Οι τζιχαντιστές της φρίκης και η Σρι Λάνκα των παθών
Η ματωμένη Κυριακή ξύπνησε τις μνήμες του αιματηρού εμφυλίου πολέμου – Συντονισμένη και οργανωμένη η σφαγή – Πρόσωπα υπεράνω υποψίας οι δράστες, από πλούσιες οικογένειες
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Εχουν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια από τότε που τα όπλα σίγησαν μετά τον εμφύλιο πόλεμο που στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 100.000 ανθρώπους σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΗΕ στη Σρι Λάνκα. Η φρίκη και η αιματηρή βία που γνώρισε η χώρα φαίνονταν να αποτελούν παρελθόν, μέχρι την περασμένη Κυριακή, όταν βομβιστές αυτοκτονίας ανατινάχθηκαν διαδοχικά σε ρωμαιοκαθολικές εκκλησίες, πολυτελή ξενοδοχεία και άλλα σημεία το πρωί του Πάσχα των καθολικών, στην πρωτεύουσα Κολόμπο και στις πόλεις Νεγκόμπο, Κοτσικάντε και Μπατικαλόα. Αλλοι εκρηκτικοί μηχανισμοί βρέθηκαν έξω από το αεροδρόμιο του Κολόμπο, όμως δεν εξερράγησαν.
Οι μνήμες από τα μαύρα χρόνια ξύπνησαν και η αίσθηση της αισιοδοξίας που κυριάρχησε την τελευταία δεκαετία, λόγω της ειρήνης που είχε επιτευχθεί ύστερα από έναν ανηλεή εμφύλιο, έγινε χίλια κομμάτια. Οι πολιτικές εντάσεις που σοβούσαν φουντώνουν και πάλι και η χώρα έχει υποστεί ανεπανόρθωτο πλήγμα.
Το επόμενο διάστημα η εύθραυστη οικονομία της Σρι Λάνκα – που εξαρτάται κυρίως από τον τουρισμό – θα δεχθεί μεγάλη πίεση, κυρίως όμως ο λαός της χώρας θα αργήσει πολύ να συνέλθει από το σοκ και τον τρόμο που προξένησε μια τόσο απάνθρωπη επίθεση, πολλώ δε μάλλον όταν μόλις και μετά βίας έχει καταφέρει να επουλώσει τα βαθιά τραύματα του αιματηρού παρελθόντος της.
«Αναγνώρισα το σώμα της γυναίκας μου από τη βέρα μας που φόραγε πάντα. Δεν μπορώ άλλο να περιγράψω». Μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο με δάκρυα στα μάτια, ο 28χρονος Τζανάκα Σακτιβέλ διηγείται το χάος και την απώλεια που βίωσε στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, έναν από τους τόπους των πολλαπλών τρομοκρατικών χτυπημάτων. Από καθαρή τύχη ο ίδιος γλίτωσε, καθώς είχε βγει για λίγο έξω από την εκκλησία να νταντέψει τον 18 μηνών γιο τους που έκλαιγε. Η σύζυγός του έμεινε μέσα. Ηταν μία από τους 359 ανθρώπους που σκοτώθηκαν. Αλλοι 500 άνθρωποι τραυματίστηκαν, ενώ μέχρι και αυτή την ώρα δεκάδες άνθρωποι δίνουν μάχη για τη ζωή τους.
«Ηταν εντελώς απροσδόκητο – τόσο λυσσαλέο και τόσο βάρβαρο» ομολογεί στους «Financial Times» ο Τζεχάν Περέρα, εκτελεστικός διευθυντής του Εθνικού Συμβουλίου Ειρήνης της Σρι Λάνκα, μιας μη κυβερνητικής οργάνωσης για τη μεταπολεμική συμφιλίωση. «Είναι τρομακτικό… Οι βομβιστικές επιθέσεις έχουν γίνει με πολύ επαγγελματικό τρόπο».
Πράγματι. Η στιγμή των χτυπημάτων φαίνεται να είχε σκόπιμα επιλεγεί ώστε να μεγιστοποιήσει τις απώλειες: πιστοί καθολικοί προσεύχονταν στη διάρκεια της αναστάσιμης Θείας Λειτουργίας στις εκκλησίες και τα ξενοδοχεία ήταν γεμάτα κόσμο και τουρίστες για τις διακοπές του Πάσχα. Ενας από τους καμικάζι αυτοκτονίας στο ξενοδοχείο Σάνγκρι Λα έφτασε μέχρι τον μπουφέ δίπλα σε οικογένειες με παιδιά, πυροδοτώντας το γιλέκο του την ώρα που οι θαμώνες έπαιρναν το πρωινό τους.
Ολες οι επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν από βομβιστές αυτοκτονίας, με την κυβέρνηση να αποδίδει αρχικά την ευθύνη στους Τίγρεις της Απελευθέρωσης του Ταμίλ Ιλάμ (LTTE). Τόσο η τακτική των επιθέσεων όσο και η επικείμενη επέτειος της ήττας τους, που σηματοδότησε το τέλος μιας από τις μακροβιότερες συγκρούσεις στη Ασία, συνηγορούσαν υπέρ αυτού του σεναρίου. Σύντομα όμως η εκδοχή καταρρίφθηκε.
Εξωθεν βοήθεια
Στις πρώτες του δηλώσεις ο πρωθυπουργός της χώρας Ρανίλ Γουικρεμεσίνγκε παραδέχθηκε ότι υπήρχαν πληροφορίες για τον κίνδυνο επιθέσεων. Ο επικεφαλής της αστυνομίας μάλιστα δήλωσε ότι 10 ημέρες πριν από το χτύπημα έλαβε πληροφορίες από μυστικές υπηρεσίες ξένων χωρών πως η ισλαμιστική οργάνωση National Thowheeth Jama’ath (NTJ) είχε σκοπό να διαπράξει χτυπήματα με βομβιστές αυτοκτονίας κατά χριστιανικών εκκλησιών, αλλά και κατά της πρεσβείας της Ινδίας στην πρωτεύουσα της Σρι Λάνκα Κολόμπο.
Η οργάνωση ωστόσο ήταν γνωστή για βανδαλισμούς βουδιστικών αγαλμάτων και, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, οι Αρχές δεν έλαβαν σοβαρά υπόψη τις πληροφορίες. Φαίνεται να υπέθεσαν ότι αν η NTJ διέπραττε επιθέσεις θα το έκανε σε βουδιστικούς ναούς.
Ολα αυτά φυσικά δεν έχουν αποδειχθεί και αποτελούν εικασίες αναλυτών. Αυτό όμως που δηλώνουν με βεβαιότητα είναι ότι τα χτυπήματα είχαν ένα καινούργιο στοιχείο: τη στοχοποίηση καθολικών εκκλησιών και τουριστικών καταλυμάτων, κάτι που η χώρα δεν έχει ξαναβιώσει στο παρελθόν. Τα βλέμματα όλων στράφηκαν αμέσως στο εξωτερικό.
Εμπειρογνώμονες σε θέματα τρομοκρατίας ισχυρίζονται ότι οι επιθέσεις μπορεί μεν να εκτελέστηκαν από ντόπιους, δεν θα μπορούσαν ωστόσο να πραγματοποιηθούν χωρίς τη βοήθεια κάποιου διεθνούς δικτύου. Ηταν εξαιρετικά βίαιες, πολύ καλά συντονισμένες, μια και συνέβησαν σχεδόν ταυτόχρονα και στις δύο πλευρές του νησιού, και αρκετά πολύπλοκες στην εκτέλεσή τους.
Μιλώντας στο CNBC ο αναλυτής του Stratfor Σκοτ Στιούαρτ εκτιμά ότι τζιχαντιστές που είχαν εκπαιδευθεί στα πεδία των μαχών σε Ιράκ και Συρία, άρα είχαν επιχειρησιακή εμπειρία, έφθασαν στη Σρι Λάνκα και εξόπλισαν τους δράστες, καθώς για αυτού του είδους τις επιθέσεις απαιτήθηκε σοβαρή υλικοτεχνική υποστήριξη. Είναι σίγουρο ότι δεν πρόκειται για απλούς ερασιτέχνες αλλά για «μέντορες» της τζιχάντ από το εξωτερικό.
Αντίποινα
στη Νέα Ζηλανδία;
Γρήγορα κυκλοφόρησαν φήμες ότι επρόκειτο για αντίποινα στην πρόσφατη επίθεση σε δύο μουσουλμανικά τεμένη στη Νέα Ζηλανδία. Μάλιστα η διευθύντρια της ομάδας SITE Intelligence Ρίτα Κατζ δήλωσε σε ξένα δίκτυα ότι υποστηρικτές του Ισλαμικού Κράτους σχεδόν αμέσως μετά τις επιθέσεις πανηγύριζαν σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης για το λουτρό αίματος λέγοντας χαρακτηριστικά πως «το Κολόμπο ήταν η απάντηση στο Κράιστσερτς».
Αν και αναλυτές θεωρούν ότι οι επιθέσεις αυτές πρέπει να σχεδιάζονταν πολύ πριν από τις 15 Μαρτίου, οπότε και ο Μπρέντον Τάραντ, σφοδρός πολέμιος της μουσουλμανικής θρησκείας, οδηγούσε στον θάνατο 49 ανθρώπους την ώρα της προσευχής της Παρασκευής στα δύο τζαμιά του Κράιστσερτς, το σενάριο δεν έχει αποκλειστεί από τις Αρχές.
Οπως ήταν φυσικό, προτού καν οι πολίτες θάψουν τους νεκρούς τους ξεσπούσε ένας πολιτικός πόλεμος, με αλληλοκατηγορίες να εκτοξεύονται εκατέρωθεν για την αδράνεια της κυβέρνησης, παρά τις προειδοποιήσεις των ξένων μυστικών υπηρεσιών. Σύμφωνα με διεθνή πρακτορεία, ο επικεφαλής της αστυνομίας, ο οποίος είναι υπό τον έλεγχο του προέδρου, δεν μοιράστηκε τις πληροφορίες που είχε λάβει 10 ημέρες νωρίτερα με το γραφείο του πρωθυπουργού και το υπουργικό συμβούλιο.
Η παραπάνω αποκάλυψη, σε συνδυασμό με άλλες σοβαρές παραλείψεις και κρίσιμα σφάλματα, ανάγκασε τον υφυπουργό Αμυνας Ρούαν Βιτζεβαρντένε να παραδεχθεί ότι υπήρξε «μείζον ατόπημα» στην κοινοποίηση στοιχείων από τις υπηρεσίες πληροφοριών. Ωστόσο ο πρόεδρος της χώρας Μαϊθριπάλα Σιρισένα έσπευσε να ισχυριστεί ότι ούτε εκείνος ενημερώθηκε από τους αρμοδίους.
Τα ερωτήματα είναι αμείλικτα και ζητούν απαντήσεις. Ποιος ευθύνεται τελικά; Θα μπορούσε η κυβέρνηση να αποτρέψει το μακελειό; Γιατί αφού υπήρχε η πληροφόρηση δεν ελήφθησαν μέτρα; Αγνωστο πότε και εάν απαντηθούν. Το σίγουρο είναι πως η ανοιχτή εχθρότητα μεταξύ του προέδρου και του πρωθυπουργού (πέρυσι ο πρώτος επιχείρησε να καθαιρέσει τον δεύτερο, παραλύοντας τη χώρα) θα κλιμακωθεί περισσότερο. Το κλίμα είναι τοξικό και ένας νέος κύκλος αστάθειας ανοίγει. Εθνοτικά και θρησκευτικά πάθη ξυπνούν και πάλι, με αναλυτές να αναφέρουν ότι το αιματοκύλισμα θα ζημιώσει την κυβέρνηση και τη χώρα.
Την ίδια ώρα θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι το μακελειό θα διχάσει τον ήδη πολυκερματισμένο εθνοτικά πληθυσμό, οδηγώντας σε νέα χτυπήματα. Και αυτό, όπως αναφέρουν παρατηρητές, θα λειτουργήσει υπέρ των τζιχαντιστών που θέλουν να οδηγήσουν περισσότερους νέους ανθρώπους στη ριζοσπαστικοποίηση και να στρατολογήσουν νέα μέλη στους κόλπους τους.
Αμέσως μετά τις επιθέσεις η κυβέρνηση επέβαλε απαγόρευση κυκλοφορίας και εμπόδισε την πρόσβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook και το WhatsApp, το YouTube, το Instagram, το Snapchat και το Viber προκειμένου να αποτρέψει τη διασπορά ψευδών μηνυμάτων, θεωριών συνωμοσίας, την πιθανή επικοινωνία των δραστών αλλά και την πρόκληση αντιποίνων και επιθέσεων εναντίον μειονοτικών ομάδων στη χώρα.
«Η κίνηση των Αρχών της Σρι Λάνκα κατέδειξε σαφώς όχι μόνο τις ανησυχίες για τον κίνδυνο της ασφάλειας στα κοινωνικά μέσα σε μια στιγμή εθνικής κρίσης, αλλά και τη δυσπιστία που υπάρχει για την ικανότητα των εταιρειών να διαχειρίζονται τις πλατφόρμες με τρόπο υπεύθυνο» έγραφαν εύστοχα οι «New York Times».
Σε άλλη περίσταση, η πρωτοβουλία αυτή θα μπορούσε να προκαλέσει κατακραυγή από τους υπερμάχους της ελευθερίας του λόγου, όμως οι πλατφόρμες αυτές, ιδιαίτερα στην ασιατική ήπειρο, θεωρούνται τα κατεξοχήν κατάλληλα μέσα για την απρόσκοπτη εξάπλωση παραπληροφόρησης, ψευδών ειδήσεων, θρησκευτικού μίσους και φόβου.
Υπόβαθρο μίσους και ισλαμιστική διείσδυση
Στη Σρι Λάνκα των 20 εκατομμυρίων κατοίκων σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2012, το 70% είναι βουδιστές, το 12,6% ινδουιστές και το 9,7% μουσουλμάνοι. Ο φόβος της επικράτησης μιας από αυτές τις κοινότητες που συνθέτουν τη χώρα έναντι μιας άλλης εντάθηκε μετά το τέλος της αποικιοκρατίας, οπότε και η θρησκευτική συνείδηση ενισχύθηκε και μπήκαν ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ τους.
Ακόμα και μετά τον εμφύλιο πόλεμο που τα πράγματα ηρέμησαν, υπήρξαν σποραδικές εξάρσεις εθνικής βίας μεταξύ βουδιστών και μουσουλμάνων. Η χριστιανική κοινότητα που επλήγη περισσότερο ωστόσο (λιγότερο από το 7,6% είναι χριστιανοί, στην πλειονότητά τους καθολικοί) είχε παραμείνει έξω από τις συγκρούσεις αυτές και θεωρούνταν ενοποιητική δύναμη ανάμεσα στις υπόλοιπες ομάδες.
Πλην όμως, μετά την ανάδυση του Ισλαμικού Κράτους σε Ιράκ και Συρία η στοχοποίησή τους εντάθηκε. Εκατοντάδες επιθέσεις σε Μέση Ανατολή και Μαγκρέμπ έλαβαν χώρα, με την πλειονότητά τους να σημειώνεται κυρίως στη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας είτε τα Χριστούγεννα είτε το Πάσχα, ώστε το πλήγμα να είναι ακόμα μεγαλύτερο.
Το αιματοκύλισμα σε τρεις εκκλησίες ανήμερα Κυριακή του Πάσχα στη Σρι Λάνκα κατέδειξε την ευάλωτη θέση των χριστιανών και στην Ασία, η οποία τα τελευταία χρόνια αποτελεί θέατρο τρομοκρατικών επιθέσεων. Ενδεικτικά η εφημερίδα «Le Monde» παραθέτει μερικές:
Τον περασμένο Ιανουάριο μια διπλή βομβιστική επίθεση στοίχισε τη ζωή 20 ανθρώπων στον καθεδρικό ναό του νησιού στο αρχιπέλαγος των Φιλιππινών Τζόλο. Στις 13 Μαΐου 2018 επιθέσεις σε τρεις εκκλησίες στην πόλη Σουραμπάγια της Ινδονησίας σκότωσαν 13 ανθρώπους. Το 2016 στη Λαχώρη του Πακιστάν 72 άνθρωποι έπεφταν νεκροί – κυρίως χριστιανοί που γιόρταζαν το Πάσχα.
Οι επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν σε έναν τόπο στον οποίο οι μουσουλμάνοι αποτελούν ειρηνική μειονότητα. Επίσης ποτέ στη χώρα δεν υπήρξαν εχθροπραξίες ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους ούτε επιθέσεις εναντίον χριστιανών, και μάλιστα σε μια από τις ιερότερες ημέρες της χριστιανοσύνης. Το χαρακτηριστικό αυτό ανήκε ως επί το πλείστον σε ριζοσπαστικές ομάδες της Μέσης Ανατολής, όπως το Ισλαμικό Κράτος και η Αλ Κάιντα.
Η θρησκευτική έχθρα των μουσουλμάνων της Σρι Λάνκα είχε να κάνει κυρίως με ριζοσπάστες βουδιστές. Την τελευταία δεκαετία ωστόσο καταγράφηκε αξιοσημείωτη διείσδυση, χρηματική και ιδεολογική, από το φονταμενταλιστικό ουαχαμπιτικό κίνημα στη Σρι Λάνκα. Πολλά νέα τζαμιά χτίστηκαν, ιδιαίτερα στα ανατολικά της χώρας, και πολλές μουσουλμάνες άρχισαν να φορούν νικάμπ, ένα ένδυμα που παλαιότερα δεν συνηθιζόταν, ενώ σιγά-σιγά άρχισε να σημειώνεται ιδιαίτερη ένταση στους κόλπους της ίδιας της μουσουλμανικής κοινότητας, ανάμεσα σε εκείνους που ακολουθούν μια σύγχρονη και μετριοπαθή εκδοχή του Ισλάμ και στους υπερσυντηρητικούς υποστηρικτές του ουαχαμπισμού, που επιμένουν σε μια πιο φονταμενταλιστική πίστη.
Το προφίλ των δραστών
Λίγα εικοσιτετράωρα μετά το μακελειό το Ισλαμικό Κράτος ανέλαβε την ευθύνη, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να παρουσιάσει πειστικές αποδείξεις. Οι αδίστακτοι και αποφασισμένοι δολοφόνοι όμως έδωσαν στη δημοσιότητα βίντεο στο οποίο οκτώ μασκοφόροι άνδρες δίνουν όρκο πίστης στον αρχηγό του Ισλαμικού Κράτους, Αμπου Μπακρ αλ Μπαγκντάτι. Οι τρομοκράτες ενώνουν τα χέρια τους μπροστά από τη μαύρη σημαία του αυτοαποκαλούμενου Χαλιφάτου, προσεύχονται και ζητούν από τον Αλλάχ να ευλογήσει τις επιθέσεις τους. Ολοι τους φορούν μάσκες, εκτός από έναν γενειοφόρο που πιθανολογείται πως είναι ο εμπνευστής της επίθεσης.
«Οι περισσότεροι από τους βομβιστές είναι μορφωμένοι και προέρχονται από τη μεσαία ή την ανώτερη κοινωνική τάξη. Ηταν ανεξάρτητοι οικονομικά, από οικογένειες σε καλή οικονομική κατάσταση» δήλωσε ο υφυπουργός Αμυνας της Σρι Λάνκα, προκαλώντας παγκόσμιο τρόμο. Το προφίλ του φτωχού και κατατρεγμένου παρία της κοινωνίας που δεν έχει μέλλον και αναζητεί λόγο ύπαρξης μέσα από την τζιχάντ καταρρίπτεται.
Οι Αρχές δεν έδωσαν ονόματα, ωστόσο μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι δύο ήταν αδέλφια, γιοι πλούσιου εμπόρου μπαχαρικών στη Σρι Λάνκα. Τουλάχιστον ένας είχε λάβει δυτική εκπαίδευση στη Βρετανία, όλοι με ανώτερη μόρφωση, ακόμα και με μεταπτυχιακά, εύποροι και οικονομικά ανεξάρτητοι. Τις βόμβες με τις οποίες έσπειραν τον θάνατο φαίνεται να τις είχαν κατασκευάσει στο εργοστάσιο χαλκού ενός δράστη, επιχειρηματία και πατέρα τεσσάρων παιδιών. Οι Αρχές αναφέρουν ότι ήταν όλοι ντόπιοι και ανάμεσά τους υπήρχε μία γυναίκα.
Συνολικά 58 άτομα έχουν συλληφθεί ως ύποπτοι, αλλά η κυβέρνηση θεωρεί ότι πολλοί είναι ακόμη ελεύθεροι και οπλισμένοι. Μέχρι στιγμής οι Αρχές έχουν συνδέσει απευθείας με την επίθεση ακόμα εννέα άτομα, τα οποία παραμένουν ασύλληπτα. Στις έρευνες βοηθούν στελέχη του FBI και απεσταλμένοι της Interpol.

