους χώρους της παιδείας και του πολιτισμού δείχνουν ότι ένας ανοιχτός διάλογος μεταξύ των δύο υπουργείων με τους ανθρώπους του βιβλίου και των βιβλιοθηκών είναι καιρός να αρχίσει.
Η άγνοια της ΕΕΒΕΠ και η πρόταση Ζάχου
Αγνοια για το ψήφισμα, στο οποίο δεν κλήθηκε να συμμετάσχει και το οποίο πληροφορήθηκε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δηλώνει στο «Βήμα» η Ενωση Ελλήνων Βιβλιοθηκονόμων και Επιστημόνων Πληροφόρησης (ΕΕΒΕΠ) διά της προέδρου της, Ανθής Κατσιρίκου, η οποία παραπέμπει στην «Πρόταση για ένα νέο στρατηγικό σχέδιο για το βιβλίο στη χώρα μας» (2012) της ΕΕΒΕΠ προς τους αρμόδιους φορείς, όπου γίνεται επίσης λόγος για ένα εθνικό δίκτυο βιβλιοθηκών.
Λόγο για ένα «Εθνικό σύστημα βιβλιοθηκών» που επιβάλλουν οι επικαλύψεις στις συλλογές των βιβλιοθηκών, η ορθολογική διαχείριση ανθρώπινων και δημοσιονομικών πόρων, η περιορισμένη αξιοποίηση εθνικών και κοινοτικών πόρων και το χαμηλό επίπεδο υπηρεσιών είχε κάνει ο Γεώργιος Ζάχος, τότε πρόεδρος του Γενικού Συμβουλίου Βιβλιοθηκών, καταθέτοντας λεπτομερείς προτάσεις για τη διοικητική οργάνωση, τον ρόλο και τις αρμοδιότητές του στη «Συνδιάσκεψη για τη διαμόρφωση εθνικής πολιτικής για τα αρχεία και τις βιβλιοθήκες» (27-28 Ιανουαρίου 2011) στην Αίγλη Ζαππείου, επί υπουργίας Αννας Διαμαντοπούλου. Υπό την αιγίδα τού τότε Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Καρόλου Παπούλια και με ευρύτατη εκπροσώπηση όλων των φορέων του βιβλίου και των βιβλιοθηκών ήταν μια συνδιάσκεψη στην οποία παρήχθη πολλή πληροφορία και συζητήθηκαν συγκεκριμένες προτάσεις οι οποίες ωστόσο, δέκα χρόνια, μετά δεν έχουν υλοποιηθεί.

